Πέτρος Βασιλειάδης, Βία, Θρησκεία και Πολιτική (με ιδιαίτερη αναφορά στον Ορθόδοξο χριστιανισμό και την έννομη βία)

D90_02 (2)

Η εισήγηση του Ομότιμου Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Θρησκεία και Βία» που έγινε στη Θεσσαλονίκη (27-29 Απριλίου)

Ο Max Stackhouse στο άρθρο του «Πολιτική και Θρησκεία» στην Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας του Mircea Eliade, αναφέρει  ότι: «η πολιτική εξουσία σε όλους τους πολιτισμούς είναι ακατανόητη χωρίς την απαιτούμενη προσοχή στη θρησκεία». Πολιτική είναι η θεωρία μιας εν κινήσει πορείας άσκησης εξουσίας, πίεσης και εξαναγκασμού, που αναπόφευκτα περιλαμβάνει την έννομη βία.

Η πρώτη δεκαετία της τρίτης χιλιετίας ήταν αφιερωμένη από την παγκόσμια χριστιανική κοινότητα στην αντιμετώπιση και εξάλειψη της βίας (Decade to Overcome Violence). Η καθιέρωση δεκαετιών για την ευαισθητοποίηση των τοπικών κοινωνιών αποτελεί καθιερωμένη τακτική την τελευταία γενιά στο ΠΣΕ. Είχαν προηγηθεί οι δεκαετία για την εξάλειψη του ρατσισμού, που κατά την επίσημη δήλωση του Nelson Mandela βοήθησε στην κατάργηση του Απαρτχάιντ, και η δεκαετία για την βελτίωση της θέσης των γυναικών (Ecumenical Decade of Churches in Solidarity with Women). Η δεκαετία για την εξάλειψη της βίας ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2011 στη Jamaica με ένα παγκόσμιο συνέδριο (International Ecumenical Peace Convocation).

Στην απρόσμενη λαίλαπα της βίας, τόσο της διεθνούς τρομοκρατίας όσο και του αλήστου μνήμης πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία, εκτός της εκκλησιαστικής πλευράς κινητοποιήθηκε και η ακαδημαϊκή. Καρπός της ήταν το συλλογικό έργο Gods Rule: The Politics of World Religions, που άρχισε να ετοιμάζεται αμέσως μετά από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και τελικά  εκδόθηκε το 2003. Στο έργο αυτό είχα την τιμή να παρουσιάσω την Ορθόδοξη θεώρηση, και πάνω σ’ αυτή  θα βασιστεί κατά κύριο λόγο η σύντομη εισήγησή μου.

Θα προσπαθήσω να αναπτύξω τηλεγραφικά το θέμα μου σε 6 ενότητες

ΘκΒ_32

Α. Οι κλασσικές πηγές για την περί βίας και πολιτικής διδασκαλία του Ορθόδοξου χριστιανισμού

Στον Ορθόδοξο όμως χριστιανισμό το θέμα των πηγών είναι πολύ δύσκολο. Στην Ορθόδοξη παράδοση η θεολογία δεν ορίζεται – όπως  τουλάχιστον συνέβη από τον ύστερο δυτικό σχολαστικισμό και μετά – ως ένα κλειστό λογικό σύστημα προερχόμενο και βασιζόμενο σε «αποκεκαλυμμένες» οντότητες, (Γραφή, Παράδοση, εκκλησιαστική αυθεντία, magisterium κλπ.), αλλά ταυτίζεται με την «πνευματική» εμπειρία του κάθε πιστού, η αυθεντικότητα φυσικά της οποίας ελέγχεται με βάση τη μαρτυρία της Γραφής και της Παράδοσης. Γι’ αυτό και η «αλήθεια» είναι αδιάσπαστη από τη «κοινωνία».

Επομένως, θα ήταν ακριβέστερο να ορίσουμε τον Ορθόδοξο χριστιανισμό ως τρόπο  ζωής,  εξού και η ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται στη λειτουργική του παράδοση. Κατά την έκφραση κορυφαίου Ορθόδοξου διανοητή της νεώτερης εποχής του Γ. Φλορόφσκυ, προηγείται η  λατρεία, και ακολουθεί η δογματική διδασκαλία και η εκκλησιαστική τάξη. «Ο κανόνας της προσευχής είναι αυτός που υπαγορεύει τον κανόνα της πίστης». Το lex orandi έχει μια προνομιακή προτεραιότητα στη ζωή της χριστιανικής Εκκλησίας. Το lex credendi εξαρτάται από την ευλαβική εμπειρία και το όραμα της Εκκλησίας.

Το ζήτημα, επομένως, των βασικών πηγών για να περιγράψει κανείς την περί πολιτικής θεωρία αυτού του θρησκευτικού συστήματος – που όπως είπαμε συνδέεται αναπόσπαστα με την έννομη βία – είναι πολύ πιο σύνθετο απ’ ό,τι στον υπόλοιπο χριστιανισμό και τις άλλες θρησκείες.

 D90_01

Β. Η ταυτότητα της Εκκλησίας και οι συνέπειές της για τη βία και την πολιτική

Από τα πρώτα κιόλας χρόνια, η κατανόηση της πολιτικής – και η κοινωνική ευθύνη της Εκκλησίας γενικότερα – ήταν συνδεδεμένη με την εσχατολογική κατανόηση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, ως εσχατολογική, δυναμική, ριζοσπαστική, και κοινωνική πραγματικότητα ανέκαθεν αγωνιζόταν να μαρτυρήσει με αυθεντικό τρόπο τη Βασιλεία του Θεού «ως εν ουρανω και επί της γης» (Ματθ. 6:10). Οι Απόστολοι, και στη συνέχεια οι πιστοί χριστιανοί, δεν είχαν ως στόχο να κηρύξουν ούτε μια συγκεκριμένη πολιτική θεωρία, ούτε ένα σύνολο θρησκευτικών πεποιθήσεων, δογμάτων, ή ηθικών επιταγών, αλλά την ερχόμενη Βασιλεία του Θεού, το  ευ-αγγέλιο, δηλ. το χαρμόσυνο μήνυμα μιας νέας εσχατολογικής πραγματικότητας. Αυτή ακριβώς η εσχατολογική διάσταση της χριστιανικής θρησκείας, ιδιαίτερα της Ορθόδοξης, αποκλείει εκ προοιμίου τη χρήση βίας, έστω και έννομης.

ΘκΒ_100

Γ. Η περί  πολιτικής διδασκαλία του Ορθόδοξου χριστιανισμού

Με βάση αυτή την πραγματικότητα της Βασιλείας, όλοι οι πιστοί καλούνται τόσο ως μεμονωμένα άτομα, όσο και ως συλλογική εκκλησιαστική οντότητα, να συμπεριφέρονται σε αυτόν τον κόσμο «πολιτικά». Συνεχίζοντας την παράδοση του Ισραήλ, οι Πρώτοι Χριστιανοί ανέλαβαν και πολιτικές δραστηριότητες του εκλεκτού λαού του Θεού. Θεώρησαν την κοινότητά τους ως «βασίλειον ιεράτευμα», καθότι όλοι τους, χωρίς εξαίρεση, είχαν την ιερατική και πνευματική εξουσία να ασκήσουν στη διασπορά το έργο της ιερατικής τάξης, που ήταν και πολιτικό. Το γεγονός ότι όλοι τους, κι όχι μόνο κάποια ειδική ομάδα, όπως οι ιερείς ή οι λεβίτες, δηλαδή άνθρωποι με συγκεκριμένη πολιτική και θρησκευτική εξουσία, ήταν υπεύθυνοι για αυτό το «εσχατολογικό άγιο έθνος», τους υπενθύμιζε να είναι αντάξιοι της εκλογής τους μέσω της υποδειγματικής ζωής και των έργων τους. Γι’ αυτό θεώρησαν επιτακτικό να επιδιώκουν την ενότητα («ίνα ώσιν τετελειωμένοι εις εν», Ιω 17:23), να εγκαταλείψουν όλα τα έργα του σκότους (την βία σε κάθε της μορφή και τα παρεπόμενα) και να ενεργούν με δικαιοσύνη στην ευρύτερη κοινωνία.

Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα: «έχει συγκεκριμένη θεωρία για την πολιτική, την κοινωνική τάξη πραγμάτων, και φυσικά τη χρήση έννομης βίας;» Ο Γ. Φλορόφσκυ έλεγε χαρακτηριστικά, ότι «το Βυζάντιο κατέρρευσε ως χριστιανικό Βασίλειο, υπό το βάρος (αυτής) της τεράστιας αξίωσης», να είναι δηλαδή ταυτόχρονα εντός και εκτός της πολιτικής, όπου η εκκλησία νομιμοποιούσε έμμεσα τη χρήση έννομης βίας από την κρατική εξουσία, και ταυτόχρονα αρνούμενη στους πιστούς της κάθε είδους βία.

Τα τελευταία χρόνια οι Ορθόδοξοι έχουν υπογράψει έναν αριθμό επισήμων κειμένων, που πρόκειται να παρουσιασθούν για τελική έγκριση στη μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ένα από αυτά τα κείμενα/αποφάσεις, με τίτλο «Η Συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην καθιέρωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και στην άρση των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων», ασχολείται με το θέμα μας, και είναι μια πρώτη προσπάθεια θεολογικής απάντησης της νεώτερης Ορθοδοξίας στα κοινωνικά ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με τις σύγχρονες νεωτερικές προκλήσεις.

D90_03

Δ. Το μέσο έκφρασης πολιτικής στον Ορθόδοξο χριστιανισμό

Περνώντας τώρα στο ερώτημα ποιο είναι το μέσο έκφρασης πολιτικής στον Ορθόδοξο χριστιανισμό η απάντηση είναι: μέσω όμως ευχαριστιακής του λειτουργίας, θεωρούμενης ως αναλαμπής και πρόγευσης όμως εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού. Στον Ορθόδοξο χριστιανισμό, όμως, αυτή η βασιλεία δεν εξαγγέλλεται μόνον ως ένα γεγονός του μέλλοντος, αλλά ως και παρούσα πραγματικότητα. Γι’ αυτό το λόγο ο «πολιτικός» ρόλος των μελών της αρχίζει αμέσως μετά τη λειτουργία, κατά την μετα-λειτουργία, την Λειτουργία δηλαδή μετά την λειτουργία, κατά την οποία οι Ορθόδοξοι αποστέλλονται «εν ειρήνη» προκειμένου να δώσουν μαρτυρία για αυτά τα ιδανικά τους με οποιοδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής, χωρίς όμως τη χρήση – έστω και έμμεσα – βίας. Τα μέσα, βέβαια, αυτά ποτέ δεν έχουν σαφώς καθοριστεί, εκτός από έναν πολύ γενικό ορισμό, ότι δηλαδή δεν πρέπει να παρεκκλίνουν από το ευαγγέλιο. Στον πυρήνα όμως της εκκλησιακής της ταυτότητας, την ιερωσύνη, η εκκλησία έχει θεσπίσει ότι αυτή είναι ασυμβίβαστη με επαγγέλματα που ασκούν βία (αστυνομικοί, στρατιωτικοί κλπ.). Αθανάσιος Διάκος και Παπαφλέσας.

D90_02 (3)

Ε. Το μήνυμα της πολιτικής του Ορθόδοξου χριστιανισμού

Αναφορικά με το μήνυμα περί πολιτικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το αληθινό της πολίτευμα, αυτό δεν είναι εκ του κόσμου τούτου:

«ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Φιλιπ 3:20).

«οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ 13:14).

Και όχι μόνο αυτό· τα μέλη της αρχέγονης Εκκλησίας σχεδόν πάντα αντιμετωπίζονταν ως «πάροικοι» και «παρεπίδημοι» (Α΄ Πε 2:11) σ’ αυτόν τον κόσμο. Παρόλο που το σημαντικότερο ζήτημα στην πολιτική είναι το «ποιος» κάνει «τι» σε «ποιον», τα καθήκοντα αυτά  συνειδητά, και σε ορισμένες περιπτώσεις διστακτικά, μεταβιβάστηκαν στον Ορθόδοξο χριστιανισμό στα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, και σε ορισμένες περιπτώσεις στις κοσμικές αρχές. Αυτή η μετάθεση πολιτικής ευθύνης προκύπτει από την αδυναμία χρήσης βίας (έστω και έννομης), και κυρίως επειδή αποτελεί αναλαμπή και απεικόνιση ενός ένδοξου και ιδανικού τρόπου διακυβέρνησης (Βασιλείας), για την πραγμάτωση της οποίας ουσιαστικά οφείλει να αγωνίζεται. Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως π.χ. όταν ο λαός μιας οργανωμένης εθνότητας αναθέτει στον επικεφαλής της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας την ευθύνη να πάρει αποφάσεις και να ηγηθεί σε κοσμικά θέματα, μόνον τότε βρίσκει κανείς Ορθόδοξη εκκλησιαστική προσωπικότητα να συμμετέχει ενεργά στην πολιτική.

Κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση τέτοιων καθηκόντων, τόσο των λαϊκών, όσο και εκείνων που ανήκουν στη χειροτονημένη ιερωσύνη, αποτελεί η προειδοποίηση του Χριστού στους μαθητές του:

«οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν» (Λουκ 22:25-26).

Ο Ωριγένης, απαντώντας σε παρόμοια κατηγορία του Κέλσου, επέμεινε ότι οι χριστιανοί «έχουν ένα άλλο πολιτικό σύστημα («άλλο σύστημα πατρίδος»).  Το ίδιο τονίζει και μια ανώνυμη επιστολή των αρχών του β΄ μ.Χ. αιώνα. Στην περίφημη Προς Διόγνητον Επιστολή οι χριστιανοί παρουσιάζονται να ζουν στον κόσμο, αλλά να μην είναι μέρος του κόσμου («κατοικούντες δε πόλεις ελληνίδας τε και βαρβάρους …»).

Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν κοινή κληρονομιά τόσο του Ανατολικού, όσο και του Δυτικού χριστιανισμού. Εκεί που ο Ορθόδοξος χριστιανισμός φαίνεται να διαφοροποιείται από την Καθολική και την Προτεσταντική πολιτική θεώρηση, είναι η περίφημη «βυζαντινή σύνθεση», ένα μοναδικό πείραμα για τα πολιτικά ζητήματα, που σύμφωνα με τον διάσημο Ορθόδοξο ιστορικό και θεολόγο, τον Φλορόφσκυ, «ήταν ένα ανεπιτυχές και πιθανώς ατυχές πείραμα. Πρέπει, παρόλα αυτά, να κριθεί στις πραγματικές του διαστάσεις». Χαρακτηρίστηκε λανθασμένα ως «καισαροπαπισμός», με βάση την υπόθεση ότι η Εκκλησία στο Βυζάντιο έπαψε να υφίσταται ως ανεξάρτητος «πολιτικός» θεσμός, αφού ο αυτοκράτορας – με τη συναίνεση μάλιστα και της Εκκλησίας – έγινε ο πραγματικός κυβερνήτης της. Οι αυτοκράτορες ήταν πράγματι κυβερνήτες μιας χριστιανικής κοινωνίας, παρεμβαίνοντας ακόμα και σε θρησκευτικά ζητήματα, αλλά ποτέ κυβερνήτες της Εκκλησίας και πάνω από την Εκκλησία.

Αυτή η λύση στο πολυσυζητημένο ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, άρχισε να εφαρμόζεται με την γενικότερη πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έχει όμως τις απαρχές του στην αντίληψη του αποστόλου Παύλου για το ρόλο των κοσμικών αρχόντων. Εκεί όντως οι κοσμικές αρχές θεωρούνται ότι δηλαδή έχουν θεϊκή προέλευση («πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. οὐ γὰρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὔσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν», Ρωμ 13:1εξ). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στις αποκαλούμενες Ποιμαντικές Επιστολές ο πιστός καλείται να προσεύχεται ακόμη και για τις κοσμικές αρχές (Α΄ Τιμ 2:1-2).

Αυτή η λύση έφθασε στο αποκορύφωμά της τον Στ΄ μ.Χ. αιώνα. Διατυπώθηκε με σαφή και λεπτομερή τρόπο στην εισαγωγή της διάσημης Έκτης Νεαράς του Ιουστινιανού, η οποία αποτελεί μια περίληψη των βασικών αρχών του βυζαντινού πολιτικού συστήματος, το οποίο έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό επηρεάσει τις πολιτικές απόψεις του μεταγενέστερου Ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου, ακόμη και ως τις μέρες μας.

«Μέγιστα εν ανθρώποις εστι δώρα θεού παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας: ιερωσύνη και βασιλεία…» (Υπάρχουν δύο σημαντικές δωρεές που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο από άπειρη καλοσύνη: η ιερωσύνη και η βασιλεία Από αυτές, η πρώτη ασχολείται με τα θεία, και η δεύτερη προΐσταται των ανθρώπινων υποθέσεων και τις φροντίζει).

Η Έκτη Νεαρά του Ιουστινιανού, φυσικά, κάνει λόγο για δύο διακονίες-λειτουργήματ, και επιπλέον αποτελεί ένα κοσμικό (νομικό), όχι θρησκευτικό (θεολογικό) κείμενο. Εκεί το imperium αποτελεί ταυτόχρονα μια εξουσία και μια διακονία. Αυτό το μοντέλο, που συχνά αποκαλείται «συμφωνία», ή συναλληλία, αναπτύχθηκε περαιτέρω στη γνωστή Επαναγωγή, ένα συνταγματικό κείμενο του 9ου μ.Χ αιώνα, που συντάχθηκε πιθανότατα από τον Μέγα Φώτιο, τον γνωστό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

«Της πολιτείας ἐκ μερών καί μορίων ἀναλόγως των ἀνθρώπων συνισταμένης, τά μέγιστα καί ἀναγκαιότατα μέρη βασιλεύς ἐστι καί πατριάρχης. Διό καί ἡ κατά ψυχήν καί σωμα των ὑπηκόων εἰρήνη καί εὐδαιμονία βασιλείας ἐστί καί ἀρχιερωσύνης ἐν πασι ὁμοφροσύνη καί συμφωνία»

Αξίζει στο σημείο αυτό να προστεθεί ότι το γνωστό προγραμματικό μοντέλο και όραμα της πολιτικής θεωρίας De civitate Dei του ιερού Αυγουστίνου, που τόσο επέδρασε στο Δυτικό χριστιανισμό, δεν διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας του Ορθόδοξου χριστιανισμού. Από την άλλη, όμως, πλευρά αυτός ο συγχρωτισμός με το Κράτος δυσκόλεψε αφάνταστα την Εκκλησία να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ του εσχατολογικού της οράματος και της ιστορικής ιεραποστολικής της ευθύνης.

ΘκΒ_328

ΣΤ. Βία και πολιτική και οι εκτός των ορίων της Ορθοδοξίας (ετερόδοξοι-ετερόθρησκοι).

Η ιστορία έχει δείξει ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν σε γενικές γραμμές παραδοσιακά επιδείξει περισσότερο ανεκτική στάση απέναντι στους ετεροδόξους, ιδιαίτερα τους πιστούς άλλων θρησκειών. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση των σταυροφόρων, οι οποίοι έβρισκαν τους Ορθοδόξους της Κωνσταντινουπόλεως απροσδόκητα και απαράδεκτα ανεκτικούς προς τους Μουσουλμάνους! Κατά παρόμοιο τρόπο, περισσότερη ανεκτικότητα και φιλοξενία επιδείχτηκε από τους Ορθόδοξους λαούς και στην περίπτωση των εξόριστων Εβραίων από την Ιβηρική χερσόνησο τον 16ο  μ.Χ. αιώνα.

Θεωρητικά η μαρτυρία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, με άλλα λόγια η πολιτική της, δεν μπορεί να εμπεριέχει τη χρήση δύναμης, εξουσίας και πολιτικού εξαναγκασμού, που αναπόφευκτα περιλαμβάνει και την έννομη βία. Οι Ορθόδοξοι κατανοούν την αποστολή τους ως μαρτυρία – με τρόπο ανοχής, αγάπης και συμφιλίωσης της προληπτικής εμπειρίας τους της Βασιλείας του Θεού.

Τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της αναβίωσης σε παγκόσμιο επίπεδο της θρησκείας, ορισμένες Ορθόδοξες κοινωνίες αρχίζουν να εμφανίζουν σημάδια προθυμίας να επιστρέψουν οι Εκκλησίες τους στο δημόσιο βίο, επηρεάζοντας (εκ νέου) την πολιτική και τα δημόσια πράγματα. Για να είμαστε ειλικρινείς, η θρησκεία  είναι πολύ σημαντική υπόθεση για την ανθρώπινη ύπαρξη για να μπορεί κανείς να την αποκλείσει από την πολιτική· και αυτό αποτελεί αναμφισβήτητα και απειλή, και ελπίδα. Μπορεί να γίνει απειλή εάν οι φονταμενταλιστές αποκτήσουν ανεξέλεγκτη δύναμη, όπως στην περίπτωση της 11ης Σεπτεμβρίου, ή των οραματιστών της επανίδρυσης του ισλαμικού χαλιφάτου, αλλά και της πρακτικής των (Ορθοδόξων δυστυχώς) Ρώσων στην Ουκρανία.

Παρόλα αυτά αποτελεί και ελπίδα, εάν η θρησκεία μπορέσει να ασκήσει τις τεράστιες δυνατότητες να επαναφέρει τις ηθικές αξίες, και να δημιουργήσει νέες εικόνες του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος σε έναν δίκαιο, ειρηνικό και βιώσιμο κόσμο. Στο μικρό παγκόσμιο χωριό στο οποίο ζούμε, οι αξίες της Βασιλείας του Θεού είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης, θρησκευόμενους ή μη.

Διαβάστε το πλήρες κείμενο σε μορφή pdf παρακάτω:

Βία, Ορθόδοξος Χριστιανισμός και Πολιτική

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.