Κωνσταντίνος Νικολακόπουλος, οι εκκλησίες των επιστολών της Αποκαλύψεως

Σμύρνη_177

Η εισήγηση του Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου στο Β Αγιολογικό Συνέδριο της Σμύρνης με θέμα: Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Ιωνία και οι βιβλικοί άγιοι (7-9/02/2016)

Εἰσαγωγικά

Ἀναφορικά μέ τό χαρακτηρισμό καί τήν ὑπομνημάτιση τοῦ τελευταίου βιβλίου τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχουν γραφεῖ ἀνά τούς αἰῶνες πολυάριθμες γνῶμες καί ἰσχυρισμοί. Πῶς ἄραγε νά ἀντιμετωπίσωμε, νά μελετήσωμε καί νά ἑρμηνεύσωμε τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη; Πρόκειται γιά ἕνα προφητικό κείμενο, πού προσπαθεῖ νά ἀποκρυπτογραφήσει τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας ἤ γιά ἕνα ἀποκαλυπτικό μανιφέστο, πού φιλοδοξεῖ νά ἀφυπνίσει τούς καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ὑπνοῦντας; Ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα ὁραματικό χρησμό, ὁ ὁποῖος ἀγνοώντας τά σύγχρονα δεδομένα ἐπιδιώκει νά προσδώσει προφητικές διαστάσεις στά μέλλοντα συμβαίνειν; Ἤ μήπως πάλι πρόκειται γιά ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο μέσα σέ ἕνα πλουσιώτατο λειτουργικό ὑπόβαθρο ἀποτελεῖ ἀναμφίβολη ἱστορική μαρτυρία (καί διαμαρτυρία) ἑνός αὐτόπτη μάρτυρα γιά τήν ἐποχή πού συνεγράφη;

Παρά τό ὅτι δέν ἀποτελεῖ τόν τελικό σκοπό αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου ἡ ἀναλυτική ἀπάντηση καί τοποθέτηση στά ἀνωτέρω ἐρωτήματα, θά μποροῦσε κανείς νά ἰσχυρισθεῖ (βασιζόμενος καί στίς μελέτες τῶν τελευταίων δύο αἰώνων) ὅτι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη ἐμπεριέχει ψήγματα ὅλων τῶν ἤδη ἀναφερθέντων χαρακτηριστικῶν. Ἄρα δέν ἐμπίπτει κανείς σέ σφάλμα, ἐάν ἰσχυρισθεῖ ὅτι αὐτό τό ἰδιαίτερο κείμενο τοῦ κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης (τοὐλάχιστον χωροχρονικά) ἐμπεριέχει ἀναμφισβήτητα τόσο συγχρονικά ὅσο καί διαχρονικά στοιχεῖα καί ἄρα ἀφορᾶ τόσο τήν ἐποχή συγγραφῆς του ὅσο καί τό μέλλον τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς ἀνθρωπότητας.

Στά πλαίσιο τῆς παρούσας μελέτης θά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ὑπογράμμιση τοῦ συγχρονικοῦ, δηλαδή ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς Ἀποκάλυψης, τό ὁποῖο ἀσφαλῶς προκύπτει ἀπό ἀρκετές διηγήσεις καί σκηνές τοῦ βιβλικοῦ κειμένου. Ἐμεῖς ὅμως θά περιορισθοῦμε καί θά προσανατολισθοῦμε σέ ἕνα ἀπό τά ὀφθαλμοφανέστατα δεδομένα τῆς ἱστορικότητας τῆς Ἀποκάλυψης: στίς ἑπτά Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται ὀνομαστικά ὡς παραλήπτριες τῶν ἰσαρίθμων ἐπιστολῶν στά κεφάλαια 2-3.

Σμύρνη_398
Ἡ Μικρά Ἀσία τῆς Ἀποκαλύψεως καί τό ἱστορικό ὑπόβαθρο

Καί οἱ ἑπτά πόλεις τῶν ἰσαρίθμων ἐπιστολῶν δημιουργοῦν καί οὐσιαστικά ἀποτελοῦν τόν κυρίως κορμό τῆς λεγομένης δυτικῆς ἤ ἐγγύς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅρος ἀσφαλῶς ἀρκετά μεταγενέστερος τῶν χρόνων τῆς Ἀποκαλύψεως. Πρόκειται οὐσιαστικά γιά ἐκείνη τή γεωγραφική περιοχή, ἡ ὁποία ἀπό τό 129 π.Χ. ἀπετέλεσε τή ρωμαϊκή ἐπαρχία μέ τήν ὀνομασία «Ἀσία» καί στήν ὁποία συναντήθηκαν στήν ἀλεξανδρινή ἑλληνιστική περίοδο ἰδιαιτέρως δυναμικά Ἀνατολή καί Δύση.

Πρίν ὅμως ἀναφερθοῦμε στά χαρακτηριστικά τῆς ἑκάστοτε Ἐκκλησίας ἐκ τῶν ἑπτά ἐπιστολῶν τῆς Ἀποκαλύψεως, ἄς προσπαθήσωμε νά σκιαγραφήσωμε τά ἱστορικά καί θρησκευτικά δεδομένα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τόν 1ο μ.Χ. αἰώνα. Εἶναι ἀναμφισβήτητο τό γεγονός, ὅτι οἱ πρῶτοι ὁπαδοί τοῦ πρώιμου Χριστιανισμοῦ συνάντησαν καί βρέθηκαν ἐξ ἀρχῆς ἀντιμέτωποι μέ ἕνα ἀρκετά πολυδιάστατο καί πολύχρωμο θρησκευτικό μωσαϊκό στό χῶρο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Ὅπως στήν εὐρύτερη ἑλληνιστική αὐτοκρατορία, ἔτσι καί στήν περιοχή τῆς Μικρᾶς Ἀσίας παρατηρεῖται μέν ἤδη ἀπό τούς τελευταίους προχριστιανικούς αἰῶνες ἡ σαφής ἐπικράτηση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, αὐτό ὅμως δέν ἐμποδίζει τήν παράλληλη δραστηριοποίηση μιᾶς διαδικασίας ἑνοποίησης καί συγχώνευσης πολυάριθμων λοιπῶν πολιτιστικῶν δεδομένων. Ἰδιαιτέρως δέ ἡ διπλωματικά ἐνεργούμενη ἀμυντική πολιτική καί ἡ σχετικά μακρά εἰρηνική περίοδος, πού ἐπικράτησε κατά τή βασιλεία τοῦ ρωμαίου αὐτοκράτορα Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), συνέβαλαν κατά πολύ στήν ἐξάπλωση τοῦ πολιτιστικοῦ καί θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ. Τό ὅλον πολιτικό κλίμα ἐδημιουργοῦσε στούς πολῖτες ὁλοέν καί περισσότερο τό αἴσθημα τῆς ἑνότητας καί ἀσφάλειας καί ἕνα ἑνιαῖο κοσμοπολίτικο πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐκφραζόταν σέ πολυπολιτισμικές ανταλλαγές τοῦ τύπου «δίδειν καί λαμβάνειν».

Αὐτό τό δεδομένο ἴσχυε ἀσφαλῶς καί στό θρησκευτικό τομέα, ὅπου σύν τῷ χρόνῳ στούς Θεούς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς Θρησκείας προσετέθηκαν κι ἄλλοι νέοι Θεοί, τῶν ὁποίων ἡ λατρεία ἐξαπλώθηκε ἐξ ἴσου δυναμικά. Ἰδιαίτερη προτίμηση καί ἐξάπλωση γνώρισαν διάφορες μυστηριακές λατρεῖες, οἱ ὁποῖες ἐμφανίστηκαν δίπλα στά ἤδη παλαιά καί γνωστά Ἐλευσίνεια καί Διονυσιακά Μυστήρια. Τά νέα αὐτά Μυστήρια ἐπεδίωξαν νά ἱκανοποιήσουν τήν  ἀνάγκη  τῶν  ἀνθρώπων  γιά  ἐθιμική  καί  ἠθική καθαρότητα  καί  ἕνωση  μέ  τό  θεῖο στοιχεῖο, ὑποσχόμενα νέα, ἀνακαινισμένη ζωή καί βαθύτερη γνώση, ἡ ὁποία ἐχορηγεῖτο καί μέσῳ ἐκστατικῶν καταστάσεων.

Ἡ Μικρά Ἀσία ἀπεδείχθη ἰδιαίτερα εὐπρόσδεκτος χῶρος εἰσδοχῆς νέων μυστηριακῶν καί ἐν γένει θρησκευτικῶν ρευμάτων. Ἀπό τήν Αἴγυπτο εἰσήχθη στή Μικρά Ἀσία ἡ λατρεία τοῦ θεοῦ Ὄσιρι (κατά μερικούς ἐταυτίζετο μέ τό Σέραπη) καί τῆς θεᾶς Ἴσιδος, τήν ὁποία οἱ ἕλληνες τήν ἐξομοίωναν ἄλλοτε μέ τή Δήμητρα, ἄλλοτε μέ τήν Ἤρα ἤ ἀκόμα καί μέ τήν Ἀφροδίτη. Ἐπίσης στή Μικρά Ἀσία καταγράφεται ἡ εἰσαγωγή ἀπό τή Συρία τῆς λατρείας τοῦ θεοῦ Ἄδωνι, ὁ ὁποῖος προερχόμενος οὐσιαστικά ἀπό τήν ἑλληνική μυθολογία ἐπανεισῆλθε ὑπό τή συριακή ὀνομασία Θαμμούζ (βλ. Ὠριγένους, Ἐκλογαὶ εἰς τὸν Ἰεζεκιὴλ 13,797), ἐνῷ στή χανανιτική λατρεία ἐταυτίζετο μέ τόν Βάαλ. Ἀξιοσημείωτη ἐπίσης ἀπό τή βόρεια συριακή πόλη Ἱεράπολη εἶναι ἡ εἰσαγωγή στή Μικρά Ἀσία τῆς γυναικείας θεότητας τῆς γονιμότητας γνωστῆς ὡς Dea Syria ἤ ἄλλως Ἀταργάτης, τῆς ὁποίας ἡ ἐκστατική λατρεία ἔγινε εὐρύτερα γνωστή μέσα ἀπό τό ἔργο τοῦ Λουκιανοῦ Σαμοσατέως «Περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ» (De Syria Dea). Ἡ θεά αὐτή στή ρωμαϊκή ἐποχή εἴτε ἐταυτίσθη εἴτε ἐπαραλληλίσθη εἴτε ἀκόμη ἐθεωρήθη ὡς ἀδελφή τῆς θεᾶς Κυβέλης. Ὅπως καί νά ἔχει, εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός, ὅτι ἡ εἰσαγωγή τῆς  συριακῆς  αὐτῆς  παραλλαγῆς  ἐνίσχυσε καί ἐγκαθίδρυσε δυναμικότερα τή λατρεία τῆς ὡς προϊστορικῆς θεωρούμενης μικρασιατικῆς θεᾶς Κυβέλης, ἡ ὁποία ἐλατρεύετο τόσο στίς μεγάλες πόλεις τῶν Μικρασιατικῶν παραλίων τῆς Ἰωνίας (Ἔφεσος, Σμύρνη, Μίλητο κλπ.), ὅσο καί κυρίως στήν περιοχή τῆς Φρυγίας, ὅπου ἐντοπίζεται τό κέντρο λατρείας της. Ἐπίσης στόν εὐρύτερο χῶρο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί σέ συνδυασμό μέ τήν Κυβέλη ἐντοπίζεται καί ἡ λατρεία τοῦ νεαροῦ θεοῦ ττι, ὁ ὁποῖος συμβόλιζε τή βλάστηση και τήν καταστροφή τῆς φυτικῆς ζωῆς. Μέσα σ’ αὐτό τό πολυθρησκευτικό μωσαϊκό εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέρον τό γεγονός, ὅτι μόνο ἡ λατρεία τοῦ περσικοῦ θεοῦ Μίθρα φαίνεται νά μήν ἔχει διαδοθεῖ ἰδιαίτερα στό χῶρο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Ἡ εὐρεία διάδοση καί ἰσχύς τοῦ πολυθεϊσμοῦ στίς πολυποίκιλες μορφές του στή Μικρά Ἀσία διαφαίνεται ἀσφαλῶς καί μέσα ἀπό ἀρκετά χωρία τῆς καινῆς Διαθήκης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ ἀναφορά τῶν Πράξεων στό 19ο κεφάλαιο, ὅπου γίνεται λόγος γιά τή λατρεία «τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος … ἣν ὅλη ἡ Ἀσία καὶ ἡ οἰκουμένη σέβεται» (Πρ 19,27). Ἡ Ἔφεσος λοιπόν χαρακτηρίζεται ὡς ἱερά προστάτις τῆς Ἀρτέμιδος καί τοῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντος εἰδώλου της (νεωκόρον οὖσαν τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος καὶ τοῦ διοπετοῦς – Πρ 19,35). Φυσική συνέπεια ὅλων αὐτῶν ἦταν καί ἡ ἔξαρση  τῆς μαγείας μαζί μέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς δεισιδαιμονίας καί τῶν προκαταλήψεων. Κατά τήν πολυετή δράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν Ἔφεσο  προσῆλθαν στή χριστιανική πίστη πολλοί πρώην μάγοι κι ἐξορκιστές, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μέ σχετική ἀναφορά τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, σέ δημόσια ἔνδειξη τῆς μεταμέλειάς των κατέκαυσαν πολλά  καί πανάκριβα βιβλία συνολικῆς ἀξίας 50.000 ἀργυρῶν δραχμῶν (Πρ 19,18-19).

Πέρα ἀπό τή μαγεία καί τή δεισιδαιμονία ἦταν πολύ διαδεδομένη ἐπίσης καί ἡ ἀστρολογία. Οἱ ἐνασχολούμενοι μέ αὐτήν προσπαθοῦσαν μέσα ἀπό τά οὐράνια ἄστρα, τούς πλανῆτες καί τίς κινήσεις τους νά ἀποκωδικοποιήσουν καί ἐξηγήσουν διάφορα ἐπίγεια γεγονότα. Ἀσφαλῶς ἐδίδετο μεγάλη σημασία στά ὄνειρα καί βεβαίως ἀνθοῦσε περαιτέρω ἡ ἐκ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας προερχομένη μαντική τέχνη. Οἱ ἄνθρωποι ἐφοβοῦντο τά κακά πνεύματα καί τούς μοχθηρούς δαίμονες καί ἔκαναν ὅ,τι ἦταν δυνατόν ὥστε νά προστατευθοῦν άπό τίς ἐπιθέσεις των. Ἀναμφισβήτητα ἡ θρησκευτικότητα καί ἡ λατρεία τῶν θεῶν ἀποτελοῦσε ἀναπόσπαστο τμῆμα καί τῆς κρατικῆς πολιτικῆς, τό κράτος ὅμως ἀνεχόταν μόνο ἐκεῖνες τίς λατρεῖες πού τό ἴδιο εἶχε ἀναγνωρίσει. Στή ρωμαϊκή ἐποχή εἶναι γνωστό ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ αὐτοκράτορες ἀπαιτοῦσαν νά λατρεύονται ὡς θεϊκές ὀντότητες. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀποθέωση, ἡ ὁποία ἀπεδόθη στόν Ὀκταβιανό Αὔγουστο μετά θάνατον, ἄς σημειωθεῖ δέ ὅτι ὁ πρῶτος ναός πρός τιμήν του ἀνηγέρθη στήν Πέργαμο. Τήν ἴδια ἀποθέωση ἀπαίτησαν περαιτέρω – σ’ αὐτή τήν περίπτωση μάλιστα ἐν ζωῇ – καί οἱ αὐτοκράτορες Καλλιγούλας, Νέρων καί Δομιτιανός.

Σμύρνη_348

Ἡ εὐνοϊκή γεωγραφική θέση τῆς δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὡς σταυροδρόμι εἶχε ἑλκύσει ἀσφαλῶς καί πολλούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ὡς ἰουδαϊκή Διασπορά μέ ἔντονες ἑλληνιστικές ἐπιρροές ἦταν ὀργανωμένοι σέ κλειστές κοινότητες μέ συναγωγή ἤ οἶκο λατρείας καί ζοῦσαν σύμφωνα μέ τό μωσαϊκό νόμο, ἀποκομμένοι ἀπό τούς ἐθνικούς καί λοιπούς εἰδωλολάτρες. Ἡ συνεπής εὐσεβής ζωή τους εἶχε πολλές φορές ὡς ἀποτέλεσμα νά προσέρχονται στόν Ἰουδαϊσμό διάφοροι ἐθνικοί προσήλυτοι, οἱ ὁποῖοι ἐνσωματώνονταν ἀκολουθώντας μία λιγώτερο αὐστηρή μορφή θρησκευτικῆς ζωῆς, ἀσπαζόμενοι ἁπλῶς τόν ἰουδαϊκό μονοθεϊσμό καί τά ἠθικά προστάγματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, χαρακτηριζόμενοι ὡς «θεοσεβούμενοι» (πρβλ. Πρ 13,43). Βεβαίως ὑπῆρχαν καί οἱ ριζοσπαστικοί προσήλυτοι, οἱ ὁποῖοι ἐγίνοντο πλήρη μέλη τῶν ἰουδαϊκῶν κοινοτήτων μέσῳ περιτομῆς καί βαπτίσματος. Ἀναμφισβήτητα ἀκόμη καί στήν ἰουδαϊκή Διασπορά ἦταν πολύ ἔντονη καί ζωντανή ἡ προσμονή ἑνός Μεσσία. Ἡ σχετική διδαχή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὅτι σύντομα θά ἐρχόταν ὀπίσω του ὁ  ἰσχυρότερός  του (Μκ  1,7  ἑξ.  παρ., Ἰω  1,19-34),  εἶχε δημιουργήσει σέ πολλά μέρη ὁμάδες καί κοινότητες μαθητῶν τοῦ Προδρόμου. Χαρακτηριστικά οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (19,1-7) περιγράφουν πολύ γλαφυρά τή μεταστροφή καί τό ὁμαδικό ἐν Χριστῷ βάπτισμα ἐκ μέρους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μιᾶς ὁμάδας δώδεκα μαθητῶν τοῦ Προδρόμου στήν πόλη τῆς Ἐφέσου.

Αὐτή περίπου θά πρέπει νά ἦταν ἡ εἰκόνα τοῦ πολυποίκιλου καί πολύχρωμου θρησκευτικοῦ μωσαϊκοῦ, πού συνάντησαν οἱ χριστιανοί τόν 1ο μ.Χ. αἰῶνα στή Μικρά Ἀσία. Παρά τό ὅτι στό ὅλον πολιτιστικό καί θρησκευτικό περιβάλλον αὐτῆς τῆς περιοχῆς ὑπῆρχε ὄντως πολυφωνία καί πλουραλισμός, διαπιστώνεται ἐν τούτοις συμφωνία σέ ἕνα σημεῖο: στήν ὁμόφωνη ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου περί ἑνός σταυρωθέντος Σωτῆρος, κάτι τό ὁποῖον στούς ἐθνικούς ἐφάνταζε ὡς «μωρία» καί οἱ Ἰουδαῖοι τό ἀντελαμβάνοντο ὡς «σκάνδαλον» (Α΄ Κορ 1,23).

Ἀσφαλῶς τά πρῶτα μηνύματα περί τῆς χριστιανικῆς πίστεως μετεφέρθησαν στήν περιοχή ἀπό ἐκείνους τούς Ἰουδαίους τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ ἄλλους ὁμοεθνεῖς τους ἀπό ἄλλα σημεῖα τῆς Ἀσίας καί τῆς βορείου Ἀφρικῆς ἔγιναν αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς στήν Ἰερουσαλήμ (Πρ 2,5.9). Ὅμως ὁ σημαντικός καί οὐσιαστικός εὐαγγελισμός τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας ἐπεχειρήθη καί ἔφερε ἀξιόλογους καρπούς στά πλαίσια τῶν ἱεραποστολικῶν δραστηριοτήτων τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἤδη κατά τή διάρκεια τῆς δεύτερης (48/49-51/52 μ.Χ.), ἀλλά κατά κύριο λόγο στήν τρίτη ἀποστολική περιοδεία του (53/54-56/57 μ.Χ.), ὅπου ὁ Παῦλος σύμφωνα μέ τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἔμεινε κι ἔδρασε στήν περιοχή τῆς Ἐφέσου γύρω στά τρία ἔτη καί ἐκήρυξε τόσο σέ Ἰουδαίους ὅσο καί σέ ἐθνικούς. Ξεκίνησε τόν εὐαγγελισμό του ἀπό τή συναγωγή, ἀλλά ἐπειδή συνάντησε ἀπό ἀρκετούς Ἰουδαίους ἐχθρικότητα, ἀφιέρωσε τό λοιπό του χρόνο κυρίως στή μεταστροφή τῶν ἐθνικῶν καί εἶχε μεγάλη ἀνταπόκριση, «ὥστε πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν Ἀσίαν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας» (Πρ 19,10). Γνωστός εἶναι ἀσφαλῶς καί ὁ ἀποχαιρετιστήριος λόγος τοῦ Παύλου στή Μίλητο πρός τούς συναθροισθέντες Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, μέ τόν ὁποῖον ὁ Ἀπόστολος προφητεύει καί προετοιμάζει τά πνευματικά του τέκνα γιά τά ἐπερχόμενα δεινά μέ τή δράση «λύκων βαρέων» καί «ἀνδρῶν λαλούντων διεστραμμένα» (Πρ 20,17-38). Ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση θέλει τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά πραγματοποιεῖ καί ἕνα ἀκόμη ταξίδι πρός τή Μικρά Ἀσία, μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τήν πρώτη φυλάκιση στή Ρώμη. Γύρω στά 64 μ.Χ. ἀναφέρεται ὅτι ὁ Παῦλος παραδίδει τίς εὐθῦνες διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου στόν Τιμόθεο, ἕνα ἀπό τούς νεώτερους ἀλλά καί στενότερους μαθητές καί συνεργάτες του.

Ἀκόμη ὅμως καί μετά τό θάνατο τοῦ ἱδρυτή της Ἀποστόλου Παύλου γύρω στά 67 μ.Χ. ἡ χριστιανική κοινότητα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέ κέντρο τἠν Ἔφεσο δέν μένει ὀρφανή. Ὡς πνευματικός της ἡγέτης ἀναλαμβάνει ὁ ἀγαπημένος τοῦ Χριστοῦ μαθητής Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος προφανῶς ἐξαναγκάσθηκε ἀπό τήν ἀπειλούμενη καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ νά μετοικήσει λίγο μετά τό θάνατο τοῦ Παύλου στά μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί σύμφωνα μέ τήν παράδοση νά δράσει ἐκεῖ μέχρι τό φυσικό του θάνατο γύρω στό 100 μ.Χ.

Σμύρνη_143

Οἱ Ἐκκλησίες τῶν Ἐπιστολῶν τῆς Ἀποκαλύψεως

Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον τό γεγονός, ὅτι οἱ ἑπτά χριστιανικές κοινότητες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ γεωγραφικός χῶρος τῶν ὁποίων προϋποθέτει ὅλο τό ἀνωτέρω ἱστορικό ὑπόβαθρο, ἀναφέρονται ἤδη στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως ὡς οἱ παραλῆπτες ὁλοκλήρου τοῦ προφητικοῦ αὐτοῦ βιβλίου (Ἀποκ 1,11). Ὅμως οἱ Ἐκκλησίες αὐτές γίνονται οὐσιαστικό καί ἄμεσο ἀντικείμενο στά κεφάλαια 2 καί 3 τοῦ βιβλίου, ὅπου ὁ ἀναστάς καί ὑψωθείς Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου ἀπευθύνεται ξεχωριστά καί προσωπικά σέ κάθε μία ἀπό τίς ἑπτά Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες συμβολίζονται ὡς χρυσές λυχνίες, καί στούς ἀντιστοίχους ἀγγέλους τῶν Ἐκκλησιῶν, δηλαδή στούς προεστῶτες ἐπισκόπους των, τούς ὁποίους ὡς ἑπτά ἀστέρες κρατᾶ ὁ Κύριος στό δεξί του χέρι (Ἀποκ 1,20).

Ἀσφαλῶς τά ἑπτά κείμενα, πού ἀντιστοιχοῦν στίς ἰσάριθμες κοινότητες Ἐφέσου, Σμύρνης, Περγάμου, Θυατείρων, Σάρδεων, Φιλαδελφείας καί Λαοδικείας, χαρακτηρίζονται συμβατικά «ἐπιστολές», δέν πληροῦν τά κριτήρια μιᾶς πραγματικῆς ἐπιστολῆς στήν ἀρχαία ἐπιστολογραφία, εἶναι περισσότερο ποιμαντικά «μανιφέστα». Ὁ ὁραματιστής Ἰωάννης καταδεικνύει μέ σαφήνεια τόν ἀδιάρρηκτο σύνδεσμο τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων μέ τόν Κύριο τῆς ζωῆς, ὁ ὁποῖος μέ παρρησία ἐπαινεῖ ἀλλά καί κρίνει τίς ἑπτά μικρασιάτικες Ἐκκλησίες. Βεβαίως δέν σκιαγραφεῖται ἐδῶ ἡ ἰδανική εἰκόνα ἀρχαίων χριστιανικῶν κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες μάλιστα προειδοποιοῦνται ἤ ἐνοχοποιοῦνται προσωπικά κι εὐθέως γιά τά ἐσωτερικά τους προβλήματα, πού δημιουργήθηκαν μέσα στό ἔντονο κλίμα θρησκευτικῆς καί ἠθικῆς κρίσης τῆς ἐποχῆς μέ τίς σύνθετες ἱστορικές καί πολιτιστικές συνθῆκες.

Πολύ χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἑνιαία καί σχεδόν ταυτόσημη δομή τῶν ἑπτά ἐπιστολῶν, κάθε μία ἀπό τίς ὁποῖες εἰσάγεται κατά πρῶτον μέ τήν ἰδιαίτερη σύσταση τοῦ ἀποστολέα τῶν μηνυμάτων Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπό τήν φράση «τάδε λέγει…». Δεύτερο  δομικό καί τό  κατ’ ἐξοχήν κεντρικό σημεῖο κάθε ἐπιστολῆς ἀποτελεῖ ἡ τοποθέτηση τοῦ ἀποστολέα ἔναντι κάθε κοινότητας. Αὐτή ἡ τοποθέτηση ἐμπεριέχει κατά κανόνα τρία σημεῖα: 1) ἔπαινο, 2) κριτική καί 3) συνέπειες καί συστάσεις πρός διόρθωση. Κάθε ἐπιστολή κατακλείεται τέλος μέ μία διπλή ρήση: ἔκκληση πρός ἐγρήγορση καθώς ἐπίσης νικητήριο μήνυμα.

Δέν θά ἀναφερθῶ ἀναλυτικά στό περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν κάθε μιᾶς ἐκ τῶν ἑπτά χριστιανικῶν κοινοτήτων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλά θά ἐπικεντρωθῶ σέ ἐκεῖνα τά θρησκευτικά καί ἐν συνόλῳ πνευματικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα προκύπτουν ἀπό τήν ἑκάστοτε ἐπιεική ἤ αὐστηρή κριτική πού ὑφίστανται αὐτές οἱ Ἐκκλησίες κατά τήν τοποθέτηση τοῦ ἀποστολέα καί συνάμα ἀντικατοπτρίζουν τό ἐν γένει ἱστορικό ὑπόβαθρο τῆς ἐποχῆς. Σ’ αὐτή τή συνάφεια πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἐκ τῶν ἑπτά Ἐκκλησιῶν μόνο οἱ Ἐκκλησίες τῆς Σμύρνης καί τῆς Φιλαδελφείας, πού τούς ἀποδίδονται ἀντίστοιχα «πτωχεία» (Ἀποκ 2,9) καί «μικρὰ δύναμις» (Ἀποκ 3,8) δέν δέχονται ψόγο καί εὐθεία κριτική γιά τυχόν κάποια ἀλλοίωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Καί στίς ἑπτά Ἐκκλησίες παρά ταῦτα γίνεται ἀναφορά σέ ἐλοχεύοντες κινδύνους γιά τήν πίστη, τούς ὁποίους φαίνεται πώς μόνο ἡ Σμύρνη καί ἡ Φιλαδέλφεια, παρά τούς διωγμούς καί τούς ἄλλους πειρασμούς, τούς εἶχαν ἀντιμετωπίσει μέ ὑπομονή καί σταθερότητα.

Βάζοντας τά σημεῖα αὐστηρῆς κριτικῆς πού ἐμπεριέχονται στίς ἑπτά ἐπιστολές κάτω ἀπό τό μικροσκόπιο, διαπιστώνουμε τήν ὕπαρξη πολλαπλῶν σοβαρῶν κινδύνων καί ἀπειλῶν γιά τίς Ἐκκλησίες στή Μικρά Ἀσία. Ἄν θελήσουμε νά συστηματοποιήσουμε τούς κινδύνους, πού ὑποδηλώνουν ἀσφαλῶς τό πολύχρωμο συγκρητιστικό περιβάλλον τῆς περιοχῆς, διαπιστώνουμε ὅτι ἀναφέρονται ἀφ’ ἑνός ἐξωτερικοί κίνδυνοι καί ἀφ’ ἑτέρου κίνδυνοι ἐκ τῶν ἔσω.

Σμύρνη_183

Βασικοί ἐξωτερικοί κίνδυνοι διαφαίνονται ἀπό δύο κατευθύνσεις: α) ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό καί β) τή ρωμαϊκή εἰδωλολατρική ἐξουσία. Σαφεῖς ἀναφορές γιά τήν ἰουδαϊκή ἀπειλή, πού ἀμφισβητοῦσε τή βάση τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ Χριστό, γίνονται στήν ἐπιστολή πρός τή Σμύρνη καί σ’ αὐτήν πρός τή Φιλαδέλφεια. Ὁ Ἰωάννης καταδικάζει ρητά τήν ἰουδαϊκή συκοφαντική διδασκαλία στήν κοινότητα τῆς Σμύρνης, τήν ὁποία διδασκαλία χαρακτηρίζει «βλασφημίαν ἐκ τῶν λεγόντων Ἰουδαίους εἶναι ἑαυτούς, καὶ οὐκ εἰσὶν, ἀλλὰ συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ» (Ἀποκ 2,9). Στήν ἐπιστολή πρός τή Φιλαδέλφεια ἐπαναλαμβάνεται πρός τούς ἴδιους ἐχθρούς ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἀμφισβήτηση τοῦ ἀντικειμενικά τιμητικοῦ τίτλου «Ἰουδαῖοι» καί  τονίζεται  πώς  ἡ ψευδής διδασκαλία  τους  ἀποτελεῖ  λόγο  σαφοῦς  διαχωρισμοῦ  τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἰουδαϊκή Συναγωγή: «ἰδοὺ διδῶ ἐκ τῆς συναγωγῆς τοῦ σατανᾶ τῶν λεγόντων ἑαυτοὺς Ἰουδαίους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσὶν ἀλλὰ ψεύδονται» (Ἀποκ 3,9).

Ἔμμεσες ἀναφορές στήν περαιτέρω ἔξωθεν ἀπειλή ἐκ μέρους τῆς ρωμαϊκῆς εἰδωλολατρικῆς ἐξουσίας διαπιστώνουμε κατά κύριο λόγο στήν ἐπιστολή πρός τήν Πέργαμο, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὁ τόπος «ὅπου ὁ θρόνος τοῦ σατανᾶ» (Ἀποκ 2,13). Πρόκειται γιά πιθανή ἀναφορά στό ἀποπνικτικό εἰδωλολατρικό περιβάλλον πού ἐπικρατοῦσε στήν Πέργαμο, ἀφοῦ ἐκεῖ, πέρα ἀπό τά λοιπά εἰδωλολατρικά ἱερά, ἀνηγέρθη καί ὁ πρῶτος ναός πρός τιμήν τοῦ θεοποιημένου Καίσαρα Αὐγούστου. Ὅμως φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Περγάμου ἀντιστάθηκε ἐπάξια στήν ἐπικρατοῦσα εἰδωλολατρεία, ἔχοντας στό ἐνεργητικό της καί τό μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου της Ἀντίπα (πρβλ. Ἀποκ 2,13) ἐπί τοῦ ρωμαίου αὐτοκράτορα Δομετιανοῦ (81-96 μ.Χ.).

Ἡ ἕτερη κατηγορία κινδύνων ἐκ τῶν ἔσω τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐντοπίζεται στόν ἄκρως ἐπικίνδυνο Γνωστικισμό, ὁ ὁποῖος ἄμεσα ἤ ἔμμεσα διαπερνᾶ σχεδόν ὅλες τίς ἐπιστολές πρός τίς ἑπτά Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Θεωρεῖται μάλιστα πώς αὐτός ὁ ἔσωθεν κίνδυνος ἀποτελοῦσε πολύ μεγαλύτερη ἀπειλή ἀπό τούς λοιπούς προαναφερθέντες, διότι ἐπρόκειτο μέν γιά αὐτοτελές σύστημα, πού μέ διάφορες μορφές ὅμως διείσδυε στή ζωή τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων. Ὁ τεράστιος κίνδυνος ἐπήγαζε λοιπόν ἀπό ὁμάδες, πού διέδιδαν τήν ἄποψη καί πεποίθηση ὅτι ἡ γνωστική ἐλευθεριότητα μπορεῖ νά συμβάλει χωρίς πρόβλημα στήν ἀπρόσκοπτη ἐναρμόνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τό συγκρητιστικό περιβάλλον του.

Ἡ τεράστια γνωστική ἀπειλή, παρά τό ὅτι δέν κατονομάζεται εὐθέως,  ὅπως  γίνεται μέ σαφήνεια στήν Α΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή μέ τό χαρακτηριστικό «ψευδώνυμος γνῶσις» (Α΄ Τιμ 6,20), κυριαρχεῖ στίς ἑπτά ἐπιστολές τῆς Ἀποκαλύψεως μέ συνεχεῖς ἀναφορές σέ ἐκπροσώπους της. Μέ τήν κίνηση τῶν Νικολαϊτῶν, δηλαδή μιᾶς πρώιμης ἐλευθεριάζουσας γνωστικῆς ἰδεολογίας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, φαίνεται νά ἀντιπαλεύουν οἱ κοινότητες τῆς Ἐφέσου καί τῆς Περγάμου, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη ἐπαινεῖται, ἀφοῦ τούς μισεῖ (Ἀποκ 2,6), ἐνῷ ἡ δεύτερη ψέγεται, διότι φέρεται ἀνεκτικά ἀπέναντί τους (Ἀποκ 2,15). Στήν περίπτωση δέ τῆς παρηκμασμένης κοινότητος στήν Πέργαμο ὁ συγγραφέας, γιά νά δηλώσει τό σοβαρό τῆς ἀπειλῆς καί νά ἀφυπνίσει τούς πιστούς, ταυτοποιεῖ τούς αἱρετικούς Νικολαΐτες μέ τούς ὁπαδούς τοῦ ἀσεβοῦς Βαλαάμ, ὅπως εἶναι γνωστό στήν παλαιά Διαθήκη (πρβλ. Ἀριθμ 22- 24): «ἔχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν Βαλαάμ, ὃς ἐδίδασκεν τῷ Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι» (Ἀποκ 2,14). Ὁ ἀντινομιστικός Γνωστικισμός μέ τίς ἴδιες ἐλευθεριάζουσες ἀντιλήψεις περί πίστεως καί σαρκικῶν ἁμαρτημάτων φαίνεται ὅτι ἐλέγχεται αὐστηρά καί στήν ἐπιστολή πρός τά Θυάτειρα, ὅπου γίνεται ἀναφορά στήν καταστρεπτική δράση κάποιας ψευδοπροφήτιδος, ἡ ὁποία παραλληλίζεται μέ τό πρόσωπο τῆς ἀσεβοῦς Ἰεζάβελ, ὅπως μᾶς εἶναι γνωστή στήν Παλαιά Διαθήκη (Γ΄ Βασ 16,31-34 καί Δ΄ Βασ 9,22): «ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι ἀφεῖς τὴν γυναῖκα Ἰεζάβελ, ἡ λέγουσα ἑαυτὴν προφῆτιν καὶ διδάσκει καὶ πλανᾷ τοὺς ἐμοὺς δούλους πορνεῦσαι καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα» (Ἀποκ 2,20). Στήν ἴδια κατηγορία γνωστικιζόντων αἱρετικῶν  φαίνεται  νά  ἀνήκουν  καί κάποιοι  μή  ὀνομαζόμενοι,  ἀλλά  συγκαλυμμένα χαρακτηριζόμενοι ψευδεπιγράφως ὡς «ἀπόστολοι», οἱ ὁποῖοι δροῦσαν στήν κοινότητα τῆς Ἐφέσου: «καὶ ἐπείρασας τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς ἀποστόλους καὶ οὐκ εἰσίν καὶ εὗρες αὐτοὺς ψευδεῖς» (Ἀποκ 2,2). Οἱ ἴδιοι κίνδυνοι ἐκ τῶν ἔσω τοῦ Χριστιανισμοῦ φαίνεται, τέλος, νά ταλαιπωροῦν καί περαιτέρω κοινότητες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπως ἔμμεσα διαφαίνεται καί ἀπό τίς ἀντίστοιχες ἐπιστολές. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο χαρακτηρίζεται ἡ κοινότητα τῶν Σάρδεων ὡς πλήρως παρηκμασμένη: «οἶδά σου τὰ ἔργα ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ» (Ἀποκ 3,1), ἐνῷ στά πλαίσιο δριμείας κριτικῆς ὁ συγγραφέας σχολιάζει τόν τρόπο ζωῆς καί πίστεως τῆς κοινότητος  στή Λαοδίκεια μεταφορικά ὡς  «ταλαίπωρο καὶ ἐλεεινὸ καὶ πτωχὸ καὶ τυφλὸ καὶ γυμνό» (Ἀποκ 3,17).

Σμύρνη_401

Συμπερασματικά

Μέ τήν ἀνάλυση τῶν τριῶν πρώτων κεφαλαίων καί ἰδίως μέ τίς Ἐπιστολές στίς ἑπτά Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κλείνει τό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπου ἐπισκοπεῖται τό παρόν τῆς Ἐκκλησίας κατά τά τέλη τοῦ 1ου αἰῶνα μ.Χ. Τό ἱστορικό ὑπόβαθρο παρουσιάζεται πολύχρωμο. Ὁ πρώιμος Χριστιανισμός, στηριζόμενος στήν πίστη καί τή δύναμη τοῦ σταυρωθέντος καί ἀναστηθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, παλεύει σέ ἕνα τρικυμιῶδες πολυθρησκευτικό καί πολυπολιτισμικό τοπίο, γεμάτο πολυθεϊκά εἴδωλα, μυστηριακές λατρεῖες, μαγεία, μαντικές τέχνες καί δεισιδαιμονίες. Οἱ ἑπτά Ἐπιστολές τῆς Ἀποκαλύψεως δέν μᾶς προσφέρουν κάποια βαθειά θεολογική ἀπάντηση σ’ αὐτούς τούς πειρασμούς. Δέν ἀναφέρονται σέ χριστολογικά θέματα, δέν προβάλλουν τή Θεολογία τοῦ Σταυροῦ οὔτε τήν παύλεια διδαχή περί δικαιώσεως ἐκ πίστεως. Αὐτό πού τονίζεται στήν κοινωνία μέ τούς τόσους κινδύνους εἶναι μέν ἡ προϋποτιθεμένη πίστη καί ἡ τήρησή της («Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις», Ἀποκ 2,7 κ.ἄ.), ἀλλά κατ’ ἐξοχήν ἡ μαρτυρία καί φανέρωση αὐτῆς τῆς πίστης διά τῶν ἔργων, ὅπως ἀπαιτεῖται καί ἀπό τίς ἑπτά Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.