Γεώργιος Γαλίτης, Παῦλος, ὁ Μικρασιάτης

Σμύρνη_432

Η εισήγηση του Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Β Αγιολογικό Συνέδριο της Σμύρνης με θέμα: Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Ιωνία και οι βιβλικοί άγιοι (7-9/02/2016)

Πρίν προβῶ στήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματός μου, ἐπιθυμῶ, πολυσέβαστε Οἰκουμενικέ Πατριάρχα κύριε Βαρθολομαῖε, νά εὐχαριστήσω τήν παναγιότητά Σας γιά τήν ἐμπνευσμένη πρωτοβουλία τῆς συγκλήσεως τοῦ παρόντος συνεδρίου, τό ὁποῖο εὐδοκήσατε νά θέσετε ὑπό τήν αἰγίδα Σας.

Ἐπιθυμῶ κατόπιν, ὡς πρόεδρος τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συνεδρίου, νά εὐχαριστήσω καί νά συγχαρῶ ἀπό καρδίας τόν ἀξιότιμο Δήμαρχο κ. Aziz Koçaoglou καί τίς τοπικές ἀρχές τῆς ξακουστῆς Σμύρνης, διότι, μέ εὑρύτητα πνεύματος καί μέ συναίσθηση τῆς σημασίας παρομοίων συνεδρίων γιά τήν παγκόσμια φήμη τῆς πόλης τους, ἀγκάλιασαν τήν πρωτοβουλία αὐτή τῆς συγκλήσεως διεθνοῦς συνεδρίου, ὅπου εἰσηγητές ἀπό τήν Ἀμερική, τή Γερμανία, τή Ρουμανία, τή Βουλγαρία καί τήν Ἑλλάδα θά ἀναπτύξουν θέματα σχετικά μέ τήν εὑρύτερη περιοχή τῆς Σμύρνης καί θά μεταφέρουν, ἐπιστρέφοντας στήν πατρίδα τους, ὄχι μόνον τά πορίσματα τῆς ἐπιστημονικῆς ἐργασίας πού ἐπετελέστηκε ἐδῶ, ἀλλά καί τή ζεστασιά τῆς φιλοξενίας, πού τούς ἐπεδαψίλευσαν οἱ τοπικοί ἄρχοντες καί ὁ εὐγενής τουρκικός λαός. Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ὀφείλουμε καί πρός τοόν πρόεδρο τοῦ Ἐμπορικοῦ Ἐπιμελητηρίου Σμύρνης κ. Ekrem Demirtas, καθώς καί τήν πρόεδρο τῆς ὀρθοδόξου κοινότητας Σμύρνης κα Θεοδώρα Χατζούδη καί τή γραμματέα κα Ἀθηνᾶ Σάμογλου, οἱ ὁποῖοι, μαζί μέ τούς ἄλλους ὀρθοδόξους χριστιανούς τῆς πόλης, ἐργάσθηκαν καί κοπίασαν γιά τή διοργάνωση καί ἐπιτυχία τοῦ Συνεδρίου.

Τό παρόν συνέδριο εἶναι τό δεύτερο ἁγιολογικό συνέδριο, μετά τό ἀντίστοιχο περυσινό. Τό ἐφετεινό ἔχει γενικό θέμα: Οἱ ἀπαρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Ἰωνία, μέ εἰδική ἀναφορά στούς βιβλικούς ἁγίους. Εἰσαγωγικά στό θέμα, ἐπιτρέψτε μου νά πῶ λίγα λόγια:

Τό συνέδριο θά ἀσχοληθεῖ μέ ἁγίους. Ἅγιος ὀντολογικά εἶναι βέβαια μόνον ὁ Θεός. Πρόσωπα ὅμως, πού ἔζησαν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν παράδειγμα γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, μποροῦμε νά τούς ὀνομάσουμε ἁγίους, ὄχι ὄντολογικά, ἀλλά κατά μετοχή στήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ.

Τό συνέδριο τοῦ περασμένου ἔτους ἀσχολήθηκε μέ ἁγίους τοῦ τόπου αὐτοῦ γενικῶς. Τό ἐφετεινό συνέδριο θά ἀσχοληθεῖ μέ ἁγίους, πού ἔζησαν στά πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Ἰωνία καί ἀναφέρονται στή Βίβλο, τό ἱερό βιβλίο τοῦ χριστιανισμοῦ, ἤ σχετίζονται μ’ αὐτούς. Τό θέμα ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία τῆς περιοχῆς πού βρισκόμαστε τώρα, ἡ ὁποία κατοικεῖτο ἀρχικά ἀπό πολυθεϊστές, γιά νά περάσει σιγά – σιγά στόν μονοθεϊσμό τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τό κήρυγμα ἁγίων ἀνδρῶν πρίν 2000 χρόνια καί ἀργότερα στόν μονοθεϊσμό τοῦ μουσουλμανισμοῦ.

Σμύρνη_156

Ἡ ἐναρκτήρια εἰσήγηση, πού ἔχω τήν τιμή νά ἀναπτύξω ἐνώπιον τῆς παρούσης ἐκλεκτῆς ὁμηγύρεως, ἀσχολεῖται μέ τό μεγάλο ἅγιο τέκνο τῆς μικρασιατικῆς γῆς, τόν ἀπόστολο Παῦλο, τόν ὁποῖον, ἄν καί ἦταν ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς, ὁ πολιτισμός τῆς χώρας στήν ὁποία γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε, ἐσφράγισε ἀνεξίτηλα. Ἀνεξίτηλα ἐσφράγισε καί ἡ δράση του τόν εὐρωπαϊκό πολιτισμό, ὅπως θά ἀναπτύξει ἡ καταληκτήρια εἰσήγηση τοῦ συναδέλφου κ. Ἰωάννη Καραβιδοπούλου.

Οἱ ἐργασίες τοῦ συνεδρίου θά συνεχισθοῦν αὔριο καί μεθαύριο σέ πέντε συνεδρίες, ἀφιερωμένες σέ πέντε θεματικές ἑνότητες, ὅπως σημειώνεται στό πρόγραμμα.

Μετά τά εἰσαγωγικά αὐτά, ἐπιτρέψτε μου, παρακαλῶ, νά εἰσέλθω στό θέμα μου. Παῦλος, ὁ Μικρασιάτης. Παῦλος, ὁ Ἰουδαῖος. Παῦλος, ἕνας Ἰουδαῖος πού γεννήθηκε καί ἀνατράφηκε σέ μιά πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Αὐτό εἶναι τό θέμα μου, στήν ἀνάπτυξη τοῦ ὁποίου θά προσπαθήσω νά δείξω ὅτι ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἰουδαίου Παύλου σμιλεύθηκε ἀπό τόν πολιτισμό τοῦ μικρασιατικοῦ περιβάλλοντος στό ὁποῖο γεννήθηκε καί μεγάλωσε.

    Ποιός εἶναι ὁ Παῦλος;

Ἐπειδή στό ἀκροατήριο ὑπάρχουν ἀδελφοί μας, τῶν ὁποίων ἴσως οἱ γνώσεις πού ἔχουν περί αὐτοῦ εἶναι ἐλλιπεῖς, δίδω ἐπιγραμματικά μερικά πληροφοριακά στοιχεῖα: Ὁ Παῦλος ἦταν ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού κατέστησε τό μήνυμά του παγκόσμιο κτῆμα. Στό κήρυγμά του ὀφείλεται ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Εὐρώπη καί ἡ διάδοση τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τῆς ἰσότητας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐσπλαχνίας. Μέ τήν προσωπικότητά του, τή διδασκαλία καί τή δράση του ἔχουν ἀσχοληθεῖ χιλιάδες ἐπιστήμονες, ἔχουν γραφτεῖ χιλιάδες τόμοι, ὑπάρχουν αὐτήν τή στιγμή ἑκατοντάδες ἤ χιλιάδες ἕδρες σέ ἑκατοντάδες ἤ χιλιάδες πανεπιστήμια σ’ ὅλον τόν κόσμο, πού ἀσχολοῦνται μέ ἔρευνες γύρω ἀπό αὐτόν καί τό ἔργο του, διεθνῆ συνέδρια διερευνοῦν τή σκέψη του. Μεγάλοι ζωγράφοι, μεγάλοι μουσουργοί, μεγάλοι λογοτέχνες ἐμπνεύστηκαν ἀπό αὐτόν, μυριάδες πιστῶν τόν τιμοῦν σέ πλῆθος ναῶν πού εἶναι ἀφιερωμένοι στό ὄνομά του.

Πότε γεννήθηκε ὁ Παῦλος; Σύμφωνα μέ τήν πληροφορία τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (7,58), ὁ Παῦλος ἦταν κατά τόν λιθοβολισμό τοῦ Στεφάνου, πού ἔγινε τό 35 μ.Χ., «νεανίας». Στήν πρός Φιλήμονα ἐπιστολή του, πού τήν ἔγραψε μεταξύ τοῦ 61 καί 63 μ.Χ., ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος χαρακτηρίζει τόν ἑαυτό του «πρεσβύτη» (στ. 9). Συνδυάζοντας αὐτές τίς δύο πληροφορίες, μποροῦμε νά τοποθετήσουμε τήν γέννησή του στίς ἀρχές τοῦ α΄ αἰῶνα, ἴσως τό 5 μ. Χ.

 Ὁ τόπος τῆς γεννήσεως τοῦ Παύλου εἶναι ἡ Ταρσός τῆς Κιλικίας, σύμφωνα μέ δήλωση τοῦ ἰδίου σέ μία ὁμιλία του, πού καταγράφεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (22,3).

Ἡ Ταρσός εἶναι μία πόλη κοντά στά σημερινά Ἄδανα. Ἡ πόλη αὐτή, στήν ἀνατολική Μικρά Ἀσία, μαζί μέ τήν Ἔφεσο καί τή Σμύρνη στά δυτικά, ἀποτέλεσαν τά μεγαλύτερα κέντρα πολιτισμοῦ στήν Μ. Ἀσία, μέ προεξάρχουσα τήν Ταρσό.

Σμύρνη_103

Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό τόν πολιτισμό τῆς εὑρύτερης περιοχῆς στήν ὁποία ἀνήκει ἡ Ταρσός, τή Μ. Ἀσία.

Μικρά Ἀσία εἶναι ἡ περιοχή, πού ἔχει ὅσο λίγες ἄλλες μιά μακρότατη ἱστορία πολιτισμοῦ. Παλαιότερες ἀνασκαφές εἶχαν ἀνακαλύψει στήν κεντρική καί τήν ἀνατολική Ἀνατολία οἰκισμούς ὀργανωμένων πολισμάτων, ἐνῶ τό 1964 ἀνεσκάφη στό Catahüyük, κοντά στό Ἰκόνιο (Konia) οἰκισμός ἀναγόμενος στό 6000 π.Χ., δηλαδή στή λίθινη ἐποχή! Πάμπολλα ἀνασκαφικά εὑρήματα μαρτυροῦν ὅτι ἤδη ἀπό τήν 5η καί 4η χιλιετία π.Χ. εἶχε ἀναπτυχθεῖ στήν ἀνατολική Μικρά Ἀσία ἀξιόλογος πολιτισμός, πού ἐπέδρασε σέ ὅλη τήν εὑρύτερη περιοχή. Ὁ πολιτισμός αὐτός σχετίζεται μέ τόν ἀντίστοιχο τῶν γειτονικῶν χωρῶν, ὅπως ἡ Μεσοποταμία, ἡ Συρία καί ἡ Παλαιστίνη, ὑπερτερεῖ ὅμως κατά πολύ αὐτῶν. Βαθμηδόν ἐπεκτάθηκε ὁ πολιτισμός αὐτός πρός τά δυτικά καί ἐπέδρασε στούς πολιτισμούς τοῦ Αἰγαίου, τῆς Κρήτης, τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου, φθάνοντας μέχρι τή Σικελία καί τόν Δούναβη.

Στή δημιουργία τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ συνέβαλαν πιθανῶς καί ἄλλοι λαοί, ἴσως Ἰνδοευρωπαῖοι.

Στόν 18ο αἰῶνα π.Χ. κατέρχονται στήν περιοχή οἱ Ἄριοι, ὁπότε ἱδρύεται τό μεγάλο κράτος τῶν Χεττιτῶν, μέ πρωτεύσουσα τήν Hattusas, τό σημερινό Bogazköy, πού ἤκμασε ἰδίως μεταξύ τοῦ 1600 καί τοῦ  1200 π.Χ.[1] Ἀπό τό 1400 ἤδη ἐπεκτείνεται στήν ἀνατολική Μεσόγειο ὁ μυκηναϊκός πολιτισμός, οἱ Μυκηναῖοι καταστρέφουν τό 1240 τήν Τροία καί τό 1200 εἰσβάλλουν στήν Ἀνατολία λαοί ἀπό τήν νοτιανατολική Εὐρώπη, πού καταλύουν τό χεττιτικό κράτος. Τό 750 π.Χ. ἱδρύεται μεταξύ Ἀγκύρας καί Ἐσκί – Σεχίρ τό κράτος τῆς Φρυγίας, μέ σημαντικές πόλεις τό Γόρδιον καί τό Μίδαιον ἤ Μιδάειον (πόλη τοῦ Μίδα). Τό κράτος αὐτό σύντομα ἐπεκτείνεται μέχρι τίς ἀκτές τοῦ Αἰγαίου. Τό 680 π.Χ. ἱδρύεται στή δυτική Μ. Ἀσία, τό κράτος τῆς Λυδίας, μέ πρωτεύουσα τίς Σάρδεις, σήμερα Sart, κοντά στή Σμύρνη. Τά κράτη αὐτά ἀρχίζουν νά δέχονται τήν πίεση τῶν Περσῶν, οἱ ὁποῖοι τό 546 π.Χ., μέ τήν κατάλυση τοῦ βασιλείου τῆς Λυδίας γίνονται κύριοι ὅλης τῆς Μ. Ἀσίας. Τό 334 ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἰσβάλλει στή Μικρά Ἀσία καί σέ ἕνα χρόνο καταλύει τήν περσική κυριαρχία. Μετά τόν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου τό 323 κυριαρχοῦν στή Μ. Ἀσία οἱ Διάδοχοι, τό 282 ἱδρύει ὁ Φιλέταιρος τό κράτος τῆς Περγάμου καί τό 133 π.Χ. ἡ Μ. Ἀσία γίνεται ρωμαϊκή ἐπαρχία.

     Τί γλῶσσα ὁμιλεῖτο στήν περιοχή τίς χιλιετίες αὐτές;

Οἱ εὑρεθεῖσες πήλινες πινακίδες τῆς χεττιτικῆς γλώσσας σέ σφηνοειδῆ γραφή στό Bogazkale (Bogazkŏy) καί σέ ἱερογλυφικά ἀλλοῦ, καθώς καί παρόμοια κείμενα τῶν γλωσσῶν τῆς Λυκίας, τῆς Λυδίας καί ἄλλων περιοχῶν, ἀποδεικνύουν, ὅτι αὐτές ἦταν ἰνδοευρωπαϊκές. Ὅλες αὐτές οἱ γλῶσσες ἐκτοπίστηκαν κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης χιλιετίας π.Χ. ἀπό τήν ἑλληνική, ἡ ὁποία ἄρχισε νά εἰσέρχεται στήν Μ. Ἀσία, ἀπό τά τέλη τῆς δεύτερης χιλιετίας π.Χ. μέ τή μετανάστευση τῶν Ἰώνων στό κέντρο τῶν δυτικῶν παραλίων της, ἀπό τόν 8ο ἕως τόν 6ο αἰώνα. Ἡ ἑλληνική γλῶσσα καί ὁ ἑλληνικός πολιτισμός κυριαρχοῦσε κατά τήν προκλασσική ἐποχή, ἤτοι τήν ἐποχή τοῦ ἀποικισμοῦ, σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς, πλήρως μέν στή δυτική Μ. Ἀσία, ἐνῶ ἡ βόρεια καί ἡ νότια, ἦταν τότε, κατά τόν χαρακτηρισμό τοῦ γερμανοαμερικανοῦ ἱστορικοῦ Fritz M. Heichelheim, «ἡμιελληνική στήν κοινωνικοοικονομική, θεολογική, πνευματική καί πολιτική δομή»[2]. Πολύ σύντομα ὅμως ἡ ἑλληνική γλῶσσα καί ὁ ἑλληνικός πολιτισμός ἐπεκράτησε πλήρως σέ ὅλη τή Μ. Ἀσία. Αὐτόν τόν πολιτισμό εὑρῆκαν κυριαρχοῦντα ὅταν κατέκτησαν τή Μ. Ἀσία οἱ Ρωμαῖοι, ἐπί τῆς κυριαρχίας τῶν ὁποίων γεννήθηκε καί ἔζησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Ὁ Παῦλος ἦταν, κατά τή δήλωσή του στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ρωμαῖος πολίτης. Ὄχι αὐτοδικαίως (γιατί δέν ἀπέκτησαν ὅλοι οἱ κατακτηθέντες τή ρωμαϊκή ὑποκοότητα). Τήν ὑπηκοότητα τήν ἀποκτοῦσε κανείς ὑπό προϋποθέσεις καί καταβάλλοντας ὑψηλό χρηματικό τίμημα. Αὐτήν τήν ὑπηκοότητα ἀπέκτησε ὁ πατέρας τοῦ Παύλου, πού γι’ αὐτό πρέπει νά ἦταν εὐκατάστατος, καί ὁ Παῦλος ἦταν ρωμαῖος πολίτης ἐκ γενετῆς.

Σμύρνη_148

Καί ἐρχόμαστε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας, μεταξύ Παμφυλίας δυτικά καί Συρίας ἀνατολικά καί κάτω ἀπό τή Λυκαονία καί τήν Καππαδοκία.

Ἡ Ταρσός ἦταν χτισμένη στή θέση τῆς σημερινῆς Tarsus, στούς πρόποδες τοῦ ὀρεινοῦ συγκροτήματος τοῦ Ταύρου, ἐκεῖ πού ἐκβάλλει ὁ ποταμός Κύδνος, σήμερα Tarsus Ҫavi. Ὁ Κύδνος ἦταν πλωτός καί παρεῖχε σύνδεση μέ τή θάλασσα. Ἐκτός ἀπό τό μεγάλο λιμάνι, ἡ πόλη βρισκόταν σέ κομβικό σημεῖο, στό δρόμο πού ὁδηγοῦσε ἀπό τή μεγαλούπολη Ἀντιόχεια πρός τό Αἰγαῖο πέλαγος, καί ἦταν ἐπί πλέον τό σημεῖο, ἀπό ὅπου ξεκινοῦσε ὁ μεγάλος ἐμπορικός δρόμος πού κατέληγε στήν Ἀμισό τοῦ Πόντου (κοινῶς Σαμψούντα, τουρκιστί Samsun), συνδέοντας τή Μεσόγειο μέ τή Μαύρη θάλασσα.

Στήν τοποθεσία τῆς Ταρσοῦ ὑπῆρχε ἀρχικά ἕνας προϊστορικός οἰκισμός, στόν ὁποῖον εἰσέρρευσαν ἄποικοι ἀπό τήν Ἑλλάδα, ἴσως μέ τήν κάθοδο ἤδη τῶν Δωριαίων τή δεύτερη χιλιετία π.Χ., πάντως τό ἀργότερο κατά τήν ἐποχή τοῦ μεγάλου ἀποικισμοῦ τοῦ 8ου καί τοῦ 7ου αἰώνα π.Χ.[3]

Ἡ ἵδρυση τῆς ἀρχαιότατης αὐτῆς πόλεως ἀποδιδόταν ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες στόν Περσέα, κατ’ ἄλλους μύθους στόν Ἡρακλῆ. Ὡς ἱδρυτής τῆς πόλεως ἀναφέρεται ἐπίσης ὁ βασιλιάς τῶν Ἀσσυρίων Σαρδανάπαλος, πού τήν ἔχτισε μαζί μέ τήν Ἀγχιάλη σέ μία μέρα. Ἀμφίβολες θεωροῦνται οἱ πληροφορίες τοῦ Στράβωνα[4], τοῦ Στεφάνου Βυζαντίου[5] καί τοῦ Δίωνος Χρυσοστόμου[6], ὅτι ἡ Ταρσός ἦταν ἀποικία τῶν Ἀργείων. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ τάση αὐτή νά ἀποδοθεῖ ἡ ἵδρυση τῆς πόλεως σέ Ἀργείους ἀποίκους, ἀνταποκρίνεται στή φιλοδοξία τῶν Ταρσέων νά ἀναγάγουν τήν ἑλληνική φυσιογνωμία τῆς πόλεως σέ ὅσο τό δυνατόν ἀπώτερο παρελθόν[7]. Στούς ἱστορικούς χρόνους ἡ Ταρσός ἦταν πρωτεύουσα τῆς Κιλικίας, ἡ ὁποία ὅμως ἦταν ὑποτελής στόν βασιλέα τῆς Περσίας, ἀπό τό 400 π.Χ. δέ ἦταν ἡ Ταρσός ἕδρα πέρσου Σατράπη. Τό 333 μέ τήν κατάλυση τοῦ περσικοῦ κράτους περιῆλθε στόν Μ. Ἀλέξανδρο. Στούς ἑλληνιστικούς χρόνους ἡ Ταρσός βρισκόταν στήν κατοχή τῶν Σολεικιδῶν, ἐνῶ οἱ Ρωμαῖοι ὑπό τόν Πομπήϊο ἀνεκήρυξαν τήν Κιλικία ρωμαϊκή ἐπαρχία, μέ πρωτεύουσα τήν Ταρσό, ὅπου ἥδρευε ὁ ρωμαῖος ἐπίτροπος. Ἕνας ἀπό τούς ρωμαίους Ἐπιτρόπους ἦταν καί ὁ Κικέρων, τό 51 – 50 π.Χ. Στήν αὐτοκρατορική ἐποχή ἡ Ταρσός ἐγνώρισε ἐξαιρετική οἰκονομική καί πολιτιστική ἄνθιση, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Στράβωνος[8].

Μέ τήν Ταρσό συνδέεται τό ὄνομα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος, ὅταν κατέλαβε τήν πόλη θέλησε νά λουσθεῖ στόν Κύδνο, ἀσθένησε ὅμως σοβαρά κάι σώθηκε ἀπό τόν θάνατο χάρις στίς φροντίδες τοῦ ἰατροῦ του Φιλίππου. Ἐπίσης ἐδῶ ὑποδέχθηκε καί ὁ Μάρκος Ἀντώνιος τή βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου Κλεοπάτρα. Ἡ λάμψη τῆς πόλεως συνεχίστηκε καί κατά τούς μετά Χριστόν χρόνους, ἀφοῦ ἐδῶ ἀπέθανε ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας Τάκιτος (τόν Ἰούνιο τοῦ 276)  καί ἐδῶ ἐτάφη ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας Ἰουλιανός τόν Ἰούνιο τοῦ 363.

πολιτική ὀργάνωση τῆς Ταρσοῦ ἦταν καθαρῶς ἑλληνική. Ἡ πόλη ἦταν πρωτεύουσα τοῦ «κοινοῦ Κιλικίας», τοῦ ὁποίου προϊστατο ὁ «Κιλικάρχης». Ἡ Ταρσός ἦταν ἕδρα τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου, πού ὀνομαζόταν «κοινοβούλιον» καί ἡ πόλη ἀπεικονίζεται ἐνεπίγραφα σέ νομίσματα μέ γυναικεία μορφή. Ἐπειδή ἦταν μία ἐλεύθερη πόλη (urbs libera) καί οἱ ἀποφάσεις τοῦ κοινοβουλίου δέν ἐξηρτῶντο ἀπό τήν ἔγκριση τοῦ ρωμαίου ἐπιτρόπου, τό κοινοβούλιο συνήθως ἀναφερόταν ὡς «κοινοβούλιον ἐλεύθερον». Σέ νομίσματα συναντοῦμε ἐπίσης ἐπιγραφές μέ τά ὀνόματα «δῆμος» καί «βουλή». Ἡ συνέλευση τῶν πολιτῶν ὀνομαζόταν «ἐκκλησία». Ὁ ἀνώτατος ὑπάλληλος τῆς πόλεως ἦταν ὁ «δημιουργός», ἐπικουρούμενος ἀπό τόν «πρύτανι». Ἄλλοι ὑπάλληλοι ἦταν ὁ «γυμνασίαρχος», ὁ «σύνδικος», οἱ τέσσερις «γραμματεῖς» πού ἀπήρτιζαν ἕνα «συνέργιον», ὁ «στεφανηφόρος», πού ἦταν «ἱερεύς Ἡρακλέους».  Ὁ Δίων Χρυσόστομος[9] ἀναφέρει τούς «γέροντες» καί τούς «νέους», πού μαζί μέ τόν «δῆμο» καί τή «βουλή», ἀπαρτίζουν τήν «πολιτεία»[10]. Στήν πόλη ὑπῆρχαν κατά τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς «ἀγορά», «ἀγυιαί», «ὑπερῷα», «γέφυραι», «βαλανεῖα», «κρῆναι», «γυμνάσιον τῶν νέων», «παλαῖστραι», «στάδιον», «τά βασίλεια»[11].

Ἡ πόλη διακρινόταν γιά τήν ἔντονη πνευματική της ζωή. Ποικίλα πνευματικά, καλλιτεχνικά καί φιλοσοφικά ρεύματα καί κινήσεις διασταυρώνονταν ἐκεῖ, πού τίς μετέφεραν περιοδεύοντες καθηγητές, διδάσκοντας δημοσίως. Ἡ Ταρσός ἦταν ἕνα ἀπό τά πολλά πανεπιστημιακά κέντρα πού διαμορφώθηκαν στήν ἐποχή τῶν Πτολεμαίων καί τῶν Σελευκιδῶν, ὅπως ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ρόδος, ἡ Τύρος καί ἄλλες πόλεις τῆς Ἀνατολῆς[12]. Γιά τούς κατοίκους τῆς Ταρσοῦ ὁ Στράβων  ἀναφέρει ὅτι διεκρίνοντο γιά τή «σπουδή πρός τε φιλοσοφίαν καί τήν ἄλλην παιδείαν ἐγκύκλιον ἅπασαν»[13]. Ἡ Ταρσός ἦταν πατρίδα τοῦ στωϊκοῦ φιλοσόφου Ἀντιπάτρου τοῦ ὁποίου μαθητής ὑπῆρξε ὁ ἱστορικός Ἀπολλόδωρος τῶν Ἀθηνῶν. Ἦταν ἕδρα περίφημης ἀνώτατης σχολῆς φιλοσοφικῶν καί ρητορικῶν σπουδῶν, στήν ὁποία ἐδίδαξε, μεταξύ ἄλλων, ὁ Ἀρχίδαμος, πού ἵδρυσε στωϊκή σχολή στή Βαβυλώνα, καί ὁ βαθειά θαυμαζόμενος ἀπό τόν Σενέκα Ἀθηνόδωρος. Ἐπίσης, ἐδῶ ἀναδείχθηκαν οἱ γραμματικοί Ἀρτεμίδωρος καί Διόδωρος, ὁ τραγικός ποιητής Διονυσίδης καί πολλοί ἄλλοι.

Δικαίως λοιπόν ὁ γεωγράφος καί ἱστορικός Στράβων, σύγχρονος σχεδόν τοῦ Παύλου (ἀπέθανε το 28 π.Χ. περίπου) γράφει ὅτι «ὑπερβέβληται καί Ἀθήνας καί Ἀλεξάνδρειαν» (Γεωγρ. 15, 5, 13). Ἡ Ἀθήνα διατηροῦσε τότε τήν αἴγλη της ὡς κέντρο σοφίας, ἐνῶ ἡ Ἀλεξάνδρεια, δεύτερη μέγάλη πόλη τοῦ κόσμου τότε, μετά τή Ρώμη, μέ μισό ἑκατομμύριο κατοίκους (περίπου τόσους εἶχε καί ἡ Ἀντιόχεια, κοντά στήν Ταρσό), εἶχε τά οἰκονομικά μέσα νά συντηρεῖ καί νά πλουτίζει τήν περίφημη βιβλιοθήκη της καί νά διεκδικεῖ τά σκῆπτρα τῆς πόλεως τῶν φώτων ἀπό τήν Ἀθήνα. Καί ὅμως, κατά τή γνώμη τοῦ Στράβωνος, ἴσως καί μέ κάποια δόση ὑπερβολῆς, ἡ Ταρσός ἦταν ἀνώτερη. Καί ὁ Ξενοφών, πού τήν ὀνομάζει Ταρσούς, στόν πληθυντικό, τήν χαρακτηρίζει «πόλιν μεγάλην καί εὐδαίμονα» (Κύρου Ἀνάβ. 1, 2, 23).

Ἡ πόλη, πλήν τοῦ, ἀμφιβόλου προελεύσεως, ὀνόματός της, εἶχε καί πολλά ἄλλα, καθαρῶς ἑλληνικά ὀνόματα, ὅπως Ἄνδρασος, Κρανία, Ἱερά, Παρθενία, Ἀντιόχεια πρός τῷ Κύδνῳ καί Ἰουλιόπολις. Ἐπίσης προσέλαβε κατά καιρούς ὀνόματα πρός τιμήν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, πάντοτε ὅμως στήν ἑλληνική: Ἀδριανή, Κομμοδιανή, Σευκριανή, Ἀντωνεινιανή ἤ Ἀντωνιανή ἤ Ἀντωνιούπολις, Μακρεινιανή, Ἀλεξανδριανή, Γορδιανή. Τέλος, στό «κλασσικό» μεγάλο Λεξικό τῆς κλασσικῆς ἀρχαιολογίας τῶν Pauly – Wissowa ὑπάρχει στό σχετικό λῆμμα ἕνας μακρός κατάλογος μέ πλῆθος προσώπων, πού ἀναφέρονται στήν ἱστορία ἤ σέ νομίσματα καί ἐπιγραφές ὡς Ταρσεῖς. Μέ τήν ἐξαίρεση ἐλαχίστων (Ἰακώβ, Ἰωάννης, Πόπλιος, Ρουφεῖνος, Ρωμανός, Μαρκέλλα, πού ὅμως ἀποδίδονται μέ ἑλληνική μορφή ἤ ἑλληνικούς χαρακτῆρες), τά ὀνόματα αὐτά εἶναι ἑλληνικά[14].

Σμύρνη_181

Μέ ὅλα ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα, θελήσαμε νά καταδείξουμε, ὅτι ὁ πολιτισμός τῆς Μ. Ἀσίας τήν ἐποχή τοῦ Παύλου ἦταν ἑλληνικός. Στή συνέχεια θά ἐξετάσουμε, ἄν ὁ Παῦλος, πού κατήγετο ἀπό μιά αὐστηρή οἰκογένεια τῆς ἰουδαϊκῆς Διασπορᾶς (Β’ Κορ. 11, 22. Φιλιππ. 3, 5), ἦταν ἕνας συνήθης γνήσιος ἰουδαῖος, περιχαρακωμένος, ὅπως οἱ μέσος ἰουδαῖος τῆς ἐποχῆς, στίς δικές του παραδόσεις, ἀπομονωμένος καί μή μετέχων τοῦ μικρασιατικοῦ πολιτισμοῦ, ὁπότε θά ἦταν ἕνας «φιλοξενούμενος» ἁπλῶς στή Μ. Ἀσία, ἤ ἄν, ἀντίθετα, ἦταν ἐνσωματωμένος στόν πολιτισμό πού ἐπικρατοῦσε στή Μ. Ἀσία, ὁπότε θά ἦταν ἕνα γνήσιο τέκνο της, ἕνας σωστός Μικρασιάτης, ὅπως εἶναι καθένας πού εἶναι ἐνσωματωμένος στόν πολιτισμό τοῦ τόπου του καί τῆς ἐποχῆς του.

Τό ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν γεννημένος Ἰουδαῖος, καταγόμενος ἀπό τή φυλή Βενιαμίν, τό γράφει ὁ ἴδιος στίς ἐπιστολές του πρός τούς Ρωμαίους (1, 1) καί πρός τούς Φιλιππησίους (3, 5). Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν στήν ἀνθοῦσα ἰουδαϊκή κοινότητα τῆς πόλεως. Κατά κανόνα οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Διασπορᾶς σέ ἑλληνόφωνες χῶρες εἶχαν ἀφομοιωθεῖ γλωσσικά μέ τήν τοπική κοινωνία, γι’ αὐτό καί ὀνομάζονταν «Ἑλληνιστές» καί εἶχαν δικές τους συναγωγές. Εἶναι πιθανότατο νά συνέβαινε τό ἴδιο καί μέ τούς γονεῖς τοῦ Παύλου, ὁπότε ἡ μητρική γλῶσσα του δέν θά ἦταν ἡ ἑβραϊκή (ἀραμαϊκή), ἀλλά ἡ ἑλληνική. Ὅμως, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν εἶχε τήν ἑβραϊκή ὡς μητρική γλῶσσα, ἡ ἑλληνική ἀναμφίβολα θά ἦταν καί αὐτή, καί ἰδίως αὐτή, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἑβραϊκή, μητρική του γλώσσα, λόγῳ τοῦ περιβάλλοντος, στό ὁποῖο γεννήθηκε καί ἀνετράφη. Βέβαια, ὁ Παῦλος ἦταν γνώστης τῆς Ἑβραϊκῆς, τήν ὁποίαν, κι ἄν δέν τήν εἶχε μητρική, θά τήν ἔμαθε κατά τίς σπουδές του στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἐμαθήτευσε στή σχολή τοῦ πρίφημου νομοδιδάσκαλου Γαμαλιήλ (Πράξ. 22, 3), ἐγγονοῦ καί συνεχιστῆ τῆς παράδοσης τοῦ μεγάλου ραββίνου Χιλλέλ (50 π.Χ. – 10 μ.Χ.), τοῦ ὁποίου ἡ σχολή ἦταν ἡ μία ἀπό τίς δύο πύ ἤκμαζαν τήν ἐποχή ἐκείνη στήν Ἱερουσαλήμ. (Ἡ ἄλλη ἦταν ἡ τοῦ Σαμμαεί).

Ἡ στάση τῶν Ἰουδαίων ἀπέναντι στόν κρατοῦντα πολιτισμό ἐποίκιλλε. Στίς λαϊκές τάξεις ἡ ἐπίδρασή του ἦταν ἐπιφανειακή. Γενικά ἡ πεποίθηση, ὅτι ἀποτελοῦν τόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ, δημιούργησε στόν λαό ἕνα αἴσθημα ἀνωτερότητας, ἀναγκαῖο γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ συγχρωτισμός καί ἡ ἐπιμειξία καί τά ἐπακόλουθά τους. Τό αἴσθημα αὐτό σέ εὐρέα στρώματα τοῦ λαοῦ μετετράπη σέ μῖσος κατά τῶν ἐθνικῶν, ἤτοι τῶν εἰδωλολατρῶν, πού ἔχει τίς ρίζες του στήν ἐποχή τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας. Γι’ αὐτούς ἴσχυε τό «πᾶς μή Ἰουδαῖος, σκύλος», δηλαδή ἀκάθαρτος. Τό νά συντρώγει μέ αὐτόν, νά εἰσέρχεται στό σπίτι του, γενικά κάθε συναλλαγή μαζί του, ἐμόλυνε τόν Ἰουδαῖο, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά καθαριστεῖ μέ ὁρισμένο τελετουργικό (βλ. Ἰω. 18, 28. Πράξ. 10, 28. 11,3). Ἀκόμη, ὅταν εἰσήρχετο στόν ἅγιο τόπο τῆς Παλαιστίνης ἀπό μία ἐθνική χώρα, ἔπρεπε νά τινάξει καί τή σκόνη ἀπό τά ὑποδήματά του. Ὅλα αὐτά βέβαια οἱ ἐθνικοί τά ἀντιλαμβάνονταν καί τά ἀντιμετώπιζαν μέ εἰρωνεία καί περιφρόνηση.

Παράλληλα ἡ ἀνώτερη τάξη, ἡ ἀριστοκρατία, «εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἐπηρεασθεῖ ἀπό τούς ἕλληνες, εἶχε σχεδόν ἐξελληνισθεῖ. Οἱ ἄρχοντες εἶχαν ἑλληνική μόρφωση καί προῆγαν συνήθως τόν ἑλληνικό πολιτισμό παρά τίς λαϊκές ἀντιδράσεις. Οἱ ἑλληνόφωνοι σύχναζαν συχνά στά θέατρα καί συμμετεῖχαν στίς ἑορτές καί στούς ἀγῶνες.  Ἀπό τούς ἑλληνόφιλους προῆλθε ἡ τάξη τῶν Σαδδουκαίων, στήν ὁποία ἀνῆκε κυρίως ἡ ἱερατική ἀριστοκρατία.

Στόν ἀντίποδα τῶν ἑλληνοφίλων εὑρίσκοντο οἱ ἀκραῖοι ἐθνικιστές, οἱ Χασιδείμ ἤ, ἐξελληνισμένα, Ἀσιδαῖοι. Ἀπό αὐτούς προῆλθαν τόν β΄ αἰώνα π.Χ. οἱ Φαρισαῖοι (ἑβρ. Περουσείμ), πού σημαίνει ἀποχωρισμένοι (ἀπό τούς ἄλλους).  Αὐτοί θεωροῦσαν ὅτι δέν ἦσαν «ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. 18, 11), ἐπειδή τηροῦσαν αὐστηρότερα καί σχολαστικότερα τίς τυπικές διατάξεις τοῦ Νόμου. Οἱ Φαρισαῖοι ἦταν ὁ κύριος μοχλός τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μακκαβαίων (165 π.Χ.) κατά τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ἐπεκράτησε ἡ ἐπανάσταση καί μέχρι τήν κατάλυση τοῦ ἰουδαϊκοῦ κράτους ἀπό τόν ρωμαῖο Πομπήϊο τό 63 π.Χ., ἡ ἰσχύς τῶν Φαρισαίων αὐξήθηκε σημαντικά, ἔφθασε δέ στόν μέγιστο βαθμό ἐπί βασιλείας Ἀλεξάνδρας – Σαλώμης (76 -67 π.Χ.).

Στήν τάξη τῶν Φαρισαίων προσῆλθε καί ὁ Παῦλος (Πράξ. 23, 6. 26, 5. Φιλιππ. 3, 5), ὅπως Φαρισαῖος ἦταν καί ὁ πατέρας του καί πιθανῶς οἱ πρόγονοί του. Τήν ἰδιότητα αὐτή δέν τήν ἀποκτοῦσε κανείς μέ σπουδές, ἀλλά μέ τή θέληση νά ἀκολουθήσει τόν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς καί σκέψεως.

Αὐτά εἶναι τά δεδομένα γιά τόν Ἰουδαῖο Παῦλο. Ἄν αὐτά εἶχαν ἐπηρεάσει, ὅπως εἴπαμε, τόν τρόπο σκέψεως καί ζωῆς τοῦ Παύλου, ὁ Παῦλος δέν θά ἦταν ὁ μικρασιάτης Παῦλος. Θά ἦταν, ὅπως εἴπαμε, ἕνα ἀπό τά πολλά μέλη μιᾶς κοινότητας, πού ζοῦσε ἀπομονωμένη μέσα σ’ ἕνα ξένο περιβάλλον. Ὅμως, τά δεδομένα δίνουν μιάν ἄλλην εἰκόνα γιά τόν Παῦλο. Ἄν ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι ἀντιπροσωπευτική τοῦ μέσου Ίουδαίου τῆς Ταρσοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δέν τό γνωρίζουμε.

Ἄς δοῦμε τώρα τήν εἰκόνα αὐτή τοῦ μικρασιάτη Παύλου, βάσει τῶν δεδομένων πού τή συνθέτουν.

Ἔχουμε λοιπόν, πρῶτο δεδομένο, τήν πόλη στήν ὁποίαν γεννήθηκε καί τῆς ὁποίας τή γλώσσα πρωτομίλησε, στήν ὁποία μεγάλωσε καί πῆρε τή βασική μόρφωση, τήν πόλη ὅπου ἀνέπνευσε τόν ἀέρα τοῦ πολιτισμοῦ της, μέ τόν τρόπο ζωῆς τῆς ὁποίας ἐξοικειώθηκε, καί τῆς ὁποίας τήν παιδεία δέχθηκε. Γι’ αὐτήν τήν πόλη δηλώνει ὁ Παῦλος μέ καύχηση: «ἐγώ ἄνθρωπος μέν εἰμί Ἰουδαῖος Ταρσεύς, οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης» (Πράξ. 21, 39). Ἡ Ταρσός, ὅπως λεπτομερῶς ἐκθέσαμε, σταυροδρόμι γιά χιλιετίες πολιτισμικῶν ρευμάτων ἀνάμεσα σέ Ἀνατολή καί Δύση, ὑπῆρξε τήν ἐποχή του, ὅπως εἴδαμε, μιά καθαρά ἑλληνική πόλη, μέ πολλούς αἰῶνες ἱστορίας ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, μέ γλῶσσα, ἤθη καί ἔθιμα, θρησκεία, τρόπο ζωῆς καί πολιτική ὀργάνωση ἑλληνική. Ὅσο κι ἄν ἡ θρησκεία τῶν Ἑβραίων θά ἤθελε ἤ θά μποροῦσε νά περιχαρακώσει καί ἀπομονώσει τά μέλη της προστατεύοντάς τα ἀπό ξένες ἐπιδράσεις, ἡ ὄσμωση στήν καθημερινή ζωή ἦταν καταφανής, καί δέν μποροῦμε νά φανταστοῦμε ὅτι ἡ ἔντονη πνευματική κίνηση τῆς πόλης καί οἱ φιλοσοφικές καί πολιτιστικές γενικά ζυμώσεις σέ αὐτήν θά ἄφηναν ἀνεπηρέαστο ἕνα πνεῦμα σάν αὐτό τοῦ Παύλου. Ἐξ ἄλλου ἡ Ταρσός ἦταν ἕνα ἀπό τά κέντρα τοῦ συγκρητισμοῦ, ὅπου ἡ ἀνάμειξη στοιχείων ἀπό διάφορες θρησκεῖες δημιουργοῦσε ἕνα ἀμάλγαμα ἰδεῶν, πού ἐπηρέαζε τήν ὅλη πολιτιστική ζωή τῆς πόλης.

Δεύτερον, τά συγγράμματά του, δηλαδή οἱ ἐπιστολές του, πού εἶναι παράλληλα καί ἐμβριθεῖς διατριβές, εἶναι γραμμένα στήν ἑλληνική γλώσσα, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ σωστά καί τῆς ὁποίας ἀποδεικνύεται ἐγκρατέστατος καί βαθύς καί ἀκριβής γνώστης. Αὐτό προϋποθέτει, ὅτι μιλοῦσε καί σκεφτόταν ἑλληνικά, ἔχοντας τήν ἑλληνική ὡς μητρική του γλώσσα καί ὅτι στό σπίτι του οἱ οἰκεῖοι του θά μιλοῦσαν ἀσφαλῶς ἑλληνικά. Τήν ἀραμαϊκή, τή γλώσσα πού ὁμιλοῦσαν τότε οἱ Ἑβραῖοι, ἄν δέν τήν κατεῖχε ὡς δεύτερη μητρική γλώσσα, γιά τούς λόγους πού ἐξεθέσαμε παραπάνω, ὁ Παῦλος θά τήν ἔμαθε κατά τήν περίοδο τῶν σπουδῶν του στήν Ἱερουσαλήμ. Φυσικά, ὅμως, ὡς Φαρισαῖος καί υἱός Φαρισαίου, θά εἶχε διδαχθεῖ τήν ἑβραϊκή γλώσσα τῆς Βίβλου. Πάντως στίς ἐπιστολές του χρησιμοποιεῖ τήν Ἁγία Γραφή (τήν Παλαιά Διαθήκη δηλαδή) στήν ἑλληνική της μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο’) καί ὄχι στό ἑβραϊκό πρωτότυπο. Παράλληλα, οἱ σχετικές ὑφολογικές ἔρευνες κατέδειξαν, ὅτι, ἄν καί ἐπηρεασμένος ὁ Παῦλος ἀπό τό ὕφος τῶν Ἑβδομήκοντα, κατέχει ἐξ ἴσου καλά καί τή λόγια, ἀλλά καί τήν ὁμιλουμένη ἑλληνική γλώσσα τῆς ἐποχῆς του[15].

Τρίτον, ἀπό τίς ἐπιστολές του ἀποδεικνύεται διά πολλῶν στοιχείων ὅτι δέν ἦταν ἄγευστος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Ἔτσι, βλέπουμε στίς ἐπιστολές του ἀναφορές χωρίων τοῦ Ἀράτου (Πράξ. 17, 28), τοῦ Μενάνδρου (Α’ Κορ. 15, 33) καί τοῦ Ἐπιμενίδη (Τίτ. 1, 12). Ἀπό τίς ἐπιστολές του τεκμαίρεται ἐπίσης ἡ γνώση, στοιχείων ἔστω, τῆς Διατριβῆς, τοῦ δημώδους φιλοσοφικοῦ κηρύγματος τῆς ἐποχῆς,  ἀλλά καί τῆς στωϊκῆς φιλοσοφίας, ὅπως καταφαίνεται ἀπό τή χρήση λέξεων προσφιλῶν στούς στωϊκούς, π.χ. ἐλευθερία, συνείδησις, ἀρετή, φύσις κ.λπ.. Ἐξ ἄλλου ἡ πλήρης κατοχή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τοῦ ἐπιτρέπει νά κάνει χρήση ρητορικῶν σχημάτων[16], πράγμα πού ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν γνώστης τῆς ἀρχαίας ρητορικῆς τέχνης, ἀλλά καί παροιμιωδῶν φράσεων (Α΄Κορ. 15, 33. Τίτ. 1, 12. Πρβλ. Πράξ. 17, 28. 26, 14).

Εἶναι καταφανές λοιπόν, ὅτι, ὁ ἰουδαῖος τό γένος Παῦλος, ἰουδαϊκά πεπαιδευμένος καί βαθύς γνώστης τοῦ νόμου καί τῆς Γραφῆς, δέν ὑστεροῦσε καθόλου τῶν συμπατριωτῶν του Ταρσέων στήν κρατοῦσα παιδεία τῆς ἐποχῆς του.

Συμπερασματικά, ἡ μετοχή τοῦ Παύλου στήν ἑλληνική παιδεία τοῦ δίνει τό προνόμιο καί τό δικαίωμα νά ἵσταται ἰσότιμα πρός τούς ἄλλους μικρασιάτες τῆς Ταρσοῦ, ὡς μετέχων τῆς αὐτῆς παιδείας, κατά τή γνωστή ρήση τοῦ Ἰσοκράτη: «ἡ πόλις ἡμῶν…τό τῶν ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλά τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καί μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τούς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἤ τούς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας» (Πανηγυρ. 4, 50, 7). Δηλαδή, κατά τόν Ἰσοκράτη, τό ὄνομα «Ἕλληνας» δέν ἀναφέρεται στήν καταγωγή, ἀλλά στόν νοῦ, καί Ἕλληνας εἶναι ὅποιος μετέχει στόν ἑλληνικό πολιτισμό. Αὐτό ταιριάζει ἀπόλυτα στόν Παῦλο, πού μετεῖχε στόν ἐπικρατοῦντα τότε πολιτισμό στή Μικρά Ἀσία.

Σμύρνη_356

Παναγιώτατε

Κάθε ἐποχή, κάθε χώρα, κάθε πολιτισμός, ἔχει νά παρουσιάσει μεγάλους ἄνδρες, πού ἄφησαν τή σφραγίδα τους στήν ἱστορία. Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ τιτάνες, πού ἄλλαξαν κυριολεκτικά τόν ροῦν τῆς ἰστορίας, γιατί δημιούργησαν οἱ ἴδιοι τήν ἱστορία.

Μέ τή γραφίδα ἤ τό ξίφος· μέ τόν χρωστήρα ἤ τή σμίλη, σοφοί ἤ στρατηλάτες, ἐπιστήμονες καί καλλιτέχνες, ἔπλασαν τόν κόσμο πού ζοῦμε σήμερα. Πρῶτος στούς πρώτους, ὁ Παῦλος. Μέ τή φλόγα τῆς πίστεως καί τῆς καρδιᾶς τό πύρωμα, σμίλεψε ἀθόρυβα τή νέα κοινωνία, ἔθεσε τίς βάσεις ἑνός καινούργιου κόσμου.

Παναγιώτατε, κυρίες καί κύριοι,

ἔχουμε τήν τιμή νά πατοῦμε αὐτά τή στιγμή τά χώματα ἑνός εὐλογημένου τόπου. Ἑνός τόπου πού πλημμυρίζει ἀπό ἱστορία καί πολιτισμό.  Κάθε ἐποχή καί κάθε πολιτισμός ἄφησε τήν ἀνεξίτηλη σφραγίδα του στόν ἱερό αὐτόν χῶρο. Μορφές πέρασαν ἀπό δῶ, πού χάραξαν δρόμους μέ τή σκέψη τους, τήν τέχνη τους, τά δημιουργήματά τους, τίς συγγραφές τους, τίς πράξεις καί τά κατορθώματά τους. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς ἦταν ὁ Παῦλος. Περπάτησε στά μονοπάτια καί χάραξε λεωφόρους. Ξεκίνησε ρυάκι κι ἔγινε χείμαρρος καί καταρράκτης. Ὁ ἀντίλαλος τῆς ἐκκωφαντικά ἀθόρυβης ἐποποιΐας τῆς ζωῆς του ἀντηχεῖ μέ ἀμείωτη ἔνταση ὡς σήμερα.

Κυρίες καί κύριοι,

Αὐτόν τόν γίγαντα τόν γέννησε ἡ γῆ αὐτή. Αὐτός εἶναι ὁ μέγας Παῦλος, ὁ Μικρασιάτης.

Σμύρνη_428

[1] Fr. Schachermeyr, Kleinasien, στό: Der Kleine Pauly, Lexikon der Antike 3, Stuttgart 1969, στ. 230 -231. Γιά ὅλα τά λήμματα, γιά τά ὁποῖα ἡ παραπομπή γίνεται στό Der kleine Pauly, ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά βρεῖ περισσότερα ἀκόμη στοιχεῖα στό μεγάλο πολύτομο λεξικό τῶν Pauly – Wissowa (ἰδ. κατωτ. σημ. 7) τοῦ ὁποίου τό Der kleine Pauly ἀποτελεῖ ἐπιτομή σέ 5 τόμους.

[2] Kolonisation, στό Der klaine Pauly III, Stuttgart 1969, στ. 273.

[3] Eckart Olshausen, Tarsos, στό: Der Kleine Pauly, Lexikon der Antike. τ. 5, München, 1975, στ. 529.

[4] 14, 673.

[5] Ἐθνικά (ἐπιτομή), p. 605.

[6] or. 33, 16. 41.

[7] Ed. Meyer, στό Paulys Realencyclopādie der classichen Altertumswissenschaft, Neue  Bearbeitung begonnen von Georg Wissowa, Β’ σειρά, 8ος ἡμίτομος, Stuttgart, 1932, στ.  2416 (στό ἑξῆς: Pauly – Wissowa). Περισσότερα βλ. Γ.Α.Γαλίτη, Παῦλος, ἐκδόσεις Ἀστερισμός – Λίζα Ἔβερτ, 2000, ἀπ’ὅπου ἔχουν ληφθεῖ μερικές παράγραφοι τῆς παρούσης εἰσηγήσεως.

[8] Βλ. Eckart Olshausen, Tarsos, στό Der Kleine Pauly τ. V, ὅπ. στ. 529 -530.

[9] or. 34, 16. 21.

[10] Βλ. περισσότερα στό: Pauly – Wissowa, ὅ.π. στ. 2426 – 2432.

[11] Βλ. παραπομπές ὅ.π. στ. 2436.

[12] J. Holzner, Παῦλος, σ. 23.

[13] 14, 5, 13.

[14] PaulyWissowa, ὅ.π. στ. 2433 – 2434.

[15] Βλ. J. Holzner, Παῦλος, μετάφρ. Ἱερώνυμος Κοτσώνης, Ἀθῆναι 1948, σελ. 22.

[16] Ν. Ι. Λούβαρι, Παῦλος, στή Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, ἐκδ. Πυρσός, τ. 19, σελ. 813.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.