Στυλιανός Τσομπανίδης, Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση: Μια εκκλησιολογική προσέγγιση καθ’ οδόν προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο

Η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Συνέδριο με θέμα «Προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» (3-5 Δεκεμβρίου 2015)  

ΘκΒ_323«Η Οικουμενική Κίνηση είναι… το μέγιστο και πολυτιμότατο εκκλησιαστικό κεκτημένο του περασμένου αιώνα· η δε τήρηση, η εμβάθυνση, ο εμπλουτισμός και η στερέωσή του συνιστούν το κυρίως οφειλόμενο των χριστιανών, πρώτιστα των ηγετών και ποιμένων αυτών, καθώς και των πάσης φύσεως θεολογικών Σχολών και Ιδρυμάτων κατά τον τρέχοντα 21ο αιώνα». Τα παραπάνω λόγια, προσώπου καταξιωμένου μέσα από την πολύχρονη και ενεργό δράση του στον οικουμενικό διάλογο, δηλώνουν ακριβώς αυτό που αποτελεί και το έργο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσον αφορά στο οικουμενικό καθήκον.

Μετά από μια μακρά περίοδο θεσμοποιημένου απομονωτισμού, σκληρυμένων προ­καταλήψεων αιώνων και οξύτατου ομολογιακού ανταγωνισμού, στις αρχές του 20ου αιώνα ανοίγει μια νέα σελίδα, ανατέλλει μια νέα εποχή της εκκλησιαστικής ιστορίας, που χαρακτηρίζεται από την ειλικρινή και έμπρακτη επιθυμία των χριστιανών για την εξεύρεση δυνατοτήτων προσέγγισης, αλληλογνωριμίας, συνεργασίας και θεολογικού διαλόγου. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αισθάνθηκαν, εν μέσω ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών και κρίσεων, την αναγκαιότητα της ενότητας των Εκκλησιών και της κοινής τους μαρτυρίας σε έναν κόσμο που έψαχνε νέο προσανατολισμό.

Στην α­να­το­λή λοι­πόν του 20ού αι­ώ­να η Ορ­θο­δο­ξί­α μπαί­νει στο προ­σκή­νιο της Οι­κου­με­νι­κής Κί­νη­σης με ά­με­σες και ου­σι­α­στι­κές ε­νέρ­γειες: οι Πατριαρχικές Εγκύκλιοι του 1902, του 1904, και ιδίως του 1920, θα αναφερθούν με ι­δι­αί­τε­ρη έμ­φα­ση τό­σο στη ση­μα­σί­α της σύ­σφιγ­ξης των σχέ­σε­ων με­τα­ξύ των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών, ό­σο και στις σχέ­σεις τους, σε μια οι­κου­με­νι­κή προ­ο­πτι­κή, με τις λοι­πές χρι­στι­α­νι­κές εκ­κλη­σί­ες. Η ση­μα­σί­α των γραμ­μά­των αυ­τών εί­ναι κεφαλαιώδους σπουδαιότητας. Αποτελούν προδρομικά κείμενα των κύριων συντεταγμένων της παρουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον ευρύτερο χριστιανικό χώρο και προετοίμασαν το κλίμα για την εκκίνηση της συνοδικής διαδικασίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία προωθήθηκε μέσω του νέου θεσμού των Πανορθοδόξων Διασκέψεων που εισήγαγε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.

Η συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Οικουμενική Κίνηση διευκόλυνε και επίσπευσε αυτή τη διαδικασία. Θεωρείται σίγουρο ότι η ανάπτυξη της Οικουμενικής Κίνησης ενέπνευσε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να συγκαλέσει στη Ρόδο το 1961 την Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, αλλά και τις επόμενες πανορθόδοξες διασκέψεις που ακολούθησαν στη Ρόδο το 1963 και το 1964 και στο Σαμπεζύ το 1968.

ΠΑΜΣ_90

Οι Πα­νορ­θό­δο­ξες Δι­α­σκέ­ψεις και η συ­νο­δι­κή πο­ρεί­α προς την Αγία και Με­γά­λη Σύ­νο­δο της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας, ένα είδος θα λέγαμε «ενδοορθόδοξης οικουμενικής κίνησης», α­πο­τέλεσαν εκ­φρα­στι­κά όρ­γα­να της ε­νό­τη­τας και της κα­θο­λι­κό­τη­τας της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας, που οδήγησαν τους ορθόδοξους στο να αποκτήσουν μια καινούργια «θέα» της Ορθοδοξίας και τους κατέστησαν ταυτόχρονα ικανούς για μια συ­νε­πή εκ­προ­σώ­πη­ση και δέ­σμευ­ση στην Οι­κου­με­νι­κή Κί­νη­ση.

Ιδι­αί­τε­ρα η Α´ Πανορθόδοξη Δι­ά­σκε­ψη στη Ρό­δο το 1961 και η Δ´ στο Σαμ­πε­ζύ το 1968, προοδοποίησαν την πανορθόδοξη προσυνοδική πορεία, αποφάσισαν την «εν τω πνεύματι της Πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1920 παρουσία και συμμετοχή της Ορθοδοξίας εν τη Οικουμενική Κινήσει», κατέθεσαν για πρώτη φορά σε πανορθόδοξο επίπεδο μερικά desiderata προς το ΠΣΕ και, όπως έχει σημειώσει ο Ιωάννης Καρμίρης, η Ορθόδοξη Εκκλησία εμφανίστηκε στο διαιρεμένο κόσμο, μέσω των Μηνυμάτων των Διασκέψεων αυτών, ως «σημείο ενότητος», ως «γέφυρα Εκκλησία» και ως «ευαγγελίστρια της αγάπης».

Σε αυτή την προοπτική θα κινηθεί και η Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ/Γενεύη το 1976, η οποία ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με το θέμα της θέσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση και ειδικότερα στο ΠΣΕ. Σημαντικές είναι οι προτάσεις της Διάσκεψης για τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την καλή διεξαγωγή του διαλόγου και για μια ουσιαστική ορθόδοξη συμβολή στην υπόθεση της οικουμενικής χριστιανικής ενότητας.

Τα επόμενα χρόνια, ως συνέπεια και των αποφάσεων των Πανορθοδόξων Διασκέψεων, η ορθόδοξη συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση αυξήθηκε σημαντικά και η συμβολή των Ορθοδόξων Εκκλησιών έγινε πιο δυναμική, πολύτιμη και δημιουργική.

Αυτή τη δυναμική και δημιουργική συμμετοχή έρχεται να επισφραγίσει η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη το 1986 στο Σαμπεζύ, ως στάδιο ωριμότητας και αποκορύφωμα της νέας περιόδου που εγκαινίασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας με τις πανορθόδοξες διασκέψεις. Εικοσιπέντε χρόνια μετά τη συμπερίληψη του θέματος της Οικουμενικής Κίνησης στην ημερήσια διάταξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, και μετά από πολλούς σημαντικούς σταθμούς έντονου θεολογικού προβληματισμού αλλά και εντατικού διαλόγου, ο καιρός είχε ωριμάσει για μια επίσημη κοινή τοποθέτηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών έναντι της Οικουμενικής Κίνησης. Στην Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψη η διαπραγμάτευση των θεμάτων «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο» και «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση» ολοκληρώθηκε. Τα τελικά κείμενα, που έγιναν ομόφωνα αποδεκτά, είναι προϊόντα βαθιάς ενημέρωσης, περισυλλογής αλλά και τόλμης· ενώ διαψεύδουν κάθε άκαιρη ελπίδα, διαπνέονται από ουσιαστική κατάφαση των οικουμενικών επαφών και της οικουμενικής πορείας, οριοθετώντας το εύρος τους, την ποιότητα και τον προσανατολισμό τους.

Ιδιαίτερα το κείμενο «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση», επίκαιρο στις αναφορές του αλλά και διαχρονικό στα πορίσματά του, εκτιμήθηκε πολύ θετικά από την πλευρά του ΠΣΕ και θεωρήθηκε ως σημαντική συμβολή σε αυτό, γιατί, όπως παρατηρήθηκε, μόνο λίγες Εκκλησίες-μέλη του Συμβουλίου έχουν αναφερθεί τόσο εμπεριστατωμένα και ξεκάθαρα στους θεμελιώδεις θεολογικούς λόγους για τη συμμετοχή τους σε αυτό. Αξιοπρόσεκτες είναι οι παρακάτω δηλώσεις της Γ΄ Προσυνοδικής: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία με τη βαθιά της πεποίθηση και την εκκλησιαστική της αυτοσυνειδησία ότι αποτελεί τον φορέα και δίνει μαρτυρία της πίστεως και της παραδόσεως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, πιστεύει ακράδαντα ότι κατέχει κεντρική θέση στην υπόθεση της προώθησης της ενότητας των χριστιανών μέσα στο σύγχρονο κόσμο… Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντοτε επιζητούσε να προσελκύσει τις διάφορες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες σε μία από κοινού πορεία αναζήτησης της χαμένης ενότητας των χριστιανών, με σκοπό να καταλήξουν όλοι στην ενότητα της πίστεως. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, που αδιαλείπτως προσεύχεται ‘υπέρ της των πάντων ενώσεως’, μετείχε στην Οικουμενική Κίνηση από την πρώτη εμφάνισή της και συντέλεσε στη διάπλαση και περαιτέρω εξέλιξή της. Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία, εξαιτίας του οικουμενικού πνεύματος που τη διακρίνει, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, πάντοτε αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Γι’ αυτό και η ορθόδοξη συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση δεν είναι καθόλου ξένη προς τη φύση και την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεί συνεπή έκφραση της αποστολικής πίστεως μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες και για την αντιμετώπιση νέων υπαρξιακών αιτημάτων… Η πολυδιάστατη οικουμενική δραστηριότητα [της Ορθόδοξης Εκκλησίας] πηγάζει από αίσθημα υπευθυνότητας και από την πεποίθηση ότι η συνύπαρξη, η αμοιβαία κατανόηση, η συνεργασία και οι κοινές προσπάθειες για τη χριστιανική ενότητα είναι ουσιώδεις, ‘ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγελίω του Χριστού’ (Α´ Κορ. 9,12)» (η υπογράμμιση δική μου).

ΠΑΜΣ_232

Οι τοποθετήσεις της Γ΄ Προσυνοδικής, εκτάκτως σημαντικές και γόνιμες, αλλά και διαχρονικές, δεν θα μπορούσαν παρά να αποτελέσουν τον κορμό της απόφασης της Ε΄ Προσυνοδικής Διάσκεψης τον Οκτώβριο του 2015 ακόμα και με κατά λέξη επανάληψη ολόκληρων παραγράφων. Η Ε΄ Προσυνοδική Διάσκεψη ασχολήθηκε με την επικαιροποίηση και τελική έγκριση, μεταξύ άλλων, και των κειμένων της Γ΄ Πανορθόδοξης που αφορούσαν στις σχέσεις της Ορθοδοξίας με το λοιπό χριστιανικό κόσμο, οι οποίες αναφέρονται στους διμερείς και τους πολυμερείς διαλόγους. Η Διάσκεψη δέχθηκε, κάνοντας βεβαίως κάποιες συμπληρώσεις, διορθώσεις και προσθήκες, τις προτάσεις της Εδικής Διορθοδόξου Επιτροπής επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (Οκτώβριος 2014), η οποία σε αντίθεση με τις αποφάσεις των Α΄ και Γ΄ Προσυνοδικών αντί για δύο ξεχωριστά συνενώνει τα θέματα 8) Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, και 9) Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση, σε ένα, υπό τον τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο», αποφεύγοντας τον προκλητικό τίτλο «Οικουμενική Κίνηση» -προκλητικός για ακραίους κύκλους και ομάδες εντός της Ορθοδοξίας που τρέφονται από τη διαίρεσή της, καθώς και από τη μονομανία πολεμικής αντιπαράθεσης εναντίον κάθε εκκλησιαστικού ανοίγματος προς τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ας σημειωθεί ότι στη Συνέλευση της Εδικής Διορθόδοξης Επιτροπής (30 Σεπτεμβρίου – 3 Οκτωβρίου 2014), ισχυρές φωνές τάχθηκαν υπέρ μιας σκληρότερης στάσης των Ορθοδόξων Εκκλησιών απέναντι στην Οικουμενική Κίνηση και τους ετεροδόξους χριστιανούς. Η χειροτονία των γυναικών και η στάση των προτεσταντικών Εκκλησιών απέναντι στην ομοφυλοφιλία χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται από κάποιους ορθόδοξους κύκλους ως άλλοθι για τη διακοπή ή τουλάχιστον τον περιορισμό των οικουμενικών επαφών.

Βεβαίως, μέσα στο κείμενο η Ε΄ Προσυνοδική Διάσκεψη διατήρησε τον πυρήνα της σκέψης των κειμένων  της Γ΄ Προσυνοδικής, χωρίς όμως να προβεί σε αναλυτική κριτική αξιολόγηση της προόδου και των ειδικότερων προβλημάτων όλων των διμερών διαλόγων, όπως είχε κάνει η Γ΄ Πανορθόδοξη. Στο σημείο αυτό υπάρχει έλλειψη, γιατί από την Γ΄ Προσυνοδική έχουν μεσολαβήσει 30 χρόνια διαλόγων και σίγουρα θα βοηθούσε μια κριτική αποτίμηση των ποικίλων συνιστωσών τους, των κεκτημένων και των οφειλομένων,  και ας μην παραμπέμπονταν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, αφού οι διάλογοι βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Σε σχέση με αυτό, ούτε η συνένωση των δύο διαστάσεων του διαλόγου, του πολυμερούς και του διμερούς, κρίνεται κατά τη γνώμη μου επιτυχής, γιατί είναι διαφορετική η μεθοδολογία και γιατί η συμμετοχή στον πολυμερή διάλογο και τα θεσμικά όργανα της Οικουμενικής Κίνησης συμπεριλαμβάνει τη συνεργασία σε πρακτικό επίπεδο και τη συμμετοχή στην πολύπλευρη δραστηριότητα στα πεδία του ευαγγελισμού, της διακονίας, της θεολογικής εκπαίδευσης, του διαθρησκειακού διαλόγου, την κοινή χριστιανική μαρτυρία για δικαιοσύνη, ειρήνη και τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος, αυτό που ονομαζόταν κατά τη δεκαετία του ΄60 και το ΄70 στα πανορθόδοξα κείμενα «οριζόντια γραμμή».

Πάντως, όπως ήδη σημειώθηκε παραπάνω, είναι θετικό που οι πλουσιότεροι καρποί και το πλαίσιο αρχών της Γ΄ Προσυνοδικής διατηρούνται, με ορισμένες συμπληρώσεις και προσθήκες, οι οποίες τοποθετούνται σωστά έναντι των πιο πρόσφατων εξελίξεων στην Οικουμενική Κίνηση αλλά και στον ίδιο το χώρο της Ορθοδοξίας.

Το πιο ελπιδοφόρο είναι ότι το υποβαλλόμενο κείμενο δίνει αφορμές για εμβάθυνση στην ορθόδοξη εκκλησιολογία και ιδιαίτερα στη μελέτη των κανονικών κριτηρίων ως προς την περί των ορίων της Εκκλησίας ορθόδοξη παράδοση. Αυτό ήταν ζητούμενο ήδη στην Γ΄ Προσυνοδική, γιατί υπήρχε η πεποίθηση ότι έτσι θα είναι δυνατή η τήρηση ενιαίας στάσης όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά τη συζήτηση εκκλησιολογικών κειμένων. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό. Επειδή η εκκλησιολογία αποτελεί τον πυρήνα των οικουμενικών προβληματισμών και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε αυτή σε όλους τους διαλόγους, είχε γίνει προσπάθεια σε πανορθόδοξο επίπεδο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 να αξιοποιηθεί η εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας όχι μόνο για την επιβεβαίωση της αυτοσυνειδησίας της, αλλά και για την υπεύθυνη αξιολόγηση της μορφής της εκκλησιαστικότητας του χριστιανικού κόσμου που υπάρχει εκτός αυτής, αλλά που ζει κοντά σε αυτή και μαζί με αυτή.

ΠΑΜΣ_3

Άσχετα από την τελική αξιολόγηση των θεολογικών διαλόγων, η Ορθόδοξη Εκκλησία όχι μόνο απέφυγε να κατατάξει τη Χριστιανοσύνη σε αιρετικές και σχισματικές κοινότητες, που την απειλούν, αλλά στην Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψη στο κείμενο «Σχέ­σεις της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας προς τον λοι­πό χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο», διατύπωσε ομόφωνα: «Η Ορ­θό­δο­ξος Εκ­κλη­σί­α, ως ού­σα η μί­α, α­γί­α, κα­θο­λι­κή και α­πο­στο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α, έ­χει πλή­ρη συ­νεί­δη­σιν της ευ­θύ­νης αυ­τής δια την ε­νό­τη­τα του χρι­στι­α­νι­κού κό­σμου, α­να­γνω­ρί­ζει την πραγ­μα­τι­κήν ύ­παρ­ξιν ό­λων των χρι­στι­α­νι­κών εκ­κλη­σι­ών και ο­μο­λο­γι­ών, αλ­λά και πι­στεύ­ει ό­τι αι προς ταύ­τας σχέ­σεις αυ­τής πρέ­πει να στη­ρί­ζων­ται ε­πί της υ­π’ αυ­τών ό­σον έ­νε­στι τα­χυ­τέ­ρας και αν­τι­κει­με­νι­κω­τέ­ρας α­πο­σα­φη­νί­σε­ως του ό­λου εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κού θέ­μα­τος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ’ αυταίς διαδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης και αποστολικής διαδοχής» (η υπογράμμιση δική μου).

Η παραπάνω τοποθέτηση, που αποτελεί την πιο ε­πί­ση­μη μέ­χρι σή­με­ρα σε πα­νορ­θό­δο­ξο ε­πί­πε­δο προσπάθεια προσδιορισμού της εκκλησιολογικής ταυτότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε αναφορά με την υπαρξιακή ταυτότητα των άλ­λων χρι­στι­α­νι­κών Εκ­κλη­σι­ών και ομολογιών, είχε γίνει για πρώτη φορά από τη Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή για την Προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου το 1971 στο άκρως ενδιαφέρον εισηγητικό κείμενο: «Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία».

Ο προϊστάμενος τότε της Γραμματείας επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου Μητροπολίτης Ελβετίας Δαμασκηνός, είχε θέσει σε σχέση με την παραπάνω τοποθέτηση μια σειρά εξόχως ευαίσθητων και επιτακτικών ερωτημάτων. Περιορίζομαι στην αναφορά δύο μόνον από αυτά: Ποια είναι η εκκλησιολογική βάση πάνω στην οποία οι ορθόδοξοι στηρίζουν τις ενωτικές προσπάθειές τους με άλλες Εκκλησίες, οι οποίες ομολογούν την ίδια πίστη στον Ιησού Χριστό ως Κύριο και Λυτρωτή του κόσμου; Εάν η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτοκατανοείται ως η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, η οποία διαφύλαξε αναλλοίωτη την αποστολική πίστη και παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας και των επτά Οικουμενικών Συνόδων, ποια μπορεί να είναι η θεολογική άποψη που θα έχει η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος για την ύπαρξη των υπόλοιπων χριστιανικών Ομολογιών;

Παρ’ ότι μεσολάβησαν 45 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη αυτή σοβαρή προσπάθεια προσδιορισμού της εκκλησιολογικής ταυτότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε αναφορά με την υπαρξιακή ταυτότητα των άλ­λων χρι­στι­α­νι­κών Εκ­κλη­σι­ών και παρ’ ότι στο διάστημα αυτό σημειώθηκε πρόοδος στον εκκλησιολογικό διάλογο, δεν υπήρξε πρόοδος και μια πιο σαφής τοποθέτηση σε σχέση με τη θέση εκείνη. Το αποτέλεσμα είναι οι ορθόδοξοι να μιλούν με διχασμένη φωνή, μέσα σε ατέρμονες συζητήσεις και με αμφιταλαντευόμενες και ασυνεπείς τοποθετήσεις, πράγμα που εμποδίζει την αποτελεσματική συμμετοχή των ορθοδόξων στην υπόθεση της ενότητας των Εκκλησιών. Όπως έχει επισημάνει ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος), «πρέπει η Ορθοδοξία, αυτή πρώτη και με δική της ευθύνη, να ξεκαθαρίσει τις θέσεις της και τις τοποθετήσεις της στο χώρο αυτό των σχέσεών της προς τους έξω, ώστε να μη χωρούν αμφιβολίες, να μην υπάρχουν αμφιλογίες, να μη γεννώνται υποψίες στους άλλους για τις απόψεις της, να είναι αναμφίλεκτες και από κοινού ειλημμένες οι αποφάσεις που θα παίρνονται και να απηχούν πανορθόδοξη συναίνεση και αποδοχή. Μόνο έτσι θα καταστήσουμε ακουστή και σεβαστή τη φωνή μας».

Το κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής θέτει την παραπάνω σημαντική τοποθέτηση για το ζήτημα της σχέσης μεταξύ των Ορθοδόξων και των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών στο πλαίσιο των πρόσφατων εξελίξεων στην Οικουμενική Κίνηση, και πιο συγκεκριμένα στο ΠΣΕ, τολμώντας να προχωρήσει λίγο περισσότερο και δίνοντας τη δυνατότητα να γίνει πιο συγκεκριμένη.

Το νέο θετικό σημείο που μπορεί να ανοίξει προοπτικές και να συμβάλει στην εμβάθυνση στην ορθόδοξη εκκλησιολογία και στην αξιοποίηση της εκκλησιολογικής διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όχι μόνο για την επιβεβαίωση της αυτοσυνειδησίας της, αλλά και για την υπεύθυνη αξιολόγηση της μορφής της εκκλησιαστικότητας του χριστιανικού κόσμου που υπάρχει εκτός αυτής, είναι η 21η  παράγραφος, στην οποία υπογραμμίζεται: «Αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως (κανόνες 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου)» (η υπογράμμιση δική μου).

ΠΑΜΣ_160

Αυτή η παράγραφος, που δεν υπήρχε στη Γ΄ Προσυνοδική το 1986, ουσιαστικά είναι μια ανταπόκριση στα νέα δεδομένα οικουμενικής συνύπαρξης και του ειρηνικού διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών. Το κείμενο δηλώνει δύο φορές, και στην αρχή και προς το τέλος (§§ 4 και 24), ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει συνείδηση του γεγονότος ότι η Οικουμενική Κίνηση λαμβάνει «νέες μορφές», μέσα σε «νέες συνθήκες» για να αντιμετωπίσει «νέες προκλήσεις». Αυτές οι «νέες μορφές» και «νέες συνθήκες» επιτρέπουν σήμερα στους ορθόδοξους να ασχοληθούν σοβαρά με την εκκλησιολογική θέση κοινοτήτων ή εκκλησιών, οι οποίες δεν πολεμούν την Ορθόδοξη Εκκλησία ούτε επιχειρούν το χωρισμό του σώματος των πιστών, αλλά κινούνται προς την αποκατάσταση της κοινωνίας, βρίσκονται καθ’ οδόν προς την ενότητα (unity in via), δείχνοντας ειλικρινές και μεγάλο ενδιαφέρον για την ορθόδοξη πνευματικότητα και εκδηλώνοντας πράξεις αλληλεγγύης, υλικής και ηθικής βοήθειας.

Η εκκλησιολογία μέχρι πρόσφατα γνώριζε μόνο δύο καταστάσεις της Εκκλησίας του Θεού: την κατάσταση της κοινωνίας με οργανική ενότητα και την κατάσταση της  διαίρεσης ή του σχίσματος. Δεν λάμβανε υπόψη την κατάσταση  των Εκκλησιών που βιώνουν την εμπειρία της κοινής και θεμελιώδους κλήσης και του προορισμού τους ‘ίνα ώσιν εν’. Σήμερα οι ορθόδοξοι αυτό το λαμβάνουν υπόψη τους. Αντιλαμβάνονται ότι στα πλαίσια του εκκλησιολογικού διαλόγου της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» έχει διανυθεί πολύς δρόμος και ότι είναι αξιόλογη η σύγκλιση που παρατηρείται στην πορεία από το Κείμενο της Λίμα (ή ΒΕΜ=Baptism, Eucharist, Ministry) έως το πρόσφατο κείμενο «Εκκλησία: προς ένα κοινό όραμα», γι’ αυτό και στην απόφαση της Ε΄ Προσυνοδικής αναφέρεται ρητά ότι εκτιμώνται θετικά τα θεολογικά κείμενα της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» και θεωρούνται ότι αποτελούν αξιόλογο βήμα στην Οικουμενική Κίνηση για την προσέγγιση των Εκκλησιών (§ 21).

Κυρίως, όμως, η 21η  παράγραφος της Ε΄ Προσυνοδικής ανταποκρίνεται στις συζητήσεις της Ειδικής Επιτροπής για τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο ΠΣΕ και την απόφαση του Συμβουλίου μετά την Θ΄ Γενική Συνέλευση στο Πόρτο Αλέγκρε (2006) να οριστούν αυ­στη­ρό­τε­ρα θε­ο­λο­γι­κά και εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά κριτήρια εισ­δο­χής νέ­ων εκ­κλη­σι­ών-με­λών στο Συμ­βού­λι­ο, με γνώ­μο­να την κοι­νή ο­μο­λο­γί­α του Συμ­βό­λου της πί­στης Νι­καί­ας-Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως χω­ρίς το filioque. Στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής εκφράζεται η ευαρέσκεια των Ορθοδόξων για αυτή την εξέλιξη (§§ 17 και 19). Ιδιαίτερη σημασία έχει η απόφαση του ΠΣΕ στην ίδια Συνέλευση να προβάλει το βάπτισμα ως βα­σι­κό εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό κρι­τή­ριο για μία συνεπή θεολογική προσέγγιση του ζητήματος της ενότητας της Εκκλησίας και για μία υπεύθυνη και παραδεκτή σύγκλιση των εκκλησιολογιών. Αυτό είχε συζητηθεί και σε ενδοορθόδοξο πλαίσιο στη Διάσκεψη της Σόφιας το 1981, η οποία κατέθεσε για πρώτη φορά κωδικοποιημένα τα ορθόδοξα desiderata.

Η αναλογική εφαρμογή του πνεύματος κανόνων, όπως οι 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων, που αναφέρονται στην 21η παράγραφο της Ε΄ Προσυνοδικής, στη νέα πραγματικότητα της σύγχρονης Οικουμενικής Κίνησης και των ειρηνικών διαλόγων, συνεπάγεται την αναγνώριση του «υποστατού» ή και του «εγκύρου» του Βαπτίσματος. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, σήμερα μπροστά στη νέα πραγματικότητα των Θεολογικών Διαλόγων και των πρωτοβουλιών για την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας, η αρχή της ακρίβειας ατονεί και εφαρμόζεται η αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας, προκειμένου να διευκολυνθεί η κοινή πορεία προς την αποκατάσταση της ενότητας του εκκλησιαστικού σώματος. «Η Ορθόδοξος Εκκλησία», συμπεραίνει, «εφ’ όσον συμμετέχει επισήμως στους πολυμερείς και τους διμερείς Θεολογικούς Διαλόγους για την ενότητα των χριστιανών, έχει ήδη αποδεχθή τουλάχιστον το ‘υποστατόν’ ή και το ‘έγκυρον’ του Βαπτίσματος των χριστιανικών εκκλησιών ή ομολογιών, με τις οποίες διαλέγεται. Η επιλογή της αυτή, παρά τους ομολογιακούς παροξυσμούς ορισμένων παραδοσιαρχικών ή και συντηρητικών κύκλων, είναι όχι μόνο σύμφωνη προς την κανονική παράδοση και την εκκλησιαστική πράξη, αλλά συγχρόνως και οφειλετική μαρτυρία ως προς τις τραγικές συνέπειες της διασπάσεως της ενότητας του εκκλησιαστικού σώματος για την πνευματική αποστολή της Εκκλησίας». Η κατ’ οικονομίαν αναγνώριση του βαπτίσματος έχει σημαντικές συνέπειες για τη θεώρηση της εκκλησιαστικής κατάστασης άλλων Εκκλησιών και άλλων Χριστιανών.

Η νέα οικουμενική πραγματικότητα, η οποία έχει περιγραφεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο επιτυχώς με τον όρο «φιλόχριστη περιχώρηση των ομολογουσών τον αυτόν Κύριον Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», δημιουργεί νέα δεδομένα για την Ορθόδοξη Εκκλησία προκειμένου να προχωρήσει πιο πέρα από τον λεγόμενο «εκκλησιολογικό αγνωστικισμό», που πρεσβεύει: «γνωρίζουμε πού είναι η Εκκλησία, δεν μπορούμε όμως να πούμε πού δεν είναι η Εκκλησία» και να γίνει πιο «καταφατική», επιδιώκοντας όχι απόλυτη ομοιομορφία και συμφωνία αλλά μεγαλύτερη συνεκτικότητα, σαφήνεια και συνέπεια στις απαντήσεις της για το πώς βλέπει το εκκλησιολογικό status των χριστιανών που βρίσκονται εκτός των κανονικών ορίων της Ορθοδοξίας. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος θα προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στο θέμα αυτό, γιατί -όπως είχε σημειώσει για παρόμοιο ζήτημα ο μακαριστός Μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης), επί πολλά έτη πρόεδρος της Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής για την Προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και των Προσυνοδικών Διασκέψεων και με μεγάλη και πολύτιμη συμβολή σε αυτές- έτσι θα το έθετε «στη σωστή πανορθόδοξη βάση του, για να παύσουν οι αμφίρροπες ερμηνείες, αξιολογήσεις και αναφορές…, για να λείψει, κυρίως, ο ‘διχασμός’ μας σε ‘συντηρητικούς’ και ‘νεωτεριστάς’, σε ‘παραδοσιακούς’ και ‘οικουμενιστάς’(!), σε ‘πλειοδότας’ και ‘μειοδότας’ της ορθοδοξίας, σε πιστούς και σε λιγότερο πιστούς στην εκκλησία και στη διδασκαλία της».

Σε αυτή την προοπτική, λοιπόν, η Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη εύστοχα και με συνείδηση ευθύνης συνέδεσε την παραπάνω εκκλησιολογική προσέγγιση με τον οξύτατο έλεγχο εκείνων που, αγνοώντας τελείως τις πανανορθοδόξως και ομοφώνως ειλημμένες αποφάσεις για τη συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο ΠΣΕ και τους θεολογικούς διαλόγους, πολεμούν τους διαλόγους αυτούς και κάθε προσπάθεια ειρηνικών και αδελφικών σχέσεων με τους άλλους χριστιανούς, υπονομεύουν την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών με το διαχωρισμό του πληρώματος σε «γνήσιους» και «νόθους», σε «πιστούς» και «αποστάτες», και υψώνουν τον εαυτό τους υπεράνω των Επισκοπικών Συνόδων της Εκκλησίας, με κίνδυνο να δημιουργήσουν σχίσματα μέσα στην Ορθοδοξία. Δηλώνεται με αποφασιστικότητα στην παράγραφο 22 του κειμένου: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέαν πάσαν διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας, υπό ατόμων ή ομάδων, επί προφάσει τηρήσεως ή δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας. Ως μαρτυρεί η όλη ζωή τής Ορθοδόξου Εκκλησίας η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν περί θεμάτων της πίστεως».

Το πρόβλημα αυτό, που δεν είχε τεθεί ακόμη στην Γ΄ Προσυνοδική το 1986, έλαβε α­νη­συ­χη­τι­κές δι­α­στά­σεις, ό­ταν με­τά τις ρα­γδαί­ες κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές αλ­λα­γές στην α­να­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη άλ­λα­ξε η κα­τά­στα­ση των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών, ήρ­θαν στο προ­σκή­νιο α­πω­θη­μέ­νες για πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες νο­ση­ρές πτυ­χές φον­τα­μεν­τα­λι­στι­κών και ε­θνι­κι­στι­κών πα­ρο­ξυ­σμών και άρ­χι­σε να πνέ­ει έ­να ι­σχυ­ρό αν­τι­δυ­τι­κό και αν­τι­οι­κου­με­νι­κό πνεύ­μα. Η οικουμενική κίνηση θεωρήθηκε ως η ενσάρκωση των καταστροφικών δυνάμεων του διεθνισμού και ως σύγχρονη μορφή αίρεσης.

ΠΑΜΣ_96

Η αναρρίπιση του φονταμενταλισμού εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας με κύρια χαρακτηριστικά τον αντιοικουμενισμό είχε απασχολήσει ήδη από το Μάρτιο του 1992 τη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Φανάρι, ιδιαίτερα τη Δι­ορ­θό­δο­ξη Δι­ά­σκε­ψη που συ­νήλ­θε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το 1998, η ο­ποί­α ε­ξέ­τα­σε το θέ­μα: «Α­ξι­ο­λο­γή­σεις νε­ω­τέ­ρων δε­δο­μέ­νων εις τας σχέ­σεις Ορ­θο­δο­ξί­ας και Οι­κου­με­νι­κής Κι­νή­σε­ως»· επίσης, απασχόλησε τη Ρωσική Επισκοπική Σύνοδο τον Αύγουστο του 2000, που εξέδωσε τη Διακήρυξη «Βασικές αρχές της σχέσης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τις άλλες χριστιανικές Ομολογίες», και πιο πρόσφατα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που εξαπέλυσε για το λόγο αυτό την Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο την Κυριακή της Ορθοδοξίας στις 21 Φεβρουαρίου 2010.

Πολύ σωστά η απόφαση της Ε΄ Προσυνοδικής προβάλλει το σοβαρό αυτό πρόβλημα και το θέτει προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, γιατί αυτή η διόλου εποικοδομητική κατάσταση αναδεικνύει την ευθύνη της Συνόδου να φανερώσει και να περιφρουρήσει την ενότητα και την αλήθεια, προλαμβάνοντας αυτούς που καραδοκούν να καταφέρουν πλήγματα στο σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και να την καταστήσουν σώμα νεκρό και αντικείμενο προς συντήρηση.

Βεβαίως, η λύση του παραπάνω προβλήματος συνδέεται και προϋποθέτει την πληροφόρηση του πληρώματος της Εκκλησίας για τα γενόμενα, τα τρέχοντα, τα σχεδιαζόμενα στο χώρο της Οικουμενικής Κίνησης.  Αυτή η ανάγκη πολύ σωστά  τονίζεται στην παράγραφο 11 της απόφασης. Έχει επανειλημμένα επισημανθεί σε διορθόδοξο επίπεδο ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αναζήτησης της χριστιανικής ενότητας και καταλλαγής δεν θα έχει αποτελέσματα, εάν δεν ξεκινάει από τη «βάση». Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο οικουμενικό όραμα «δύναται να διαρθρωθή και να εκπληρωθή μόνον όταν αύτη συμμετέχει εις την βάσιν» και η συμμετοχή της θα ήταν περισσότερο αποτελεσματική «εάν εδίδετο μεγαλυτέρα προσοχή εις τον καταρτισμόν κληρικών και λαϊκών ανδρών και γυναικών εις τα οικουμενικά θέματα». Η παράκαμψη μεγάλου μέρους του λαού και του κλήρου και η έλλειψη ενημέρωσής του είναι οι κυριότεροι λόγοι που οδηγούν στην αδιαφορία και την άρνηση της Οικουμενικής Κίνησης. Σε αυτό οφείλεται και η παράλυση κάθε προσπάθειας για δράση και εφαρμογή αυτών που αποφασίζονται. Είναι ευκαιρία με τη Μεγάλη Σύνοδο να αλλάξουν τα πράγματα και να γίνουν αυτοδιορθωτικές κινήσεις στο θέμα αυτό. Διαφορετικά, όπως έχει παρατηρήσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ήδη από το 1983 (ως Μητροπολίτης τότε Φιλαδελφείας), «διατηρώντας το λαό μακριά από τις σχετικές διαδικασίες, εκείνοι που επιθυμούν να μην επιχειρήσουν τα τολμηρά και αποφασιστικά βήματα προς τη χριστιανική καταλλαγή και ένωση, θα έχουν όλη την άνεση να επικαλούνται ως «άλλοθι», την «ανωριμότητα», την «άγνοια» και το «ανέτοιμον» του λαού. Μήπως αυτό δεν ισχυρίζονται σήμερα οι ακραίοι κύκλοι και για την πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου;

Επιλογικά· με βάση τα παραπάνω λεχθέντα και με το βλέμμα στραμμένο στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο ας μου επιτραπεί να σημειώσω ως προς την αποστολή της τα εξής σημεία:

Αποτελεί αποστολή της σύγχρονης Ορθοδοξίας, μέσω της προσεχούς Συνόδου της, να επιβεβαιώσει την ορθόδοξη βούληση να συμπορευθεί με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες στο δρόμο που οδηγεί προς τη χριστιανική ενότητα.

Η προσεχής Σύνοδος έχει αποστολή να καθορίσει πιο πειστικά και πιο οριστικά τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα στο σύγχρονο οικουμενικό διάλογο και να πει σε αυτούς με τους οποίους διαλέγεται πώς βιώνει η Ορθοδοξία τη σχέση της με αυτούς και τι είναι αυτοί για την Ορθοδοξία.

Η προσεχής Σύνοδος έχει αποστολή να επαναβεβαιώσει την υποχρέωση της Ορθοδοξίας να διαλέγεται με τον «άλλον», με τους άλλους πολιτισμούς, όπως και με τους άλλους χριστιανούς και τους ανθρώπους άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων, γιατί διαφορετικά θα αποτύχει στην αποστολή της και θα μετατραπεί από «καθολική» και «κατά την οικουμένην» Εκκλησία που είναι, σε μία εσωστρεφή και αυτάρεσκη ομάδα, σε ένα «γκέτο» στο περιθώριο της ιστορίας, ξένο προς τους αγωνιώδεις προβληματισμούς του σύγχρονου κόσμου και αδιάφορο να δείξει σε αυτόν το αληθινό μήνυμα του Ευαγγελίου.

ΠΑΜΣ_83

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

Βαρέλλα, Ευ., Διορθόδοξοι και οικουμενικαί σχέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Κ΄ αιώνα,  (Ανάλεκτα Βλατάδων 58), εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1994.

Βλέτσης, Αθ., «Επιστροφή στην Ορθοδοξία; Ποιο είναι το μοντέλο ενότητας των Εκκλησιών για την Ορθόδοξη Εκκλησία;», στον τόμο Ο Οικουμενικός Διάλογος στον 21ο αιώνα: Πραγματικότητες – Προκλήσεις – Προοπτικές, (επ.) Ι. Πέτρου, Στ. Τσομπανίδης, Μ. Γκουτζιούδης, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2013.

Δαμασκηνός (Παπανδρέου), Μητροπολίτης Ελβετίας, Θεολογικοί Διάλογοι. Μία ορθόδοξη προοπτική, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1986.

Καραπαναγόπουλος, Αλ., Η Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Προπαρασκευή της Μεγάλης Συνόδου 1959-1976 (ιστορικό χρονικό από πηγές αψευδείς), Τόμ. Β΄, Αθήνα 1990.

Καραπαναγόπουλος, Αλ., Η Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Α΄ και Β΄ Προσυνοδικές Διασκέψεις 1976-1982 (ιστορικό χρονικό από πηγές αψευδείς), Τόμ. Γ΄, Αθήνα 1990.

Καραπαναγόπουλος, Αλ., Η Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (ιστορικό χρονικό από πηγές αψευδείς 1982-1988), Τόμ. Δ΄, Αθήνα 1991.

Λαρεντζάκης, Γρ., Το καθήκον της ορθοδοξίας για καταλλαγή και ενότητα. Εξελίξεις και προοπτικές σε μεγάλα θέματα του οικουμενικού διαλόγου, εκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014.

Μαρτζέλος, Γ.,  «… ο νόμος σου μελέτη μου» – Μελετήματα ορθοδόξου θεολογίας και προβληματισμού, εκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2015.

Meimaris, Th. A., The Holy and Great Council of the Orthodox Church and the Ecumenical Movement, Ant. Stamoulis Publications, Thessaloniki 2013.

Μπασδέκης, Αθ., Εμείς και οι άλλοι: Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες – Τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2012.

Παπαδερός, Αλ., «Οικουμενικά κεκτημένα και οφειλόμενα», στον τόμο Ο Οικουμενικός Διάλογος στον 21ο αιώνα: Πραγματικότητες – Προκλήσεις – Προοπτικές, (επ.) Ι. Πέτρου, Στ. Τσομπανίδης, Μ. Γκουτζιούδης, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2013.

Συνοδικά Ι,  Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Chambésy-Γενεύης 1976.

Συνοδικά ΙΙ,  Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Chambésy-Γενεύης 1978.

Συνοδικά VI,  Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Chambésy-Γενεύης 1982.

Τσομπανίδης, Στ., Εκκλησία και Εκκλησίες. Η θέση των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών στην εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2013.

Vlantis, G., «Das Heilige und Große Konzil: Herausforderungen und Erwartungen», Religion und  Gesellschaft in Ost und West Nr. 11-12/2014, 15-17.

Φειδάς, Βλ., «Βάπτισμα και Εκκλησιολογία», στο Θεολογία και κόσμος. Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Γεώργιο Ι. Μαντζαρίδη, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004, 536-546.

Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης), Μητροπολίτης Εφέσου, Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995.

Χρυσόστομος (Σαββάτος), Μητροπολίτης Μεσσηνίας, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι ‘άλλοι’ (ετερόδοξοι, σχισματικοί, ετερόθρησκοι, αδιάφοροι, αγνωστικιστές και μετανάστες)», Εκκλησία 87 (2010) 757-765.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.