Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ, Μια κριτική παρέμβαση με αφορμή το προσφυγικό

D90

1. Τα κύματα των προσφύγων που εγκαταλείπουν τη σπαρασσόμενη Μέση Ανατολή αναζητώντας ένα ασφαλέστερο παρόν και μέλλον αποτελούν μια ανθρωπιστική κρίση που όμοιά της είχε να γνωρίσει η Ευρώπη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αντιμετώπιση του φαινομένου υπακούει σε δύο κυρίαρχες νοοτροπίες και στάσεις. Η πρώτη εκκινεί από την παραδοχή ότι οι πρόσφυγες έχουν προβλήματα, για τα οποία ευθύνονται άλλοι, πράγμα που επιτρέπει την αποστασιοποίηση από το δράμα τους και βέβαια την ψυχολογική αποενοχοποίηση του θεατή. Αυτή η αποστασιοποίηση μάλιστα συχνά νομιμοποιείται συνοδευόμενη από αόριστα κηρύγματα συμπάθειας προς τους κατατρεγμένους ή και ευχών για τη γρήγορη ανακούφισή τους. Η δεύτερη νοοτροπία και στάση αντιμετωπίζει τους ίδιους τους πρόσφυγες σαν πρόβλημα, σαν ένα ζωντανό και ανεξέλεγκτο κίνδυνο που απειλεί την πολιτισμική φυσιογνωμία, την κοινωνική ομαλότητα ή και το αξιακό σύστημα των χωρών υποδοχής και προορισμού.

2. Στο αντίποδα αυτών των κυρίαρχων νοοτροπιών και στάσεων, που είτε ατενίζουν από αριστοκρατική απόσταση και αισθήματα συμπάθειας τους πρόσφυγες είτε τους δαιμονοποιούν για ιδεολογική και πολιτική εκμετάλλευση, η γρηγορούσα χριστιανική συνείδηση καλείται σήμερα να αρθρώσει έναν κριτικό και αυτοκριτικό λόγο που θα υπερβαίνει το επίπεδο της δημοσιογραφικής χαρτογράφησης του φαινομένου και θα εκβάλλει σε συγκεκριμένες πρακτικές και δράσεις αντιμετώπισής του, ενθυμούμενη και υπενθυμίζοντας ότι:

Όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, πολιτισμικής προέλευσης αλλά και θρησκευτικής αναφοράς, σύμφωνα με τη Βίβλο, προέρχονται από την αγαπητική και δημιουργική ενέργεια του Θεού. Γι’ αυτό και όταν αμφισβητείται και κακοποιείται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία, δεν πάσχει μόνο αυτός που υφίσταται την κακοποίηση αλλά και όλοι όσοι θέλουν να παραμένουν άνθρωποι.

Η πίστη δεν ταυτίζεται με την εκπλήρωση κάποιων ατομικών θρησκευτικών καθηκόντων, που συνήθως προσφέρουν μια ψυχολογική θωράκιση ή μια αίσθηση αυτοδικαίωσης στον άνθρωπο. Αντιθέτως, η πίστη στον βιβλικό Θεό της αγάπης επιβεβαιώνεται και εκφράζεται έμπρακτα ως αγάπη του ανθρώπου απέναντι στον οποιονδήποτε πλησίον, και κυρίως απέναντι στον ξένο (Λευ 19,33-34· πρβλ. Εβρ 13,2-3). Η εμπειρία και η διδασκαλία του Χριστού ανέδειξαν τον ξεριζωμό και την προσφυγιά σε ένα μόνιμο συνοδοιπόρο της περιπέτειας του ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Ως βρέφος φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο (Μτ 2,13-15), και αργότερα ταύτισε τον εαυτό του με τον ξένο, καθιστώντας την ενεργό συμπαράσταση και διακονία προς τον αναξιοπαθούντα πλησίον σε διαχρονικό έσχατο κριτήριο για την σωτηρία (Μτ 25,31-46).

Όπως η πίστη έτσι η αμαρτία πέρα από ατομικό είναι και ένα συλλογικό γεγονός. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που η αντιμετώπιση μιας ασθένειας δεν περιορίζεται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, έτσι και η αποτελεσματική και συνολική αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος δεν είναι ανεξάρτητο από την νοσηρή κοινωνική μήτρα που το παράγει, δηλαδή, από τη σωματική και ψυχολογική βία, από την τρομοκρατία, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την ιεροποιημένη μισαλλοδοξία, που συχνά δεν αποτελούν παρά εκφραστικά οχήματα ή προσωπεία μιας εντελώς ανάλγητης και ηθικά τυφλής δίψας για εξουσία και οικονομική κυριαρχία.

3. Το προσφυγικό ζήτημα μοιάζει να κρίνει τη βιβλική συνέπεια, την πνευματική ωριμότητα και την κοινωνική ευθύνη όλων των χριστιανικών κοινοτήτων και κάθε μέλους τους ξεχωριστά, απαιτώντας συγκεκριμένες στάσεις, πράξεις και δράσεις, που θα μπορούσαν σχηματικά να συνοψιστούν στα εξής:

Στην έμπρακτη καλλιέργεια ενός ήθους υποδοχής, δεξίωσης, πρόσληψης και φιλοξενίας του πρόσφυγα, ο οποίος σήμερα παροντοποιεί τον Χριστό που δεν είχε πού να γείρει το κεφάλι του, αλλά και ταύτισης μαζί του. Κι ακόμη στην πνευματική και βιωματική ταύτιση με τους κατατρεγμένους η οποία θα αναδείξει τη συνάντηση μαζί τους σε ένα γεγονός κυριολεκτικής «συγχώρησης» (μοιρασιάς του ίδιου χώρου), κατόρθωμα αγάπης και ανιδιοτελούς διακονίας.

Στην θαρραλέα καταγγελία όλων των μορφών βίας και ιδεολογικής τρομοκρατίας που εξουθενώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο καθώς και στην ενεργό αντίσταση απέναντι στο φανερό ή αθέατο πλέγμα της ανομίας, της αδικίας και της βουλιμικής πλεονεξίας που παράγει και αναπαράγει τις ανισότητες, για να ισχυροποιήσει την ολιγαρχία των θυτών εις βάρος των πολλαπλάσιων αδυνάτων θυμάτων. Κι ακόμη, την άρνηση υποστήριξης εκείνων που αντί να δώσουν λύση διογκώνουν το πρόβλημα είτε αρνούμενοι με βία την υποδοχή των προσφύγων, είτε προσπαθώντας να τους εκμεταλλευθούν ιδεολογικοπολιτικά αλλά και οικονομικά.

Τέλος, στη δραστηριοποίηση για την άμεση ανακούφιση των προσφύγων με κάθε μέσο σε προσωπικό και συλλογικό-εκκλησιαστικό επίπεδο. Και ακόμη, στην συμπαράταξη με κάθε φορέα και συλλογικότητα που εργάζεται με ανιδιοτέλεια, αλληλεγγύη και πραγματική διάθεση προσφοράς για τον ίδιο σκοπό, υπηρετώντας στο πρόσωπο των αναξιοπαθούντων, ακόμη κι αν δεν το γνωρίζει, τον ίδιο τον πρόσφυγα Χριστό.

4. Η εκκλησιαστική δέσμευση και το χριστιανικό ήθος δεν είναι ένας ατομικός αγώνας δρόμου ή μια συλλογή αρετών αλλά ένα γεγονός εκκλησιαστικό, γεγονός κοινωνίας, συνάντησης και αγαπητικής αλληλοπεριχώρησης που επεκτείνεται και εκτός των συμβατικών εκκλησιαστικών, ομολογιακών ή και θρησκευτικών τειχών, για να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους και, ιδίως, τους κακώς πάσχοντες, τους απόκληρους, τους φτωχούς και τους πρόσφυγες, τους «ελάχιστους αδελφούς» του ίδιου του Χριστού. Για τον ίδιο λόγο, η εν Χριστώ τελείωση και η αγιότητα προϋποθέτει και πραγματώνεται πάντα μέσα από τον αγώνα και την αγωνία του για τη σωτηρία του άλλου. «Oὔκ ἐστιν ἄλλως σωθῆναι, εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον» (Μακάριος Αιγύπτιος, Ομιλία ΛΖ΄).

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.