Σταύρος Γιαγκάζογλου (Σύμβουλος Α΄ ΥΠΑΙΘ-ΙΕΠ), Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ

36744baf

Η ενανθρώπηση αποκαλύπτει το μυστήριο του προσώπου και πρωταρχικά του προσωπικού Θεού. Είναι η χαρά της υπαρκτικής ελευθερίας. Ο άναρχος, άκτιστος και αχώρητος θεός δεν δεσμεύεται από την θεϊκή του φύση αλλά ελεύθερα και από αγάπη αναλαμβάνει στην υπόστασή του την κτιστή φύση του ανθρώπου. Το μυστήριο της ένσαρκης επιδημίας του Λόγου είναι το προαιώνιο μυστικό της δημιουργίας και ερμηνεύει ακριβώς την εξ αρχής ιδιαίτερη σχέση του Χριστού με τον άνθρωπο και την κτίση ολόκληρη. Ο Υιός από καταβολής κόσμου επρόκειτο να ενεργοποιήσει αυτοπροσώπως «το σεσιγημένον και άγνωστον της οικονομίας μυστήριον», αναλαμβάνοντας να φέρει σε πέρας τη μεγάλη και προαιώνια ευδοκία-θέληση του Πατρός για τη σωτηρία της κτίσεως και της θεώσεως του ανθρώπου. Το γεγονός του Χριστού δεν συμβαίνει ξαφνικά και αυθαίρετα αλλά προετοιμάζεται και προϊστορείται με τη δράση του τριαδικού Θεού στην κτίση και στην ιστορία. Έπρεπε, όμως, να βρεθεί το πρόσωπο εκείνο που ελεύθερα θα συνεργαζόταν με τον Θεό για την πραγμάτωση του προαιώνιου σχεδίου του για την ενανθρώπηση.

Η Θεοτόκος, η πολυπόθητη κατάληξη των Δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης δεν υπήρξε απλώς ένα φυσικό όργανο της ενσάρκωσης. Η προσωπικότητα και ο ρόλος της είναι αχώριστος από το σωτηριώδες έργο του Υιού της. Η ενσάρκωση του Λόγου επικυρώνεται ελεύθερα από τη θέληση και πίστη της Παναγίας. Η Θεοτόκος ανταποκρίνεται στη θεία κλήση εξ ονόματος ολόκληρου του ανθρώπινου γένους. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κάποιο τυχαίο γεγονός που εξαρτιόταν από την προαίρεση και το δίλημμα ενός μεμονωμένου και ανεξάρτητου ατόμου αλλά για την απάντηση της κατ’ εικόνα Θεού πλασμένης ελευθερίας της ανθρώπινης φύσης. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου πραγματώνονται οι άπειρες δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης. Ο Θεός περιχωρείται και σαρκώνεται από τον άνθρωπο. Η κατάφαση της Παρθένου αποτελεί πλήρη και εγνωσμένη πράξη ελευθερίας στην άκτιστη ελευθερία της κένωσης του Λόγου, την απάντηση και προσφορά της ανθρωπότητας, το μερίδιο της ανθρώπινης συνεργίας.

Κατά τη ρωμαλέα σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, ο Θεός αν και μπορούσε ως παντοδύναμος με πολλούς τρόπους να λυτρώσει τον άνθρωπο από τη φθορά και το θάνατο, λόγω ακριβώς της ελευθερίας προτίμησε τον τρόπο της ενανθρωπήσεως. Σε ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό από τα δικανικά και ψυχολογικά σχήματα του δυτικού Μεσαίωνα περί πτώσεως και σωτηρίας ως ικανοποίησης της οργισμένης θεϊκής δικαιοσύνης, η θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας αναγνωρίζει στη δικαιοσύνη του Θεού την έκφραση της άπειρης και ανιδιοτελούς αγάπης κατά την ενανθρώπηση, τον μανικό έρωτα του Νυμφίου Χριστού.. Ελεύθερα ο θεός και από αγάπη καλεί τον άνθρωπο να ανταποκριθεί και αυτός ελέυθερα στο γεγονός της σωτηρίας. Δεν είναι τύραννος κλεισμένος στη μοναξιά του αλλά πλήρωμα κοινωνίας και ζωής που θυσιάζεται εκούσια. Γίνεται άνθρωπος για να υπάρχει ο άνθρωπος με τον τρόπο του ακτίστου Θεού.

Στην προοπτική της κατ’ εικόνα και ομοίωσιν θεού πλάσεως του ανθρώπου, σύσσωμη η πατερική παράδοση διείδε δυναμικά την αρχετυπική σχέση του Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Λόγος του Πατρός, Αυτός ενήργησε «κατ’ οικείαν εικόνα» την πλάση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο ίδιος αυτουργεί προσωπικά το μέγα μυστήριο της ανακαίνισης και της ανάκλησης στην όντως ζωή. Η παράδοξη αυτή παρέμβαση του Υιού περιλαμβανόταν κατά κάποιο τρόπο στη θετική ανέλιξη της πορείας των των πρωτοπλάστων ως σταδιακής ένωσης κτιστού και ακτίστου. Στο γεγονός της ενανθρωπήσεως φωτίζεται, λοιπόν, η προοπτική της εικονικής σχέσεως μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ότι η ανθρώπινη φύση στην ψυχοσωματική της ενότητα έχει τη δυνατότητα να συνέλθει σε μία υπόσταση με τη φύση της θεότητας, αποκαλύπτει την εξαρχής χριστολογική λειτουργία και διέλευση της πλάσης του ανθρώπου «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού Λόγου. Εξάλλου, η ίδια η αμαρτία δεν αρμόζει στην ανθρώπινη φύση. Παράλληλα, καταφαίνεται ότι το σώμα καθ’ εαυτό δεν αποτελεί αιτία θνητότητας.. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να εντοπίζεται μονοσήμαντα στην υλική σύσταση του σώματος, το βασικότερο ανθρωπολογικό πρόβλημα της τρεπτότητας. Αντίθετα, η οντολογική έλλειψη της αθανασίας αφορά σε όλα τα κτιστά όντα, αισθητά και νοητά. Επιπλέον, η δυνατότητα θεώσεως και του ανθρωπίνου σώματος διανοίγει τη δυναμική προοπτική όλων των αισθητών όντων στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Υιού.

Η ορθόδοξη θεολογία δεν συνδέει το γεγονός της ενανθρώπησης αναγκαστικά με το προπατορικό αμάρτημα ούτε εγκλωβίζεται στο σχήμα πτώση-απολύτρωση. Γι’ αυτό ακριβώς και η ενανθρώπηση δεν είναι απλώς η απεμπλοκή από την πτώση αλλά η πραγμάτωση του αρχικού σκοπού της ένωσης κτιστού και ακτίστου. Η ‘αρχέγονη’ εκείνη Χριστολογία, δίχως να αλλάζει προσανατολισμό, μετατρέπεται τώρα λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τραγικό δεδομένο της πτώσης και της φθοράς του ανθρώπινου γένους. Γι’ αυτό ακριβώς το μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας είναι προαιώνια και άκτιστη βουλή-ευδοκία του Θεού.

Συνεπώς, η ενανθρώπηση είναι ο απόλυτος και πρωταρχικός σκοπός του Θεού, ήδη από την πράξη της δημιουργίας. Το ανθρώπινο γένος «και προ του θανάτου θνητόν ως εκ ρίζης τοιαύτης» είχε ανάγκη ολοκληρώσεως και ενώσεως με το αρχέτυπο. Η ενανθρώπηση δεν είναι απλώς η γέννηση του Χριστού, ως μία αυτόνομη και ξεχωριστή πράξη του Θεού, αλλά συμπεριλαμβάνει και όλα τα γεγονότα της επίγειας οικονομίας του Χριστού. Η βάπτιση, η διδασκαλία, τα θαύματα, το πάθος και η ανάσταση του Χριστού συμπεριλαμβάνονται οργανικά στο μυστήριο της ενσάρκωσης. Η ολοκλήρωση του έργου του Χριστού και η σωτήρια μετάδοσή του, πραγματοποιείται με την έλευση του Αγίου Πνεύματος στην Πεντηκοστή, όταν πλέον ο Χριστός καθίσταται συλλογικό Πρόσωπο που ενσωματώνει διαρκώς την κτίση και την ανθρωπότητα στην ενότητα του Σώματός Του, δηλαδή της Εκκλησίας.

Το ορθόδοξο ήθος της Εκκλησίας βιώνει τα χριστολογικά γεγονότα όχι ως επετείους του παρελθόντος χρόνου αλλά ως γιορτές στο εκάστοτε παρόν της εκκλησιαστικής σύναξης. Τούτο συμβαίνει γιατί ακριβώς η ενανθρώπηση μέσα στο χρόνο συνιστά μια παρεμβατική τομή στην ιστορία. Ο άκτιστος και άχρονος Θεός εισέρχεται στη χρονικότητα του κτιστού κόσμου απελευθερώνοντάς τον από την προοδευτική διαδικασία της μεταβολής και ανακύκλωσής του, που προσμετρά τη φθορά και τον αφανισμό των όντων. Το γεγονός του Χριστού αναιρεί την αποσπασματικότητα και αντικειμενικότητα του χρόνου, γιατί εισάγει στην ιστορία τον παράγοντα της σχέσης του κτιστού με το άκτιστο, δηλαδή την ελευθερία του προσώπου, ως αδιάσπαστης σχέσης στο δίχως όρια παρόν της αγαπητικής κοινωνίας. Η αλήθεια του κόσμου δεν είναι πλέον η ουτοπία της χρονικής αντικειμενικότητας, η πλασματική αιωνιότητα ενός απολιθωμένου γίγνεσθαι ούτε κάποια υψηλή ιδέα ούτε, βέβαια, τα αδιέξοδα μίση και πάθη των ανθρωπίνων σχέσεων. Η αλήθεια είναι ένα πρόσωπο. το πρόσωπο του Χριστού που καλεί τα όντα σε πληρωματική κοινωνία με τη ζωή του άκτιστου Θεού. Πράγματι, ένας μη κτιστός και ιστορικός παράγοντας εισάγεται στην ιστορική πραγματικότητα που «χρονίζει» και «εκκοσμικεύει» την προσωπική κοινωνία με τον Θεό. Πρόκειται για το μυστήριο της διαιωνιζόμενης ενανθρώπησης που τελεσιουργεί το Άγιο Πνεύμα, ελευθερώνοντας την ιστορία από τις ποικίλες δεσμεύσεις της. Το γεγονός αυτό πανηγυρίζεται ως μετοχή στη γιορτή του αφθαρτοποιημένου χρόνου της Εκκλησίας. Σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη ο λειτουργικός χρόνος δεν επαναλαμβάνει απλώς γεγονότα του παρελθόντος, αλλά τα γεύεται ήδη ως γεγονότα του μέλλοντος εδώ και τώρα. «Σήμερον ο Χριστός γεννάται». Στα όρια του σώματος του Χριστού, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συναιρούνται σε ενοποιημένες διαστάσεις, αποκαλύπτοντας την προσωπική και υπαρξιακή είσοδο στο παρόν της αιωνιότητας, στην ελευθερία από τη χρονική δέσμευση που υποτάσσει στη φθορά και το θάνατο. Ο Χριστός δεν ενανθρώπησε εφάπαξ, κάποτε στο παρελθόν, αλλά διαρκώς και αιωνίως πλέον είναι Θεάνθρωπος.

Το ξένο και παράδοξο αυτό μυστήριο προσεγγίζουν οι πιστοί μέσα στο λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας. Κάθε λειτουργική σύναξη δεν είναι επανάληψη, μίμηση και συμβολισμός αλλά δυναμική μετοχή στο εκ νέου ανασυγκροτούμενο κάθε φορά Σώμα του Χριστού. Το κρασί και το ψωμί ως στοιχειώδη συστατικά της υλικής μας ύπαρξης μεταβάλλονται ευχαριστιακά σε Σώμα και Αίμα  του Χριστού ως μία εκ νέου ενανθρώπηση. Η μετοχή στη Θεία Ευχαριστία είναι η πιο αυθεντική κατάφαση στο μυστήριο της ενανθρώπησης. Σ’ αυτήν ανακεφαλαιώνονται τα πάντα. Ο κόσμος, ο άνθρωπος και η ιστορία προσλαμβάνονται στο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία είναι, λοιπόν, το μυστήριο της Ευχαριστίας, όπου η κτίση ολόκληρη ανακαινίζεται, γίνεται μία Ευχαριστία.

Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο για να ενωθεί με την ανθρωπότητα μέσα από τη σύνολη σάρκα του κόσμου μεταλλαγμένη δια του ανθρώπου σε ευχαριστιακό σώμα. Η ζωή και η σωτηρία του κόσμου εξαρτάται από τη ζωή και τη θέωση του ανθρώπου. Μέσα από την ενανθρώπηση ως αναδημιουργία, γνωρίζουμε το νόημα της δημιουργίας, τους λόγους των όντων.

Ο άνθρωπος ως άλλος μικρόκοσμος συνοψίζει στην ύπαρξή του, όλες τις βαθμίδες του κτιστού. Γι’ αυτό και δια της Ευχαριστίας πρέπει να συνάξει τους λόγους των όντων και να τους προσφέρει στον άκτιστο Λόγο ως ευχαριστία. Η κτίση ως ευχαριστία είναι το απόκρυφο μυστήριο για το οποίο δημιουργήθηκαν τα πάντα. Ο παγκόσμιος Χριστός ως τέλος και αρχή των όντων, το πλήρωμα και η ανακεφαλαίωση της δημιουργίας, μετασχηματίζει την ύλη του κόσμου σε ένδοξο σώμα Του.

Την ευχαριστιακή αυτή θεώρηση της συναγωγής της κτίσεως απάσης στον Χριστό εκφράζει παραστατικά και η ορθόδοξη εικονογραφία της Γεννήσεως, που υπομνηματίζει φιλοκαλικά την υμνολογία της εορτής.

Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ

ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι’ ημάς,

έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων

την ευχαριστίαν σοι προσάγει.

οι Άγγελοι τον ύμνον.

οι ουρανοί τον αστέρα.

οι Μάγοι τα δώρα.

οι Ποιμένες το θαύμα.

η γη το σπήλαιον.

 η έρημος την φάτνην.

ημείς δε Μητέρα Παρθένον.

Ο προ αιώνων Θεός, ελέησον ημάς.

(Στιχηρό ιδιόμελο Εσπερινού Χριστουγέννων, ήχος β΄)

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.