Κωνσταντίνος Ζορμπάς (Δρ. Θεολογίας), Ο Ειρηναίος (Γαλανάκης) εν τη πολιτική μνήμη

Η ομιλία του Γενικού  Διευθυντή της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης στο Πνευματικό Συμπόσιο μνήμης και τιμής προς τον αοίδιμο Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου κυρό Ειρηναίο, με θέμα «ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΘΡΗΣΚΕΙΑ»

Ειρηναίος_154Δεν θα προσθέσω τίποτα περισσότερο στα όσα ειπώθηκαν από τον Πρόεδρο του Ιδρύματος Σεβ. Μητρ. Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιο, ούτε και θα επαναλάβω τα όσα ακούσθηκαν από τους προλαλήσαντες εκλεκτούς ομιλητές. Επιτρέψατέ μου, όμως, δύο λόγια ευχαριστίας, μία προσωπική μαρτυρία για τα τελούμενα αυτή τη στιγμή στην αίθουσα και μία διαπίστωση ως προς το θέμα της Ημερίδας.

Λόγια ευχαριστίας προς τη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης για όσα έπραξε για μένα. Αν και δεν υπήρξα ποτέ φοιτητής της –λόγω των βασικών και μεταπτυχιακών μου σπουδών στη Γαλλία και στην Αμερική– διάβασα σχεδόν όλα τα βιβλία των Καθηγητών του ’80 και χωρίς να το θέλω δημιούργησα, ίσως, την πρώτη Θεολογική Σχολή «εξ αποστάσεως». Ευχαριστίες, επίσης, οφείλω και θέλω να εκφράσω προς τον αγαπητό μου Καθηγητή κ. Βασίλειο Γιούλτση για τη συνεχή συμπαράστασή του προς το πρόσωπό μου, από τα πρώτα χρόνια των σπουδών μου μέχρι σήμερα. Ευχαριστίες, βεβαίως και για την πολύ καλή συνεργασία μεταξύ του Θεολογικού Τμήματος και της ΟΑΚ, που άρχισε εδώ και ένα χρόνο, με ποικίλες κοινές δράσεις και συνεχίζεται έως σήμερα, αλλά και θα συνεχισθεί σε ένα μήνα με το Α’ Παγκρήτιο Σεμινάριο Λειτουργικής. Να συγχαρούμε και το νέο Πρόεδρο του Τμήματος κ. Παν. Σκαλτσή (ΑΞΙΟΣ), καθώς και τον απερχόμενο Πρόεδρο του Τμήματος κ. Χρυσόστομο Σταμούλη (ΠΑΝΑΞΙΟΣ).

Ακολουθεί, λοιπόν, η μαρτυρία ως έκφραση εξομολογητικών σκέψεων! Στη δεκαετία του ’90 και το γνωρίζω πολύ καλά, είχε ήδη αρχίσει (από κάποιους καθηγητές) της Θεολογικής Σχολής να συζητείται η ανακήρυξη του Σεβ. Μητρ. Κισάμου και Σελίνου κ. Ειρηναίου, σε επίτιμο διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Αν και ο μακαριστός, πια, Ειρηναίος, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, τον καιρό εκείνο, όλοι αναγνωρίζανε, κάθε φορά που έρχονταν στην Ακαδημία, καθώς και στη Μητρόπολη την «παραγωγή», εκ μέρους του, έμπρακτης Θεολογίας σε όλα τα επίπεδα. Δεν γνωρίζω τη συνέχεια τούτης της πρότασης… Πιστεύω, όμως, ότι τούτη τη στιγμή, η ψυχή του μακαριστού Κισάμου και Σελίνου κυρού Ειρηναίου, θα χαίρεται με τη σημερινή εκδήλωση και θα μας στέλνει την ευχή του, υπενθυμίζοντας προς όλους εμάς ότι «ο μυστηριώδης άνθρωπος, φεουδάρχης ή αστός, φασίστας ή Σοσιαλιστής, ολοκληρωτικός ή δημοκράτης, θα φέρνει πάντα μέσα του την αλλοτρίωση της αμαρτίας την οποία θα μεταδίδει και στους πολιτισμούς του». Λόγος επίκαιρος, λόγος αληθινός, λόγος ζωντανός!

Και η διαπίστωσις: Η συνολική θεώρησις του ανθρώπου, με όλες τις συντεταγμένες της ύπαρξής του, προσωπικής και συλλογικής, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, αποτελεί κριτήριο επιλογών της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, από τις οποίες δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να λείπουν θέματα σχετικά με τριβές και αντιθέσεις στον ελληνικό κοινωνικό στίβο και τη διεθνή σκηνή. Ο πόλεμος και η ειρήνη, οι πολιτικές ιδεολογίες, η χρήση και η κατάχρηση της εξουσίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η παραβίασή τους, η αύξηση της εγκληματικότητας και πολλά άλλα συναφή θέματα, εμφανίζονται στα προγράμματα της Ακαδημίας ως σταθερές επιδιώξεις. Από την αρχή της λειτουργίας της, η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (1968), –με ιδρυτές τον σημερινό τιμώμενο Ιεράρχη και τον κ. Αλέξανδρο Παπαδερό–, επιδιώκει συστηματικά, να διευκολύνει το διάλογο του εκκλησιαστικού σώματος με τα εκάστοτε πρόσωπα της πολιτικής σκηνής, επί συγκεκριμένων κάθε φορά ζητημάτων, τόσο τοπικού, όσο και εθνικού ή και ευρύτερου ενδιαφέροντος. Έτσι, με τον καιρό δημιουργήθηκε το κατάλληλο κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του Ιδρύματος και των Ελληνικών Κομμάτων που εκπροσωπούνται στο εθνικό και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτός ο, πρωτότυπος για τη Χώρα και την Εκκλησία μας, διακομματικός διάλογος, διεξάγεται σε ένα άτυπα διαμορφωμένο πλαίσιο. Ο διάλογος αυτός άρχισε, μάλιστα, από το 1977 με το Συνέδριο «ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», με τη συνάντηση πολιτικών, καλλιτεχνών και συγγραφέων με εκπροσώπους της ελλαδικής Ορθοδοξίας και έχοντας ως θέμα τη σχέση Χριστιανισμού, Σοσιαλισμού και Πολιτισμού. Ένας από τους συνέδρους, ο κ. François (Maurice Adrien Marie) Mitterrand, έγινε προφανώς δέκτης πρωτόγνωρων εμπειριών, όταν, για παράδειγμα, έλαβε μέρος, μαζί με τους λοιπούς συνέδρους, σε μνημόσυνο υπέρ του Αρχιεπισκόπου της Κύπρου Μακαρίου, που έγινε στην Ιερά Μονή Γωνιάς, δίπλα στην Ακαδημία. Δεν είναι δε χωρίς σημασία και το γεγονός, ότι στα Απομνημονεύματά του από την επίσκεψή του στην Κρήτη, καταγράφει μεταξύ άλλων και συναισθήματα, που του είχε προκαλέσει η μεγάλη εικόνα του Χριστού, στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ακαδημίας.[1]

Ειρηναίος_31

Ι

Η ιστορία μας αρχίζει το Νοέμβριο του 1935. Ο Μιχάλης Γαλανάκης βρίσκεται στην Αθήνα. «Στο Φροντιστήριο της Εκκλησιαστικής Ρητορικής στη Θεολογική Σχολή Αθηνών», διηγείται ο ίδιος, «που κάναμε με τον Καθηγητή μας Μακαρίτη Αμίλκα Αλεβιζάτο στο Ναό της Καπνικαρέας θέμα της ομιλίας μου συνέπεσε να είναι η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (Λουκ. 16,19). Μίλησα για την Κοινωνική Δικαιοσύνη, σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου. Μίλησα φαίνεται ζωηρά, επαναστατικά, γιατί ο Καθηγητής μου στην ώρα της Κριτικής που κάναμε σαν γυρίσαμε στο Πανεπιστήμιο, μου έκανε πολλές παρατηρήσεις. Θυμούμαι ακόμη τα λόγια του: “Εάν δεν ήξερα ποιος είσαι, θα έλεγα πως είσαι Κουμμουνιστής”. Πολλοί συμφοιτητές μου όμως πήραν το μέρος μου κι ο ένας μάλιστα είπε: “Κύριε Καθηγητά, αν αυτά που είπε ο συνάδελφος δεν είναι χριστιανικά, τότε πρέπει να κλείσουμε την αίθουσα αυτή και να γράψομε στην πόρτα ενοικιάζεται».[2]

Το 1943 εξ αφορμής ενός επαναστατικού κηρύγματος στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Χανίων, συλλαμβάνεται από τις γερμανικές αρχές κατοχής και οδηγείται στις φυλακές της Αγιάς. Διασώζεται από την εκτέλεση χάρη στην επέμβαση του Επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθαγγέλου Ξηρουχάκη. «Είναι αθώος», λέγει στον Γερμανό διοικητή, «είναι ένας απλός δάσκαλος, δεν είναι σε καμία οργάνωση, δεν είναι κομμουνιστής, κανένας δεν τον έβαλε να μιλήσει έτσι. Αν τον δικάσετε μπορεί να γίνουν φασαρίες, έχει πολλές συμπάθειες στον κόσμο, είναι άγιος άνθρωπος»[3].

Μέσα στις ζυμώσεις των χρόνων και των καταστάσεων εκείνων και μέσα στο πνεύμα του χριστιανικού κοινοτισμού, μαζί με τον αείμνηστο Γεώργιο Καψωμένο (Θεολόγο) και άλλους διανοουμένους της Κρήτης, ιδρύει στα Χανιά, το 1944, το πολιτικό κόμμα ‘ΧΡΙΣΚΕ’ δηλ. το Χριστιανικό Σοσιαλιστικό Κίνημα Ελλάδος, που δεν βρήκε πολλή ανταπόκριση και το εγκατέλειψε μετά τη χειροτονία του σε Πρεσβύτερο, το 1946. «Αρχικά ήμουν ενθουσιασμένος», διηγείται ο ίδιος,  «με την ιδέα για ένα χριστιανικό πολιτικό κόμμα, που θα έκανε πραγματικότητα τα κοινωνικά ιδεώδη του Ευαγγελίου. Αλλά σιγά – σιγά με ωριμότητα είδα ότι, ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να γίνεται κόμμα, και το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς είναι να εμπνέει και να ετοιμάζει ανθρώπους και ηγέτες που θα πραγματώσουν τα Κοινωνικο – Πολιτικά ιδεώδη του Ευαγγελίου» (Περιοδικό Νέαρχος, σελ. 25-26)[4].

Η «πολιτική ευθύνη του Χριστιανού» (Καστέλλι, 1963) που ακολουθεί δεν είναι απλώς ένας τίτλος έπειτα από μία σειρά διαλέξεων, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο στο «Πάνθεον» στα Χανιά από το Σωματείο «Χριστιανών Διανοουμένων» τον Ιανουάριο του 1961 και επαναλήφθηκε στην αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών τον Μάιο του ιδίου έτους. Όπως γράφει στον Πρόλογο του βιβλίου «η Εκκλησία δεν αναμιγνύεται βεβαίως κατά τρόπον κομματικόν εις τους πολιτικούς αγώνας, έχει όμως το δικαίωμα και την ευθύνην να διαφωτίζει το ποίμνιόν της επί των πολιτικών πραγμάτων… γιατί ως Χριστιανοί ελάβομεν την εντολήν και έχομεν την ευθύνην να αγωνιζώμεθα αδιακόπως δια την επί γης πραγμάτωσιν του θελήματος του Θεού» (σελ. 4).  Η πολιτική ευθύνη, όμως, του Χριστιανού αποτελεί συνεχή έκφραση της προσωπικής του αυτοσυνειδησίας ως χριστιανού πολίτη, αλλά και πραγμάτωση της αριστοτελικής έννοιας ότι, «Πόλις εστί κοινωνία πολιτών πολιτείας».

Εκεί όπου κανείς δεν μπορεί να πιστέψει εάν η χριστιανική μαρτυρία είναι όραμα ή ουτοπία, εκεί όπου δοκιμάζονται οι αντοχές, εκεί βιώνεται και «το μαρτύριον της συνειδήσεως», κατά τον απόστολο Παύλο (Β’ Κορ., 1:12).  Γι’ αυτό και ο τιμώμενος σήμερα Ιεράρχης παροτρύνει τους πιστούς: «Έλλην Χριστιανέ πολίτα: Αι εκλογαί της πατρίδας μας σου δίνουν και πάλιν την ευκαιρίαν να συντελέσης και σύ εις μίαν καλυτέραν και περισσότερον Χριστιανικήν διακυβέρνησιν της Χώρας σου. Να προσέλθης λοιπόν εις την κάλπην και να κάμης καλήν χρήσιν της ψήφου σου. Να ασκήσης μίαν προσωπικήν Χριστιανικήν επίδρασιν εις τους πολιτικούς του τόπου σου και να αξιώσης παρ’ αυτών μίαν Χριστιανικωτέραν λύσιν των τοπικών και των γενικωτέρων προβλημάτων. Είναι απορίας άξιον και τρομερόν συγχρόνως, πως άνθρωποι, οι οποίοι ουδεμίαν σοβαράν ιδεολογίαν έχουν, κατορθώνουν να φανατίζωνται και να αγωνίζωνται εις τα πολιτικά πράγματα με τόσην τόλμην, ενώ οι Χριστιανοί, οι οποίοι κατέχουν την ωραιοτέραν ιδεολογίαν και ανθρωπιστικήν θεωρίαν, αδρανούν και αποσύρονται. Και μη λησμονής Χριστιανέ ψηφοφόρε, ότι ολόκληρος η ζωή σου είναι μια εκλογή και μια επιλογή…» (Η Ευθύνη του Χριστιανού στα πολιτικά πράγματα, Η πολιτική ευθύνη του Χριστιανού, σελ. 30-31).

Τα παραπάνω αρκούν για ένα πρώτο συμπέρασμα: Η πολιτική επιστήμη ορίζει στον άξιο πολιτικό ένα αδήριτο καθήκον: να φροντίσει για τη μόρφωση των πολιτών. Το πρόκριμα της μόρφωσης αυτής είναι διττό: η γενναιότητα και η σύνεση. Γενναίοι και συνετοί πολίτες είναι το έμψυχο «υλικό» που θα χρειαστεί ο πολιτικός, για να προχωρήσει στην ύφανση του πολιτειακού ιστού, στη σύνθεση του κοινωνικού σώματος και στην αρμονική συνύφανση των ανθρώπων μεταξύ τους. Ο πολιτικός, λοιπόν, ο εμπνευσμένος από την πολιτική επιστήμη, καλείται να εμφυτεύσει την αληθινή γνώση σε όλους εκείνους που έλαβαν τη σωστή μόρφωση. Στο θεμέλιο αυτής της κοινής γνώσης, θα είναι εφικτή η φυσική προσέγγιση μεταξύ των δύο αυτών φορέων και η οικοδόμηση σωματικών-συγγενικών σχέσεων ανάμεσα στους γενναίους και τους συνετούς[5]. «Τιμούμε και σεβόμαστε τους ανθρώπους που σηκώνουν την ευθύνη της πολιτικής διακονίας, αλλά νομίζουμε ότι πρέπει να έχουν το θάρρος να αποποιούνται την ειδωλοποίηση και να προφυλάσσουν τους λαούς από χίμαιρες και πλάνες», διότι όπως τόνιζε συνεχώς, «η αναστήλωση της Δημοκρατίας δεν γίνεται μόνον με Διατάγματα και με Δημοψηφίσματα. Ούτε στηρίζεται με όπλα και φωνές των δρόμων. Χρειάζεται πολύ περισσότερο μια εσωτερική καλλιέργεια και μια καθημερινή άσκηση. Χρειάζεται μια σωστή αυτοσυνείδηση, κι’ ένα βαθύ σεβασμό για τους άλλους. Χρειάζεται ένα γνήσιο ανθρωπισμό κι ένα αυτοέλεγχο, πού τον κάνουν μόνοι οι σοφοί και οι άγιοι. Μια ανακαίνιση της Δημοκρατίας προϋποθέτει και μια ψυχική ανακαίνιση όλου του Έθνους. Κι’ αυτός είναι ο λόγος πού μας κάνει να πιστεύωμε και να ισχυριζώμεθα πώς το μήνυμα και το κήρυγμα μιάς ζωντανής Εκκλησίας θα μπορούσε να βοηθήση το Έθνος μας και σήμερα στην οικοδομή μιάς ουσιαστικής Δημοκρατίας του» (Ομιλία, 2α Νοεμβρίου 1974) [6].

Ειρηναίος_147

ΙΙ

Η βάναυση, λοιπόν, χρεοκοπία που βιώνουμε ως Xώρα και ως πολίτες αυτής της Χώρας δεν είναι μονοδιάστατη. Και σίγουρα δεν προσδιορίζεται απλώς με όρους οικονομικής κατολισθήσεως. Η πραγματική χρεοκοπία έχει συντελεσθεί πολύ πριν. Και τούτη είναι η πνευματική χρεωκοπία! Που σημαίνει, πρώτα από όλα, η υποτίμηση των θεσμών. Αλλά και των διαδικασίων. Και των κανόνων. Και η έκπτωση του πολιτικού ήθους. Και προπαντός, η έλλειψη σταθερής προσήλωσης σε αυτονόητες αρχές, που οριοθετούν και διασφαλίζουν την επαρκή, παραγωγική και ανθρώπινη διαχείριση του πολιτειακού γίγνεσθαι. Κατά την άποψη του τιμωμένου σήμερα Ιεράρχη τέσσερα στοιχεία νοσούν: Η Δημοκρατία, η παιδεία, η κοινωνική συνοχή και η εθνική κυριαρχία. «Δημοκρατία που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της με συκοφαντίες και δημαγωγίες, δεν είναι Δημοκρατία. Μία Δημοκρατία, που δεν έχει ανοχή και σεβασμό στη γνώμη του αντιπάλου δεν λέγεται Δημοκρατία, όσο και εάν κραυγάζει στο δρόμο. Αλλά πώς να υπάρξει Δημοκρατία όταν λείπει από τη ζωή του Έθνους μας μία βαθύτερη πνευματική οικοδομή[7].

Ασκεί, ταυτοχρόνως, ο σπουδαίος Ιεράρχης, δριμύτατη κριτική στη δημαγωγία των υποσχέσεων και την εξαπάτηση του λαού με ψεύτικες και ανέφικτες παροχές, οι οποίες «όχι μόνον είναι απάτη, αλλά και διαστροφή του ίδιου του Λαού, ο οποίος κακομαθαίνει σε παροχές και υποσχέσεις και αρνείται να ανταποκριθεί και στις δικές του υποχρεώσεις. Αυτός ο λαός δεν έχει παιδεία».

Και για το θέμα της κοινωνικής συνοχής και της εθνικής κυριαρχίας μπορεί να απολαύσει κανείς την ομιλία του σε ραδιοφωνική εκπομπή στο Μόναχο: «Έλληνες λεβέντες, ανδρειωμένοι, Πατριώτες, θρήσκοι, φιλότιμοι, εργατικοί και τίμιοι άνθρωποι. Χαρήτε Παιδιά μου τούτη τη δοξασμένη μέρα της Λευτεριάς και της Αναγέννησής μας. Έλληνίδες Σουλιώτισες και Σπαρτιάτισες, Έλληνίδες, Χριστιανές, Αρχόντισες, Νοικοκυράδες, σεμνές, Γιαγιάδες, μητέρες, κόρες, χαρήτε Παιδιά μου τούτη τη μεγάλη μέρα της Παρθένου Μαρίας και της Ελλάδος μας. Σηκώστε το κεφάλι σας ψηλά, Παιδιά μου, και γιορτάστε τούτη τη μεγάλη μέρα, όπου κι’ αν είσθε, όποιοι κι αν είσθε.  Δεν είμαστε οι σκλάβοι των Μάρκων και των Μηχανών της Ευρώπης. Κι’ αν είμαστε εργάτες, είμαστε Έλληνες και έχουμε στο αίμα και στο Πνεύμα μας πολιτισμό και ανθρωπιά. Δεν είμαστε οι σκλάβοι της καπνιάς και της μουτζούρας των Εργοστασίων της Ευρώπης κι’ αν είμαστε εργάτες κτίζομε με τη δουλειά μας το σπίτι και τον τόπο μας, τη Γερμανία και την ανθρωπότητα. Πολεμούμε και μείς ενωμένοι σαν τους προγόνους μας να αναστήσωμε την Ελλάδα, να προκόψωμε την Ελλάδα. Οι 400 χιλιάδες των Ελλήνων της Γερμανίας, δεν είμαστε ένα μπουλούκι αθλίων και αχρείων μεταναστών. Είμαστε μια στρατιά και δίνομε μια μάχη για την τιμή και την προκοπή της Πατρίδος της. Ενωμένοι και όχι διασπασμένοι από τις πολιτικές ιδεολογίες…»[8].

Μιλά για όλα αυτά, δηλαδή, των οποίων την καταλυτική αποδόμηση παρακολουθούμε σήμερα. Μια πραγματικότητα η οποία εάν δεν ανασχεθεί άμεσα και προπαντός αποτελεσματικά, θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα σε μη αναστρέψιμες βαραθρώσεις. Μιλά προς όλους τους Χριστιανούς, τους οποίους αρνείται να δεχθεί σαν να είναι μία εποχή του χρόνου, που έρχεται και παρέρχεται, όπου πράττουν κατά βούληση και εκκλησιάζονται απλώς τις Κυριακές.

Ειρηναίος_105

IΙΙ

Ολόκληρη, λοιπόν, η πολιτική, κοινωνική και θεολογική σκέψη του σημερινού τιμωμένου Ιεράρχη περικλείεται στο βιβλίο του «Εκκλησία και σύγχρονος κόσμος». Το εν λόγω βιβλίο αποτελείται από ένα πλήθος σημαντικών άρθρων, που βρίσκουμε βέβαια και στο Περιοδικό «Χριστός και Κόσμος» (Καστέλλι 1971). Το βασικό ερώτημα-δίλημμα του συγγραφέα είναι το εξής: «Δύναται η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία της να έχη μίαν γνώμην επί των περιπτώσεων εκείνων πού υπάρχουν πολιτικαί διαμάχαι εις την Χώραν της; Έχει το δικαίωμα η Εκκλησία να λέγη την γνώμην της επί των πολιτικών πραγμάτων;». Και εμμέσως απαντά: «Πώς δύναται η Εκκλησία να μένη ασυγκίνητος και αδιάφορος, όταν υπονομεύεται το κύρος των υγιών πολιτικών θεσμών, διά των οποίων επιδιώκεται και διακονείται η ευημερία και η “σωτηρία” του Ποιμνίου της; Πώς δύναται η Εκκλησία να μένη ασυγκίνητος και αδιάφορος, όταν τα πολιτικά πράγματα της Χώρας καταδικάζουν το Ποίμνιόν της εις πενίαν και αθλιότητα ή εις ανελεύθερον και δουλικόν βίον; Πώς δύναται η Εκκλησία να μένη αδιάφορος και ασυγκίνητος, όταν η μοναδική πνευματική τροφή του λαού της είναι τα “πολιτικά πάθη” των εφημερίδων και των καφενείων της[9]. Γιατί, όπως τονίζει, «Προτιμώμεν το σκάνδαλον της δράσεως και του αγώνος, από το σκάνδαλον της σιωπής και της δειλίας», καθώς, «Προτιμώ μια Εκκλησία μωλωπισμένη, πληγωμένη, βρώμικη επειδή ήταν έξω στους δρόμους, από μια Εκκλησία που είναι ανθυγιεινή διότι παρέμεινε περιορισμένη και προσκολλημένη στην ιδέα της δικής της ασφάλειας» (Εvangelii Gaudium – Η χαρά του Ευαγγελίου, Νοέμβριος 2013).  Η αναφορά μου αυτή, γίνεται διότι ο μακαριστός Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος προλογίζοντας το βιβλίο του Επισκόπου της Καθολικής Εκκλησίας Όσκαρ Ρομέρο, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1980 στο Σαν Σαλβαντόρ της Αμερικής (Ο ποιμένας μπροστά στα γεγονότα, εκδ. Μήνυμα, Αθήνα 1985, σελ. 9-12), γράφει τα εξής: «Ποια Εκκλησία υπερασπίζουμε όταν αρνούμαστε το ψωμί και την ελευθερία στο Λαό του Θεού;». Και απαντά: «Το θάρρος και το μαρτύριο του Επισκόπου Ρομέρο γίνεται έλεγχος σε όλους εκείνους που κρατούν άγονη και παθητική τη χριστιανική πίστη και μοίρα του κόσμου. Αλλά και δίνει απάντηση σε κείνους που ειρωνεύονται και πολεμούν την Εκκλησία του Χριστού σαν κατεστημένο και εχθρό της προόδου και της Δικαιοσύνης των Λαών»[10].

Και η απάντησις; Η Επανάστασις! Όχι όμως η οιανδήποτε επανάστασις[11]. Η επανάστασις του πνεύματος. Και η επανάστασις του πνεύματος, την οποία τόσο πολύ πρέσβευε και ποθούσε από τον χριστιανό πολίτη, «σημαίνει καθολική αλλαγή του Πνεύματος, μια αλλαγή η οποία θα είναι συγχρόνως διανοητική και ηθική, μια Επανάστασις των ψυχών. […] Και αυτό βαρύνει τους ώμους των υπευθύνων φορέων της Χριστιανικής ιδεολογίας, από την οποίαν ακόμη μίαν φοράν εις την Ιστορίαν, ο κόσμος περιμένει την σωτηρίαν του. Η εποχή της είναι η ώρα των μεγάλων ηθικών προσωπικοτήτων, αι οποίαι καλούνται όπως εκαλούντο εις τα παλαιά χρόνια οι ήρωες, δια να σώσουν την ανθρωπότητα από τους κινδύνους και την καταστροφήν» (Αι Επαναστάσεις και η Επανάστασις, σελ. 25-26).

Διαβάζω για πρώτη φορά ως έχει, κείμενό του που ετοίμασε ως χαιρετισμό για τους Ευέλπιδες, στο Μνημείο Πεσόντων των Ευελπίδων στο Κολυμπάρι και με την ένδειξη «δεν ελέχθη»: «Διά την Εκκλησίαν η κατάστασις του σημερινού κόσμου δεν είναι απλώς ένα ζήτημα μεταβολής των πολιτικών συστημάτων διακυβερνήσεως των λαών. Διά την Εκκλησίαν, η σημερινή κατάστασις του Κόσμου δεν είναι απλώς ζήτημα φιλελευθέρας αναρχίας ή ανελευθέρου συντηρητισμού, δεν είναι απλώς ζήτημα Αναπτύξεως ή Υποαναπτύξεως, διότι τα πράγματα δεν είναι ότι κερδίζομεν ανίσως, αλλά χάνουμε τον άνθρωπον, χάνομεν την ψυχήν της. Διά την Εκκλησίαν λοιπόν, και επαναλαμβάνω ότι μια γνησία Εκκλησία πρέπει να λέγη εις το ποίμνιόν της την αλήθειαν. Διά την Εκκλησίαν, λέγομεν, κάθε προσπάθεια προς αλλαγήν και ανόρθωσιν και κάθε γνησία επανάστασις πρέπει να απευθύνεται προς το βάθος της ανθρωπίνης ψυχής και από εκεί να αρχίζη το έργον της αναγεννήσεως ή της ανακαινήσεως των. Εάν λοιπόν η Εθνική Επανάστασις κατορθώση να κατέλθη εις το βάθος αυτό και να μεταβληθή εις Πνευματικήν Επανάστασιν, εάν η Εθνική Επανάστασις κατορθώση να κατέλθη εις το βάθος των γνησίων δημιουργικών δυνάμεων του Έθνους της, αλλά και των γνησίων αδυναμιών και ελαττωμάτων της, τότε το έργον της θα καταστή πράγματι ανορθωτικόν, ιστορικόν και εθνοσωτήριον»[12].

Ειρηναίος_32

IV

Ας συνοψίσουμε. Το ότι επιλέξαμε να μιλήσουμε με αφηγηματικά παραδείγματα προκειμένου να αναδείξουμε πως αλληλοδιαπλέκονται σημαντικές χριστιανικές αξίες με το όραμα της Βασιλείας του Θεού, δεν ήταν καθόλου τυχαίο ή αυθαίρετο, αλλά σκόπιμο και πιστεύουμε δικαιολογημένο. Την ίδια ακριβώς τακτική ακολουθεί και ο βιβλικός κανόνας τοποθετώντας το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων αμέσως μετά τις ευαγγελικές διηγήσεις. Στην ίδια προοπτική, ο Ειρηναίος Γαλανάκης συνεπής προς την πολιτική αυτοσυνειδησία του, κατάφερε να ξεπεράσει τον ίδιο του τον εαυτό. Το κοινωνικό του έργο ήταν μια πολιτική πρόταση. Κι αυτό, θα έλεγε κανείς, τον τοποθέτησε κατ’ άλλους στο προσκήνιο της κοσμικότητας ή της εκκοσμίκευσης. Μία παρόμοια θεώρησις όμως δεν θα ήταν καθόλου ειλικρινής, εάν αναλογισθεί κανείς ότι ο ίδιος αναγνώριζε ότι «δεν σώζεται η Εκκλησία σήμερα με λειτουργικές μεταρρυθμίσεις ή έστω και με μία κοινωνική δραστηριότητα, όταν από όλα αυτά λείπει το ένα και το μέγιστον, το οποίον χρειάζεται η εποχή μας: Η μαρτυρία και η ομολογία της. Μέσα στα μεγάλα ψεύδη που ζει και τα είδωλα, που βασανίζουν τη σημερινή ανθρωπότητα, ο κόσμος χρειάζεται να ακούσει από το στόμα της Εκκλησίας την αλήθεια…» (Ομιλία στο Ραδιοφωνικό Σταθμό του Μονάχου (1974), Μαριακάκης, Ορθοδοξία και Ελληνισμός, σελ. 170).

Οι κάποτε Έλληνες βεβαίωναν ότι χωρίς «αιδώ και δίκην», αίσθηση ντροπής και απονομή δικαιοσύνης, δεν συγκροτείται «πόλις», πολιτεία, σώμα και κοινωνία σχέσεων. Η αλαζονεία οδηγεί στην ύβρη και η ύβρις τιμωρείται από τον Θεό. Η λέξη «λιτότητα» που είναι στα στόματα και στη σκέψη πολλών πολιτικών δεν επιβάλλεται, αλλά μπορεί να εμπνεύσει προς ένα λιτό εκκλησιαστικό βίο! Ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, τον οποίο ο αείμνηστος Ιεράρχης παραπέμπει στα κείμενά του, σημειώνει: «Εάν δεν μπορώ να πείσω τους ανθρώπους να μετανοιώσουν για τα πάθη τους με το κήρυγμα και με το παράδειγμα, δεν θέλω να γίνω διώκτης τους όπως οι αρχές και οι εξουσίες του κόσμου». Ο νόμος του Θεού δεν επιβάλλεται με τη βία και τον εξαναγκασμό, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον ανθρώπινο νόμο[13].

Ειρηναίος_16

Κλείνοντας, εν είδει συμπεράσματος, θα λέγαμε τα εξής: Ερμηνεύοντας την Α’ Κορ. Επιστολή, στο σημείο «οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες, και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι…» (7:29-31), σημειώνει ότι αυτό το ως μη, μας υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν συνιστά περιουσία, ουσία της ζωής μας, σάρκα, σκοπό και περιεχόμενό της, παρά μόνο η θεία Λειτουργία, ο συνδυασμός της λατρείας προς το Θεό και της υπηρεσίας προς τον αδελφό. Η προσέγγιση, λοιπόν, του Ειρηναίου Γαλανάκη στο θέμα της πολιτικής, δεν είναι πολιτική ή κοινωνιολογική, αλλά καθαρά θεολογική. Θεολογική υπό την έννοια ότι ο ίδιος προσπαθούσε να κατανοήσει την πραγματικότητα και να την κρίνει μέσα από τη σκοπιά των ανθρώπων, οι οποίοι επιθυμούν να είναι αφοσιωμένοι σε ένα Θεό ελευθερωτή, που βγάζει το λαό του από τη δουλεία της Αιγύπτου και όχι να προσκυνούν το Μόσχο (τον πολιτικό), ο οποίος υψώνεται κατά του Θεού και αντί του Θεού (Εξ., 32:4). Οι πράξεις του και το έργο του ήταν «εθελούσιες έκτακτες ενέργειες», όπως τονίσθηκε και στο Μήνυμα της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου μας.

Κι αυτό γιατί όπως ο ίδιος υπογραμμίζει «ως χριστιανοί έχομεν το χρέος να εγκαταλείψωμεν την δειλίαν και να αγωνιζώμεθα δια την επικράτησιν μιας ιδεώδους επί γης κοινωνίας…».  Και συμπληρώνει: «Ο Χριστιανός δεν μπορεί ποτέ να παραιτηθεί από το ευγενές και ιερόν τούτο όνειρον της πίστεως, να ιδεί τον κόσμον τούτον μεταβαλλόμενον εις κόσμον δικαιοσύνης, αγάπης και τελειότητος, εις κόσμον πολιτείας του Θεού…» (Παντελής Μαριακάκης, Ορθοδοξία και Ελληνισμός, Αθήνα 2005, σελ. 163-164)[14].

Η αγωνία του και η κλήσις του ως κληρικού, ως Ποιμένος και κήρυκος του θείου λόγου, εάν θέλουμε να την αποκωδικοποιήσουμε, δε νομίζω ότι ήταν άλλη, παρά η διακονία της Εκκλησίας και του συνανθρώπου, ανεξαρτήτως της πολιτικής ή άλλης ταυτότητας. Με άλλα λόγια, θα λέγαμε σήμερα, η ενεργοποίηση των λαϊκών στο σώμα της Εκκλησίας. Πίστευε δε, ο Ιεράρχης της Κρήτης, ότι η Εκκλησία, βεβαιώνει την κοσμική διάσταση του γεγονότος της σωτηρίας και βάζει σε εφαρμογή, καθημερινά και υπαρξιακά, την ιεραποστολική κλίση της. Η ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή και η αποστολή των λαϊκών δεν θα πρέπει να στραφούν σε μια αφηρημένη και θεωρητική πρακτική, αλλά στην ορθο-πρακτική, δηλαδή τη διακονία των Χριστιανών. Η διακονία, εξ’ άλλου, όταν περιορίζεται σε σχέσεις εξάρτησης, είναι ανεπαρκής και δεν μπορεί να έχει δημιουργικές λειτουργίες μέσα στην κοινωνία και γι’ αυτό πρωτίστως είναι αναγκαίο το αίσθημα του «ανήκειν», όπως αυτό εκφράζεται στη λειτουργική δυναμική της ορθοδόξου παραδόσεώς μας, ως διαρκής, παραμόνιμος και σωτηριώδης.

O Ειρηναίος (Γαλανάκης) δεν διαθέτει μία ξεχωριστή κοινωνική και πολιτική ηθική ανεξάρτητη από την Εκκλησία. Κι’ αυτό, διότι η Εκκλησία συνιστά μία κοινωνική ηθική, την οποία προβάλλει και υλοποιεί ο Ειρηναίος. Ίσως να ήταν και ο πρώτος ο οποίος μίλησε για ένα νέο νόμο, το νόμο της «περί ευθύνης των Χριστιανών»[15]! Η πολιτική του, λοιπόν, δεν έγκειται ούτε στην προσωπική μεταμόρφωση των καρδιών, ούτε στη μεταρρύθμιση της κοινωνίας ή στην αφηρημένη πραγμάτωση ενός ανύπαρκτου οράματος, αλλά στην πραγμάτωση της ανθρωπιάς μας, όπως αυτή σαρκώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού και την κατά χάριν Θεού κατάκτηση του κατ’ εικόνα, στο βαθμό που θα έχουμε όλοι γίνει, ως χριστιανοί, φίλοι του Θεού.

Ηγέομαι -ούμαι: προηγούμαι, προπορεύομαι, είμαι αρχηγός, πηγαίνω μπρός, οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ. Οι ηγέτες προπορεύονται και οδηγούν. Ο Ειρηναίος δεν «λέει» απλώς το καλό, αλλά το πράττει. Γι’ αυτό και είναι ταγός, ηγέτης, φάρος πνευματικότητας και στοχασμού, αποκούμπι ολόκληρης της Κρήτης.

Ηγέτες δεν είναι μόνο οι πολιτικοί. Μπορεί να είναι και όλοι εκείνοι οι αγαθοί, οι άνθρωποι του Θεού, οι οποίοι οδηγούν τους λαούς που τους ακολουθούν σε επιτυχίες, σε νίκες, ακόμη και θριάμβους. Ίσως μπορεί να υπάρχουν αποτυχίες και καταστροφές. Αλλά και πάλι, όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει, τις δύσκολες στιγμές, στιγμές όπως και οι σημερινές, «τον αντρειωμένο μην τον κλαις όσο κι αν αστοχήσει, μα αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος θα ’ναι…». Μπορεί ο αγώνας του Ειρηναίου για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας των Ελλήνων πολιτών να θεωρήθηκε πολιτική παρέμβαση, αλλά η παρέμβαση αυτή δεν ήταν ποτέ κομματική.  Γιατί όπως έλεγε ο ίδιος: «εάν δεν έχεις να κτίσεις εκεί που θες να γκρεμίσεις, καλύτερα να μην γκρεμίσεις»! Πατούσε στη γη! Μπαίνοντας στην καρδιά της ιστορίας, μπήκε στην καρδιά της ανθρωπότητας, μπήκε στην καρδιά των Κρητικών… Κυρίως όχι για μια ιστορία που καταγράφηκε και θα μελετηθεί από τους ιστορικούς, αλλά κυρίως για όσα θα απομείνουν από τα ιστορικά γεγονότα!

Έρχεται και πάλι στο νου μας ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίο απηύθυνε προς τη μακαρία μορφή του Αρχιεπισκόπου Αντιοχείας Μελετίου και προσαρμοζόμενος στη σημερινή περίσταση, σημειώνουμε ότι: «ου γαρ διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός εστί άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την ορώντων ψυχήν εισαγωγήν»[16]. Επίσης, ο ίδιος ο Νικόλαος Καβάσιλας, ο οποίος έγραφε ως ενεργός πολίτης του Βυζαντίου στην καρδιά των πολιτικών εξελίξεων της εποχής του,  θα το επιβεβαιώσει: «Το χρέος όλων μας δεν είναι να αποκτήσουμε την ανθρώπινη αρετή και να περιοριστούμε στον αγώνα αυτόν, αλλά να ζήσουμε την καινή εν Χριστώ ζωή και να επιδείξουμε την θεία δικαιοσύνη. Και δεν θα μας εζητείτο αυτό αν δεν συγγενεύαμε περισσότερο με την εν Χριστώ ζωή και δικαιοσύνη παρά με τη δική μας»[17]. Αυτός ήταν ο πολιτικός στόχος ενός πολίτη, όχι ενός αγαθού πολίτη, αλλά ενός αγαθού χριστιανού πολίτη, του Ειρηναίου (Γαλανάκη) εν τη πολιτική μνήμη. Σας ευχαριστώ…

Ας είναι αιωνία η μνήμη του και οι πράξεις του!

Ειρηναίος_34

[1] François Mitterand, L’abeille et l’architecte, Chronique, έκδ. Flammarion, 1978, σελ. 324.

[2] Ομιλία του ιδίου σε τιμητική εκδήλωση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και της Παγκρήτιας Αδελφότητας  Μακεδονίας, Περιοδικό Νέαρχος, Νοέμβριος 1995, σελ.27.

[3] Βλ. την περιγραφή του Σταμάτη Αποστολάκη, Χανιώτικα Νέα, 23 Νοεμβρίου 2014, σελ. 32-33.

[4] «Εκφράζω τη θλίψη μου… Η Εκκλησία ούτε η ίδια πολιτεύεται αλλ΄ ούτε και πρέπει να χρησιμοποιείται από άλλους για πολιτικούς σκοπούς. Η Εκκλησία είναι το φως του κόσμου και το άλας της γης και ως τοιαύτη μεταφέρει στον κόσμο το αιώνιο μήνυμα του Θεού και υπερασπίζει την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας εν ελευθερία, η οποία είναι εικόνα και Ομοίωμα του Θεού» (Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της 24ης Ιουλίου 1973). «Στην πρόσκληση αυτή των καιρών, ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος και να μη δώσει φως και ελπίδα, από το Μέγα Κεφάλαιο της “εν Χριστώ Σωτηρίας” κοσμικής και μετακοσμικής, που κάθε Κυριακή μας την υπενθυμίζει ο λειτουργικός ύμνος “Σήμερον Σωτηρία τω κόσμω γέγονεν”. Σήμερον σε κάθε ώρα και σε κάθε εποχή. Να προσθέσουμε ακόμη ότι εδώ και τώρα, έξω από τη Θεσσαλονίκη, στο Βαλκανικό χώρο, που οι Ορθόδοξοι Λαοί δέχονται προσκλήσεις και απειλές, μια αμυντική συστράτευση του Κοινωνικού Χριστιανισμού (που ενεργείτε σεις κάπως) μπορεί να αποβεί δύναμη και Σωτηρία». Περιοδικό Νέαρχος, Νοέμβριος 1995, όπ. παρ., σελ. 38-39.

[5] «Η πολιτική, όμοια με ένα παράσιτο έχει περιπλέξει ολόκληρη τη ζωή και της απομυζά το αίμα. Η σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ζωή, είναι μαζική, σχεδόν ολότελα ξένη στην πραγματική οντολογική ζωή. Είναι μαζική και πλασματική, μια αυταπάτη. Η πάλη των κομμάτων, τα Κοινοβούλια, οι Συνελεύσεις, οι εφημερίδες, τα προγράμματα, οι δημαγωγίες και οι διαδηλώσεις, ο αγώνας για την εξουσία, όλα αυτά δεν είναι αληθινή ζωή! Δεν έχουν να κάμουν με το σκοπό και το νόημα της ζωής…. Πρέπει να αρχίσει ο κόσμος μια δυναμική αντίδραση, μια επανάσταση ενάντια στην κυριαρχία της εξωτερικής κοινωνικής διάταξης και ασφαλείας. Μια αντίδραση ή επανάσταση στο όνομα στροφής προς την εσωτερική πνευματική ζωή και μάλιστα όχι μόνο προς προσωπική αλλά και την υπερπροσωπική ζωή στο όνομα της ζωής» (Ο Νέος Μεσαίωνας, μετ. Πρόδρομου Αντωνιάδη, σελ.160,162,166). «Σαν χριστιανός και μάλιστα σαν Επίσκοπος συμμερίζομαι απόλυτα αυτές τις σκέψεις του Ρώσσου χριστιανοφιλοσόφου. Σε σχετική ομιλία μου σε Συνέδριο που οργανώσαμε στη Μητρόπολή μας στις Εορτές της Πεντηκοστής το 1982 μιλήσαμε για μια Επανάσταση των Συνειδήσεων… στην οποία, μεταξύ άλλων, λέγαμε: “Οι πολιτικοί και οικονομολόγοι της εποχής μας νομίζουν, πως τη λύση στην κρίση του πολιτισμού θα τη δώσουν οι πολιτικές και οικονομικές αλλαγές: Αλλά οι σοφοί των συνιστούν μια αλλαγή, που θα ξεκινά από τα βάθη του ανθρώπου και θα επεκτείνεται στις διάφορες κοινωνικές και πολιτικές δομές”», όπ. παρ., σελ. 175.

[6] Παντ. Μαριακάκη, Ορθοδοξία και Ελληνισμός, σελ. 173.

[7] Παντελή Μαριακάκη, Ορθοδοξία και Ελληνισμός, Αθήνα 2005, σελ. 107. Πρβλ. Η πολιτική ευθύνη του Χριστιανού, σελ. 18.

[8] Περιοδικό Ορθόδοξος Μετανάστης, Βόννη 1973, σελ. 8-9.

[9] Εκκλησία και αι Πολιτικαί διαμάχαι, Εδημοσιεύθη τον Οκτώβριο του 1963, σελ. 57-58.

[10] «Αντιθέσεις πολιτικών ιδεολογιών, αντιθέσεις οικονομικών προγραμμάτων και αντιθέσεις μεθόδων και τακτικής. Τούτο είναι πολύ φυσικόν, συμβαίνει εις όλον τον κόσμον και κανείς δεν εκπλήσσεται ότι συμβαίνει και εις την χώραν μας. Εκείνο όμως το οποίον προκαλεί απογοήτευσιν, θλίψιν και ανησυχίαν είναι ότι οι μεταξύ των πολιτικών μας αγώνες, αγώνες αναδείξεως διαδοχής και επικρατήσεώς των, γίνονται με ένα τρόπον, ο οποίος παρουσιάζει χαμηλόν επίπεδον και έλλειψιν συναισθήσεως ευθύνης. Γενικόν δε χαρακτηριστικόν της τακτικής αυτής είναι:

α) Ότι κανείς δεν αναγνωρίζει εις τους αντιπάλους του ικανότητα και αξίαν. Ότι κάμνει η κυβέρνησις του ενός Κόμματος πρέπει να το επικρίνη και να το καταστρέψη η κυβέρνηση του άλλου Κόμματος, διά να δείξη τάχα την ικανότητα και την υπεροχήν της.

β) Η επίκρισις επί των πολιτικών πραγμάτων μεταφέρεται ευκολώτατα εις τα “προσωπικά” και οι πολιτικοί μας εξευτελίζονται και φθείρονται αμοιβαίως και κατά τον χειρότερον τρόπον. Αλλ’ είναι φανερόν ότι, όταν ένας Βουλευτής ή ένας Υπουργός επικρίνη και ταπεινώση τον συνάδελφόν του, δεν εξευτελίζει μόνον το α ή β πρόσωπον, αλλ’ επικρίνει και φθείρει γενικώς το κύρος και την αξίαν των πολιτικών στελεχών και καταστρέφει το “πολιτικόν κεφάλαιον” που διαθέτει εκάστοτε το Έθνος. Είμαι βέβαιος ότι και οι μετριώτεροι ακόμη πολιτικοί μας δεν είναι παντελώς άχρηστοι και οι ικανώτεροι πάλιν εξ αυτών θα ηδύναντο να προσφέρουν απείρως περισσότερα, εάν τα “πολιτικά πάθη” δεν εξευτέλιζον τους πρώτους και δεν έφθειρον τους τελευταίους. Η τακτική όμως αυτή όχι μόνον άδικος και παράλογος είναι, όχι μόνον εξευτελίζει και αχρηστεύει τους δημοσίους άνδρας, αλλά και εμποδίζει και αποθαρρύνει όλους εκείνους που έχουν και πολιτικήν ικανότητα και αρετήν και ήθος και θα ηδύναντο να προσέλθουν εις την πολιτικήν κονίστραν διά να αυξήσουν και να υψώσουν ούτω το “πολιτικόν” επίπεδον της Χώρας», Το ευήμερον και το αιώνιον εις την Πολιτικήν, σελ.62-63.

[11] «Πιστεύομεν ακράδαντα ότι η εποχή μας χρειάζεται βαθύτερα μια ηθική Επανάσταση, μια εσωτερική δηλ. στροφή και αλλαγή, μια παγκόσμια μετάνοια μέσα στην οποία ο άνθρωπος καλείται να επανεκτιμήση βαθύτερα τους ηθικούς νόμους της ζωής και να τους εφαρμόση στην ατομική του ωριμότητα και προπάντων στην Κοινωνική του συμβίωση. Και αυτός είναι ο αληθινός προσανατολισμός, πού πρέπει να βλέπουμε σήμερα σαν Χριστιανοί. Γιατί είναι γνωστόν πώς σ’ όλες τις θρησκείες και σ΄όλες τις φιλοσοφίες του Κόσμου υπάρχουν ωραίες ηθικές εντολές, πού έχουνε αναδείξει σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο μερικά υπέροχα ηθικά αναστήματα. Οι Μάζες των λαών όμως μένουν ακόμη μακρυά από τις κορυφές αυτές. Και η μεγάλη αυτή επανάσταση και αλλαγή πού χρειάζεται η εποχή μας για να προχωρήση στην οικοδομή ενός καλυτέρου Κόσμου είναι να ρίξωμε αυτές τις ηθικές εντολές στην Κοινωνική μας συμβίωση και να ενώσωμε τον Κόσμο σε μία ελεύθερη και φωτισμένη συνεργασία…», (από το βιβλίο του Στρατευομένη Εκκλησία, σελ. 46-47).

[12] Ομοίως και στο Α’ Ιερατικόν Συνέδριον στην ΟΑΚ τόνιζε: «Είναι τόσο μεγάλη η καταστροφή μας στην εποχή αυτή, ώστε πρέπει να περιμένουμε ότι θα χειροτερέψη ακόμη η κατάσταση. Δεν εμποδίζομε με τις επαναστάσεις και με τα καμώματα. Το πνευματικό κακό μόνον διά μίας πνευματικής επαναστάσεως εμποδίζεται. Τα κανόνια δεν εμποδίζουν καθόλου, ποτέ η ανθρωπότης δεν εσταμάτησε τον κατήφορο της με τα κανόνια. Μόνο μια πνευματική επανάστασις, που την οποία πρέπει να κάναμε, είναι δυνατόν να σώση την ανθρωπότητα πραγματικά».

[13] Ο ίδιος λέγει: «Με την λιτότητα της ζωής των δίνουμε ένα μάθημα απλότητας σε μας που τα έχουμε όλα κι όμως δεν είμεθα ευχαριστημένοι. Στα εργοστάσια άλλωστε που εργάζονται οι εργάτες μας μαζί με ξεχωρίζουν στην εργατικότητα και επιμέλεια των και στα σπίτια που διαμένουν δίνουνε πολλά μαθήματα φιλοξενίας, κι ανθρωπιάς στους συγκατοίκους των. Οι Έλληνες εργάται π.χ. με το να προσφέρουν οι ίδιοι τσιγάρο στους συναδέλφους των χωρίς να ζητούν χρήματα, μετέδωσαν ήδη και στους άλλους αυτή την ελαχίστη αλλά και πολύ σημαντική χειρονομία ανθρωπιάς», όπ. παρ., σελ.10.

[14] «Ο άμβωνας είναι τοποθετημένος στη μέση του χριστιανικού Ναού για να ακούγεται το κήρυγμα του από όλες τις πλευρές του, το ίδιο και το μήνυμά του πρέπει να τοποθετείται στη μέση της ζωής για να το ακούνε όλοι. Κι αυτοί που είναι μπροστά (προοδευτικοί;) και αυτοί που είναι πίσω (συντηρητικοί;) κι αυτοί που είναι “δεξιά” και αυτοί που είναι “αριστερά”. Κι αυτοί που ανεβαίνουν στα μπαλκόνια κι αυτοί που κοπαδιάζονται στις πλατείες. Χρέος λοιπόν της “Εκκλησίας” να ερμηνέψει και στον τόπο μας το αληθινό νόημα της Εκκλησίας του Χριστού, έτσι που είναι ο άμβωνάς της να μπορεί να κατηχεί και στις αγορές (τα μπαλκόνια) και στις πλατείες», Παντελή Μαριακάκη, Ορθοδοξία και Ελληνισμός, Αθήνα 2005, σελ. 172.

[15] «[…] Η αμέλεια και η περιφρόνησις του Χριστιανού διά τα εγκόσμια πράγματα είναι σφάλμα και αμάρτημα προσβολής εναντίον του Θεού, εις τον οποίον ανήκει όχι μόνον ο ουρανός αλλά και η γη. Η γη, όχι μόνον ως φύσις και δημιουργία, αλλά προπάντων ως τόπος επί του οποίου ο άνθρωπος, το κατ’ εξοχήν δημιούργημα του Θεού, ζη, δρά και αγωνίζεται να επιτύχη τον υψηλόν προορισμόν του. […] Η αποχή (των Χριστιανών) από τον αγώνα των μεγάλων αυτών ιδανικών της θρησκείας μας ισοδυναμεί με λιποταξίαν και προδοσίαν των αρχών αυτών. Ο Χριστιανός είναι “το φως του κόσμου” και “το άλας της γης” κι’ όποιος κρατά το φως δεν πηγαίνει ποτέ πίσω, δεν κρύβεται και δεν παραμερίζει, διότι έχει να φωτίση και να βοηθήση την πορεία των άλλων», Η ευθύνη του Χριστιανού πάνω στα πολιτικά πράγματα, σελ. 30-31.

[16] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. 37, σελ. 28.

[17] Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Δ΄, 74. Πρβλ. Κων. Ζουράρη, Η αληθινή φύση της εξουσίας, Περιοδικό Σύναξη, 6(1983), σελ.51-60.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.