Σεβασμιώτατε μητροπολίτα Λαγκαδᾶ, Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἐκπρόσωπε τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου,
Παναγιώτατε μητροπολίτα Θεσσαλονίκης,
Αἰδεσιμολογιώτατε ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς,
Πανιερώτατε,
Ἀξιότιμη κυρία Ὑφυπουργέ,
Ἀξιότιμε ἐκπρόσωπε τοῦ Γ´ Σώματος Στρατοῦ,
Κυρίοι ἀναπληρωτὲς Πρύτανη,
Κύριε Κοσμῆτορ, Κύριοι Πρόεδροι τῶν δύο Τμημάτων τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς,
Σεβαστοὶ ὁμότιμοι καθηγητές,
Κυρίες καὶ κύριοι συνάδελφοι,
Ἐκλεκτοὶ παρευρισκόμενοι,
Τὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου μας βρίσκεται σήμερα στὴν ἐξαιρετικὰ εὐχάριστη θέση νὰ προβαίνει στὴν ἀναγόρευση ὡς ἐπιτίμου διδάκτορος τοῦ μητροπολίτου Διοκλείας κ. Καλλίστου Ware, ἑνὸς ἐκ τῶν πλέον ἐπιφανῶν Ὀρθόδοξων θεολόγων τῆς ἐποχῆς μας, γνωστοῦ ὄχι μόνο στὸ ἐξωτερικό, ὅπου ἔζησε, δίδαξε καὶ ἐργάστηκε πολυμερῶς, πολυτρόπως καὶ εὐκάρπως στὸν ἐκκλησιαστικὸ καὶ θεολογικὸ ἀμπελῶνα, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα εὐρύτατο ἐπιστημονικὸ καὶ ἀναγνωστικὸ κοινὸ τῆς χώρας μας ἀπὸ τὰ δεκάδες ἔργα του ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἐκδίδονται ἀπὸ γνωστοὺς ἑλληνικοὺς ἐκδοτικοὺς οἴκους, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἡ θεολογικὴ παρουσία του στὸν ἑλληνόφωνο χῶρο γίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ αἰσθητή, ὁλοένα καὶ πιὸ οὐσιαστική.
Ὁ μητροπολίτης Κάλλιστος, κατὰ κόσμον Τimothy Ware, γεννήθηκε στὸ Mπάθ, Σόμερσετ τῆς Ἀγγλίας καί, μετὰ τὸ Westminster School τοῦ Λονδίνου, ὅπου ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια παιδεία, πραγματοποίησε σπουδὲς Φιλοσοφίας καὶ Θεολογίας στὸ Μagdalen College τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης, ὅπου τόσο σὲ προπτυχιακὸ ὅσο καὶ σὲ μεταπτυχιακὸ ἐπίπεδο ἔλαβε τὴ διάκριση First Class Honours. Ἀκριβῶς 50 χρόνια πρίν, ὑπέβαλε τὸ ἐρευνητικὸ πρωτόλειο ἔργο του, τὴ διδακτορική του διατριβὴ γιὰ τὸ ἔργο καὶ τὴ θεολογία τοῦ Μάρκου τοῦ Ἀσκητῆ, ἑνὸς συγγραφέα τοῦ 5ου ἢ 6ου αἰώνα, ἡ ὁποία προσδιόρισε σὲ σημαντικὸ βαθμὸ τὴ μεταγενέστερη θεολογικὴ καὶ ἐρευνητικὴ προσήλωσή του στὴν ἀσκητικὴ καὶ νηπτικὴ θεολογία, ποὺ ἑδράζεται στὴν καθαρότητα τῆς καρδίας καὶ τὴν ἱερὰ νήψη, τὴν ἄσκηση δηλαδὴ καὶ ἐγρήγορση τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καὶ τὴν καλλιέργεια τῆς νοερᾶς καὶ ἀδιάλειπτης προσευχῆς, καὶ συνιστᾶ καθολικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς χρόνους ἤδη τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πατέρων.
Ὁ ἑπόμενος χρόνος ἀπετέλεσε τὴν ἀφετηρία τῆς ἀκαδημαϊκῆς του σταδιοδρομίας, μὲ τὴν ἐκλογή του ὡς Spalding Lecturer in Eastern Orthodox Studies στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης, θέση τὴν ὁποία διατήρησε ὣς τὴ συνταξιοδότησή του τὸ 2001. Ἐξελέγη ἐπίσης τὸ 1970 Fellow τοῦ Pembroke College τῆς Ὀξφόρδης καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος Senior Denyer and Johnson Scholar τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης. Εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, κατὰ τὰ ἔτη 1992-1994, ὑπηρέτησε ὡς Chairman of the Board of the Faculty of Theology τοῦ ἴδιου Πανεπιστημίου. Ἔκτοτε, καὶ καθόλη τὴ μακρὰ περίοδο τῆς ὑπερτριακονταετοῦς ἀκαδημαϊκῆς του σταδιοδρομίας, ὁ μητροπολίτης Κάλλιστος κλήθηκε νὰ διδάξει ἢ νὰ δώσει διαλέξεις σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ μεγάλα πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς.
Ταυτοχρόνως ἐπιτέλεσε ἕνα ἀξιοθαύμαστο διδακτικὸ ἔργο, καθιστώντας τὴν Ὀξφόρδη κέντρο τῶν σπουδῶν στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία· ἀρκετοὶ μάλιστα διακεκριμένοι καθηγητὲς σὲ πανεπιστήμια τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Ἐξωτερικοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα, μὲ προβεβλημένη δραστηριότητα στὶς Ἐκκλησίες τους, σεμνύνονται ὅτι ὑπῆρξαν μαθητές του. Ἐπιπλέον, καθόλη αὐτὴ τὴν περίοδο τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴ θεολογικὴ συγγραφὴ παρέμεινε ἀμείωτο, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἐργογραφία τοῦ μητροπολίτη Καλλίστου, τὴν ὁποία μπορεῖ κάποιος νὰ βρεῖ σήμερα συγκεντρωμένη στὸν τόμο Αbba. The Tradition of Orthodoxy in the West, ποὺ τοῦ ἀφιέρωσαν οἱ μαθητές του τὸ 2003, νὰ συμποσοῦται σήμερα σὲ τουλάχιστον δέκα βιβλία καὶ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια ἄρθρα, δημοσιευμένα σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀραβικὰ καὶ τὰ κορεατικά. Τὸ ἔργο του αὐτὸ ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ ἀρκετὰ ἀκαδημαϊκὰ ἱδρύματα σὲ ὅλο τὸν κόσμο· ἔχει τιμηθεῖ ὡς ἐπίτιμος διδάκτωρ τοῦ πανεπιστημίου Cluj-Napoca τῆς Ρουμανίας, τοῦ Lawrence University στὸ Wisconsin καὶ τοῦ Ὀρθόδοξου Θεολογικοῦ Σεμιναρίου τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου τῶν ΗΠΑ, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Βελιγραδίου, τοῦ Ἰνστιτούτου Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι, τοῦ Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικῆς καὶ Ψυχολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ τοῦ Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, ἐνῶ τὸ 2008 ἀναγορεύθηκε ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.
Ὁ μητροπολίτης Κάλλιστος ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς ἀγγλικανικῆς παράδοσης, καὶ μάλιστα ὡς συνειδητὸς ἀγγλικανός, ἀλλὰ τὸ 1958, σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν καὶ μετὰ ἀπὸ μία μακρὰ ὅσο καὶ μοναδικὰ γόνιμη περίοδο ἀναζήτησης ἕξι ἐτῶν, τὴν ὁποία περιγράφει μὲ γλαφυρότητα στὴν πνευματικὴ αὐτοβιογραφία του, μὲ τίτλο «Τὸ ταξίδι μου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: περίεργο ἀλλὰ προσφιλές», στὸ πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου του, Ἡ ἐντὸς ἡμῶν Βασιλεία, ἀσπάστηκε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐντάχθηκε στὸ ποίμνιο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Πρόσφατα δὲ περιέγραψε ὡς ἑξῆς αὐτὴ τὴν περίοδο ἀναζήτησης καὶ κυρίως τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀναζήτησης:
«Περίμενα ἕξι χρόνια. Ἤθελα νὰ μάθω τί πιστεύει ἀκριβῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἄρχισα νὰ διαβάζω τοὺς Πατέρες. Ἦρθα στὴν Ελλάδα, ὅταν ἤμουν 20 χρονῶν. Πῆγα στὴν Πελοπόννησο, στὸ Μυστρᾶ καὶ ἐκεῖ οἱ βυζαντινὲς ἐκκλησίες μὲ τὶς τοιχογραφίες τους μοῦ ἔκαναν ἐπίσης μία μεγάλη ἐντύπωση. Γνώρισα τὴν Ὀρθοδοξία ὄχι μόνο ἀπὸ ἐκείνη τὴ ρωσικὴ ἀκολουθία ἀλλὰ ἐπίσης ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ παρουσία στὸ Μυστρᾶ. Μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια, ἔγινα Ορθόδοξος στὸν ἑλληνικὸ ναὸ στὸ Λονδίνο. Πρῶτα ἦταν ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ λειτουργικὴ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ μὲ τράβηξε. Ἐπίσης ὅταν γνώρισα τὴν Ὀρθοδοξία βρῆκα μία πληρότητα στὴ χριστιανικὴ πίστη. Δὲν λέω ὅτι οἱ ἄλλες ὁμολογίες (Ρωμαιοκαθολικοί, Ἀγγλικανοί, Προτεστάντες) δὲν ἔχουν τίποτε, ὅμως βρῆκα πλήρη τὴν πίστη μέσα στὴν Ὀρθοδοξία.
Τὴν ἴδια χρονιὰ ποὺ ἔλαβε τὸ διδακτορικό του δίπλωμα, ὁ μητροπολίτης Κάλλιστος εἰσερχόταν πλέον καὶ στὶς τάξεις τοῦ Ὀρθόδοξου κλήρου. Χειροτονήθηκε διάκονος τὸ 1965 καὶ ἐν συνεχεία ἱερέας, ἐνῶ τὸ 1982 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸν ἐξέλεξε ἐπίσκοπο Διοκλείας, τίτλο πού, λόγω τῆς διακεκριμένης προσφορᾶς του στὴν οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία, ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀνύψωσε τὸ ἔτος 2007 σὲ τιτουλάριο μητροπολίτη Διοκλείας. Ἀξίζει νὰ προσθέσουμε πὼς ἤδη τὸ 1966 εἶχε καρεῖ μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο, ἕνα χῶρο ὅπου δέσποζε, πέρα ἀπὸ τὴν ἀποκαλυπτικὴ γοητεία του, ἡ μορφὴ τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Ἀμφιλόχιου Μακρῆ, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρότρυνε νὰ καρεῖ μοναχός, ἐνῶ παρέμεινε ἐπὶ ἀρκετοὺς μῆνες καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα.
Τὸ πολυσχιδὲς ἐκκλησιαστικό του ἔργο, ἔργο ποὺ συνιστᾶ συγκερασμὸ τῶν ἀκαδημαϊκῶν του ὑποχρεώσεων καὶ τῆς προσωπικῆς του πνευματικῆς ἀλλὰ καὶ ποιμαντικῆς στοχοθεσίας, περιλαμβάνει τὴν ἵδρυση ἐνοριακῶν κοινοτήτων, ὅπως ἡ ἑλληνορθόδοξη κοινότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Ὀξφόρδη, καὶ συνδέσμων Ὀρθοδόξων τῆς Ἀγγλίας, τῶν ὁποίων προΐσταται: τοῦ Κέντρου Ὀρθοδόξου Πνευματικότητος «Ἡ ἁγία Θεοσέβεια», τοῦ συνδέσμου Friends of Orthodoxy on Iona, στὴ Σκωτία, καὶ Friends of Mount Athos. Ἐπιπλέον, ὁ μητροπολίτης Κάλλιστος συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὸ διάλογο τῆς Ὀρθόδοξης μὲ τὴν Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία ὡς μέλος τῆς ἐπίσημης Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ἀγγλικανῶν, τῆς ὁποίας ἀπὸ τὸ 2007 ὁρίστηκε Πρόεδρος, καθὼς καὶ τῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου τῆς Ὀρθόδοξης μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ μετέχει ἐνεργὰ ὡς Πρόεδρος τῶν κοινῶν θεολογικῶν ὀργανώσεων «Βlessed Virgin Mary» καὶ «St. Alban and St. Sergius», ἀλλὰ καὶ ὡς συνεκδότης τοῦ θεολογικοῦ περιοδικοῦ Sobornost ποὺ σημαίνει «καθολικότητα».
Θὰ ἐπισημάνουμε, τέλος, μὲ ἔμφαση τὸ σπουδαῖο μεταφραστικό του ἔργο, τόσο στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συγκεκριμένα στὰ Μηναῖα καὶ τὸ Τριώδιο, ὅσο καὶ σὲ μία συλλογὴ ποὺ ἀποτελεῖ σταθμὸ γιὰ τὴν πορεία καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας στὴ Δύση: τὴ Φιλοκαλία. Δὲν θὰ ἦταν μάλιστα ὑπερβολή, ἂν σήμερα ἰσχυριστοῦμε, κάνοντας μία ἀναγωγὴ στὴν ἐπίδραση ποὺ ἄσκησαν οἱ μεταφράσεις τῆς Φιλοκαλίας ἀπὸ τὸν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καὶ τὸ Θεοφάνη τὸν Ἔγκλειστο κατὰ τὸ 18ο καὶ 19ο αἰώνα γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας στὸ σλαβικὸ κόσμο, ὅτι ἡ μετάφραση τῆς Φιλοκαλίας ἀπὸ τὸ μητροπολίτη Κάλλιστο καὶ τοὺς συνεργάτες του Philip Sherrard καὶ Gerald Palmer, ποὺ ξεκίνησε τὸ 1979 καὶ ὁλοκληρώνεται, ὅπως πληροφορούμαστε, μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ τελευταίου τόμου τῆς συλλογῆς τὸ ἑπόμενο ἔτος, ὑπῆρξε ἐξίσου σημαντικὴ γιὰ τὴν πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ δυτικὸ κόσμο. Ὅπως, ἄλλωστε, ἔχει γράψει ὁ ἴδιος,
«ἡ Ἀγγλικὴ Φιλοκαλία δὲν διαβάζεται μόνον ἀπὸ μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἤ, ἔστω, μόνον ἀπὸ χριστιανούς. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι που, εἴτε ἀνήκουν σὲ ἄλλες θρησκεῖες, εἴτε δὲν ἀνήκουν σὲ κάποια θρησκευτικὴ παράδοση, ἀναζητοῦν μία πίστη καὶ διαβάζουν τὴ Φιλοκαλία… Εἶναι ἀξιοσημείωτο καὶ ἰδιαίτερα ἐνθαρρυντικὸ ὅτι μία συλλογὴ κειμένων ποὺ προοριζόταν γιὰ ἑλληνορθόδοξους χριστιανοὺς τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας τοῦ 18ου αἰώνα, κατάφερε νὰ ἀσκήσει τέτοια ἐπίδραση δύο αἰῶνες ἀργότερα, στὸ ὁλότελα διαφορετικὸ ἱστορικὸ καὶ πολιτισμικὸ περιβάλλον τῆς μεταχριστιανικῆς Εὐρώπης, ποὺ ὁδεύει ταχύτατα πρὸς τὴν ἐκκοσμίκευση. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ὀρθόδοξου Ἡσυχασμοῦ, ποὺ τόσο ἀγάπησαν καὶ ἀκολούθησαν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος Κορίνθου, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἐπίκαιρη στὸν σύγχρονο κόσμο».
Ὁ μητρoπολίτης Κάλλιστος εἶναι ἕνας πραγματικὰ οἰκουμενικὸς θεολόγος, δεδομένου ὅτι στὸ ἔργο του ἐπιχειρεῖ καὶ ἐπιτυγχάνει ἕνα συγκερασμὸ τῆς θεμελιώδους ἑλληνόφωνης θεολογικῆς παράδοσης —ἀφοῦ ὁ ἴδιος υἱοθετεῖ καὶ ἐπαναλαμβάνει τὴ χαρακτηριστικὴ ρήση τοῦ Φλωρόφσκυ ὅτι «πνευματικὰ ὅλοι εἴμαστε Ἕλληνες» – μὲ τὴ δυτικὴ καὶ τὴ ρωσικὴ θεολογικὴ σκέψη, γονιμοποιημένη ἀπὸ τὸν ἑνοποιητικὸ παράγοντα τῶν ἀρχαίων κλασικῶν συγγραφέων καὶ κυρίως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ὅμως ἡ γόνιμη θεολογικὴ σκέψη δὲν διατυπώνεται μὲ τρόπο στατικὸ καὶ ἀποστεωμένο, μὲ μία ἁπλὴ παράθεση πατερικῶν χωρίων καὶ θέσεων, ἀλλὰ μὲ μία φρεσκάδα, ποὺ ἀναζητᾶ σημεῖα σύγκλισης ἀκόμη καὶ μὲ τὴ σύγχρονη φιλοσοφικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ σκέψη, καὶ ὁδηγεῖ σὲ μία ἐπίκαιρη ἀνασύνθεση, ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ ἀπὸ ἕνα μεγάλο γλωσσολόγο τοῦ 20οῦ αἰώνα, τόν Antoine Meillet: «Φέρνω κάτι καινούριο, δὲν σημαίνει διατυπώνω γιὰ πράγματα γνωστὰ γενικὲς θεωρίες μὲ κάποια ἐπίφαση πρωτοτυπίας· σημαίνει ἑρμηνεύω μὲ τρόπο μεθοδικὸ καὶ προσωπικὸ στοιχεῖα συγκεντρωμένα ἀπὸ πρῶτο χέρι».
Ἐπιπλέον, ἕνα βασικὸ γνώρισμα τῆς θεολογικῆς γραφῆς τοῦ μητροπολίτη Κάλλιστου Ware εἶναι ἡ αὐστηρὴ προσήλωσή του στὶς πηγὲς τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, μὲ ἕνα τρόπο μάλιστα αὐθεντικὸ καὶ βαθιὰ ἱστορικό. Ὅπως ἐπεσήμανε καὶ ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Τμήματός μας καὶ μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, κατὰ τὴν ἀναγόρευση τοῦ μητρ. Καλλίστου σὲ ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν στὶς 5 Φεβρουαρίου τοῦ 2008,
«χαρακτηριστικὸ τῆς θεολογικῆς προσφορᾶς τοῦ Μητροπολίτου Καλλίστου εἶναι ἡ ἀκριβὴς γνώση τῶν πατερικῶν κειμένων καὶ ὁ σεβασμὸς τῶν φιλολογικῶν καὶ ἱστορικῶν δεδομένων. Ὡς γνήσιος ἐκφραστὴς τῆς ἀγγλικῆς θεολογικῆς παραδόσεως, ἀποφεύγει τὸν φιλοσοφικὸ στοχασμὸ καὶ θεραπεύει μᾶλλον τὴν ἱστορικὴ παρὰ τὴ συστηματικὴ θεολογία, χωρὶς πάντως νὰ ἀδιαφορεῖ διὰ τὰ νεώτερα φιλοσοφικὰ ρεύματα… Σὲ ὅλο τὸ θεολογικό του ἔργο εἶναι ἐμφανὴς ἡ προτίμησή του καὶ ἡ κλίση του πρὸς τὴν ἀσκητικὴ καὶ μοναχικὴ παράδοση καὶ πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας».
Ἀσφαλῶς δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ χαρακτηρίσουμε τὸν μητροπολίτη Κάλλιστο ὡς ἕναν ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικό· σὲ κάποια παρουσίαση ἑνὸς ἀπὸ τὰ πρῶτα ἔργα του, χαρακτηρίζεται ὡς ἱστορικὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Σίγουρα, μὲ βάση ὅσα προαναφέραμε, θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν χαρακτηρίσουμε καὶ ὡς ἕναν ἱστορικὸ τῆς Ὀρθόδοξης Πνευματικότητας, ὅπου ὁ ὅρος «Ἱστορία» δὲν δηλώνει σὲ καμία περίπτωση τὰ γενόμενα σὲ ἕναν ἀπώτερο χρόνο ἀλλὰ ἐκφράζει μία ζύμωση αὐτοῦ τοῦ παρελθόντος μὲ τὸ παρόν, ἀκόμη καὶ μὲ τὸ μέλλον.
Τρανὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς ἐνσυνείδητης καὶ κυριάρχης μεθοδολογικῆς ἀρχῆς στὴ θεολογία τοῦ μητρ. Καλλίστου εἶναι τὸ opus magnum του μὲ τίτλο, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἕνα ἀπὸ τὰ κλασικὰ ἔργα του, ποὺ μεταφράστηκε καὶ στὰ ἑλληνικά. Ἐνῶ, διαβάζοντας κάποιος τὸν τίτλο του καὶ γνωρίζοντας ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ μητροπολίτη Καλλίστου, θὰ θεωροῦσε πὼς θὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ ἕνα σύστημα ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, κάτι ποὺ σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ πράξει, εἰσερχόμενος στὸ περιεχόμενό του ἀντικρύζει ἕναν ἀξιοθαύμαστο συγκερασμὸ τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ στὴν ἑλληνικὴ ἔκδοση τοῦ βιβλίου καταλαμβάνει τὶς 300 πρῶτες σελίδες του, μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ λατρεία της ποὺ ἐκτίθενται στὸ ἰσάριθμο δεύτερο μέρος του. Μάλιστα, ὁ ἴδιος δὲν διστάζει, ἀποσαφηνίζοντας τὰ πράγματα καὶ τὶς ἐνδεχόμενες ἀντιφάσεις μεταξὺ τῆς πίστης καὶ τῆς ἱστορίας, νὰ ἀναφερθεῖ στὴν ἀναγκαία καὶ δυστυχῶς ἀπούσα στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο αὐτοκριτική, γράφοντας στὸν πρόλογο τῆς ἑλληνικῆς ἔκδοσης τοῦ βιβλίου του:
«Σὲ ὁ,τιδήποτε ἔχω γράψει σχετικὰ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, προσπάθησα πάντοτε νὰ ἀποφύγω τὴν αὐταρέσκεια καὶ τὴ θριαμβολογία. Πολὺ συχνά, ὅταν ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι μιλᾶμε στὸν σύγχρονο κόσμο, εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ἀσκήσουμε μιὰ σωστὴ αὐτοκριτική. Χωρὶς νὰ ὑποβιβάσουμε κατὰ κανένα τρόπο τὴν ἀφοσίωσή μας στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ πιὸ τίμιοι ἀπ᾽ ὅτι συνήθως εἴμαστε, σχετικὰ μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἀποτυχίες μας, ὡς πρόσωπα καὶ ὡς κοινότητα. Πιστοὶ στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας, ‘ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμέν’».
Τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει καὶ κυριαρχεῖ, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, στὴ θεολογία τοῦ μητροπολίτη Κάλλιστου Ware εἶναι ἡ συνειδητὴ ἐμμονή του στὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Σὲ μία διάλεξη ποὺ ἔδωσε πρὶν μερικὰ χρόνια στὴν Ἑλλάδα, μὲ θέμα τὴν Ὀρθοδοξη Θεολογία στὸν 21ο αἰώνα, ὑπογράμμισε καὶ ἀνέλυσε τὴν ἐκτίμησή του ὅτι, ἐὰν ὁ εἰκοστὸς αἰώνας ὑπῆρξε γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ὁ αἰώνας τῆς ἐκκλησιολογίας, ὁ αἰώνας κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ θεολογία κλήθηκε νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα «τί εἶναι Ἐκκλησία;», κατὰ τὸν εἰκοστὸ πρῶτο αἰώνα θὰ ὑπάρξει μία στροφὴ στὴν κεντρικὴ ἑστίαση τῆς θεολογικῆς ἔρευνας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιολογία στὴν Ἀνθωπολογία καὶ θὰ τεθεῖ ἕνα ἀκόμη θεμελιακὸ ἐρώτημα: «Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος;». Εἶναι προφανῶς μία ἐκτίμηση ποὺ σχετίζεται καὶ μὲ τὴν ὁμιλία τοῦ μητροπολίτη Καλλίστου ποὺ θὰ ἀκούσουμε στὴ συνέχεια. Ὁ ἴδιος μάλιστα ἀναπτύσσει τὴν ἐκτίμησή του αὐτή, βασιζόμενος σὲ τέσσερις λόγους ποὺ καθιστοῦν ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρο αὐτὸ τὸ ἐρώτημα· 1ον) στὸ γεγονὸς τῆς αὐξανόμενης ἀστικοποίησης καὶ παγκοσμιοποίησης ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα εἶδος ὁμογενοποίησης καὶ ἀπώλειας τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας· 2ον) στὴν ἀπανθρωποποιητικὴ τάση κυριαρχίας τῆς τεχνολογίας εἰς βάρος τῶν ἄμεσων, διαπροσωπικῶν σχέσεων· 3ον) στὰ ἠθικὰ διλήμματα ποὺ θέτει ἡ συγχρονη γενετικὴ μηχανική, ἀκυρώνοντας τὶς μέχρι τώρα ἀπαντήσεις τῶν χριστιανῶν καὶ ἀσφαλῶς καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ 4ον) στὴν οἰκολογικὴ τραγωδία ποὺ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀντίληψή μας γιὰ τὸ τί σημαίνει νὰ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ ἑδράζεται σὲ μία βαθειὰ ἀνθρωπολογικὴ κρίση. Ἡ ἀνάγκη ἀπάντησης στὰ παραπάνω ἐρωτήματα καθίσταται ἐξαιρετικὰ κρίσιμη, σὲ συνάρτηση μάλιστα μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ ἴδιος, «δὲν θὰ βροῦμε πουθενὰ ἕνα πλήρως ἀρθρωμένο σύστημα χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας».
Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο τοποθετεῖται καὶ ἡ ἐπικέντρωσή του στὰ κείμενα τῆς ἀσκητικῆς γραμματείας τῆς πατερικῆς καὶ βυζαντινῆς περιόδου ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν διδακτορικῶν σπουδῶν του μὲ τὴ μελέτη τοῦ ἔργου τοῦ Μάρκου τοῦ ἀσκητῆ καὶ κυρίως μὲ τὴ Φιλοκαλικὴ συλλογὴ. Ὅπως ἤδη ἐπισημάναμε, ὁ μητροπολίτης Κάλλιστος ἀνέδειξε αὐτὴ τὴ σπουδαία πνευματικὴ κληρονομιὰ στὸ ἀγγλόφωνο κόσμο μὲ τὴν ἱστορικὴ πρωτοβουλία του νὰ μεταφραστεῖ στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα ἡ Φιλοκαλία, τὸ περισσότερο μεταφρασμένο σὲ ὅλον τὸν κόσμο χριστιανικὸ βιβλίο μετὰ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ νὰ καταστεῖ προσιτὴ στὸ δυτικὸ ἄνθρωπο μία παράδοση λησμονημένη, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τὴν ἔκφραση μιᾶς μακραίωνης κοινῆς πνευματικῆς παρακαταθήκης γιὰ τὸ Χριστιανικὸ κόσμο. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν παράδοση ἀντλεῖ καὶ ὁ ἴδιος τὸ πρωτογενὲς ὑλικὸ γιὰ νὰ χτίσει τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογικὴ θεώρηση στὰ κείμενά του ποὺ κυκλοφοροῦν καὶ σὲ ἑλληνικὲς μεταφράσεις, γιὰ νὰ μνημονεύσω δύο ἀπὸ τὰ πιὸ πρόσφατα βιβλίου του, τὸ Οἰκολογικὴ Κρίση καὶ Ἐλπίδα καὶ τὸ Ἐχθροὶ ἢ Φίλοι; Τὸ σῶμα, ἡ ψυχὴ καὶ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου.
Προσωπικά, μπορῶ νὰ πῶ ὅτι γνώριζα τὸν πανιερώτατο κ. Κάλλιστο ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια μέσα ἀπὸ τὸ πλούσιο θεολογικὸ ἔργο του καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνο ποὺ ἀφορᾶ στὴν Φιλοκαλία καὶ στὴν ἱστορία καὶ πνευματικότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἶχα δὲ τὴν εὐτυχία νὰ τὸν γνωρίσω ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐδῶ, στὴ Θεσσαλονίκη, ὅταν τὸν καλέσαμε ὡς κύριο ὁμιλητὴ σὲ ἕνα Διεθνὲς Συμπόσιο ποὺ διοργανώσαμε μὲ τὸν μεταδιδάκτορά μου καὶ μαθητή του κ. Alexis Torrance, σήμερα ἐπίκουρο καθηγητὴ τῆς βυζαντινῆς θεολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Notre Dame τῶν ΗΠΑ. Τότε, μὲ ἔκπληξη ἄκουσα τὸν μητροπολίτη Κάλλιστο νὰ μᾶς λέει ὅτι ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν καλοῦσε ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου μας. Mοῦ φάνηκε ἐξαιρετικὰ παράδοξο αὐτὸ τὸ γεγονός· πῶς «ἀπουσίαζε» ἀπὸ τίς, καθόλου εὐκαταφρόνητες, ἀκαδημαϊκὲς ἐπαφὲς τῆς Σχολῆς μας ἕνας τόσο σημαντικὸς θεολόγος τοῦ καιροῦ μας, αὐθεντικὸς συνεχιστής, κατὰ τὴ γενικὴ ἐκτίμηση πολλῶν, τοῦ πνεύματος τῆς πατερικῆς ἀναγέννησης στὸν ὀρθόδοξο θεολογικὸ χῶρο, τοῦ πνεύματος τοῦ Φλωρόφσκυ, τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου συστοιχεῖ μὲ τὶς βασικὲς θεολογικὲς συνιστῶσες τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας τῆς Θεσσαλονικῆς —ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ—, μιᾶς θεολογίας βαθιὰ προσηλωμένης στὴ μελέτη καὶ προβολὴ τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, μέσα μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴ στιβαρὴ ἔκδοση τῶν πατερικῶν πηγῶν, καὶ στὴ δημιουργικὴ ἀνασύνθεσή της. Θεωρῶ λοιπὸν ὅτι μὲ τὴ σημερινὴ ἐκδήλωση τῆς ἀναγόρευσης τοῦ μητροπολίτη Καλλίστου σὲ ἐπίτιμο διδάκτορα τοῦ Τμήματός μας, συμπληρώνεται ἕνα σοβαρὸ κενὸ καὶ τίθεται ἕνας σημαντικὸς κρίκος στὴν κατένα τῆς θεολογικῆς παράδοσης ποὺ κομίζει ἡ Θεολογική μας Σχολή.
Διάβασα κάπου ὅτι τὸ μοναχικό ὄνομα «Κάλλιστος» ὁ μητροπολίτης Διοκλείας τὸ ἐπέλεξε πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Καλλίστου τῆς μονῆς τῶν Ξανθοπούλων, ἑνὸς ἐκ τῶν συγγραφέων τοῦ περίφημου ἔργου Μέθοδος καὶ Κανὼν σὺν Θεῷ ἀκριβὴς… περὶ τῶν αἱρουμένων ἡσύχως βιῶναι καὶ μοναστικῶς, τό ὁποῖο καταλαμβάνει περίπου τὸ ἕνα δέκατο τῆς πρώτης ἔκδοσης τῆς Φιλοκαλίας. Ἔχω τήν ἐντύπωση, ὡστόσο, ὅτι ἐνδόμυχα τὸ ὄνομα αὐτὸ ἀντικατοπτρίζει σημειολογικὰ γιὰ τὸν ἴδιο, ἐκεῖνο πού προβάλλει ὡς ἡ κύρια στόχευσή του μέσα ἀπὸ σύνολο τὸ ἔργο του, θεολογικό, συγγραφικό, ποιμαντικό: τὸν ἔρωτα καὶ τὴ μέθεξη τοῦ θείου Κάλλους στὸν ὑπέρτατο βαθμό.
Εὐχόμαστε, Πανιερώτατε, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, τὸν ὁποῖο διακονεῖτε λόγῳ καὶ ἔργῳ γιὰ περισσότερο ἀπὸ μισὸν αἰώνα, νὰ σᾶς χαρίζει πάντοτε αὐτὴ τὴν αἰωνιότητα τῆς νιότης ποὺ ἔχετε ἀνακαλύψει ἀπὸ τὴν προσωπική σας ἐσωτερικὴ κατάδυση, γιὰ νὰ μεταδίδετε τὴ φρεσκάδα καὶ τὴ δύναμη τοῦ παλαιοῦ, ποὺ γίνεται πάντα νέο, στοὺς μαθητές σας, τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν, ὅλους ἐκείνους, ὅλους ἐμᾶς, ποὺ μὲ τρόπο αἰσθητὸ ἢ νοερό, μέσα ἀπὸ τὴ διδαχή σας καὶ τὰ βιβλία σας, προσλαμβάνουμε τὸ δώρημα ποὺ λάβατε κι ἐσεῖς πρὶν ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες καὶ ἀνακαλύπτουμε τοὺς δρόμους καὶ τὰ κλειδιὰ γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴν ἐντὸς ἡμῶν Βασιλεία.