Χρυσόστομος Σταμούλης, Το μετέωρο βήμα της πρόθεσης. Εικόνες από τη συνάντηση του φονταμενταλισμού με τον λαϊκισμό, τη βία και τον μεσσιανισμό

ΘκΒ_276a

Η εισήγηση του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Θρησκεία και Βία» που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη (27-29 Απριλίου)

 Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει


ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις

Κική Δημουλά, Η περιφραστική πέτρα

Είναι σαφές, ότι στα πλαίσια μιας περιορισμένης εισήγησης δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ουσιαστικής και άνετης ανάλυσης των όρων-μεγεθών που συγκροτούν τον τίτλο του θέματός μου, καθώς ο καθένας από αυτούς, το καθένα από αυτά, ερευνάται σήμερα σε αμέτρητες μελέτες σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Ως εκ τούτου η αναψηλάφηση  αλλά και η ανάλυση των εννοιών του φονταμενταλισμού, του λαϊκισμού, της βίας και του μεσσιανισμού, μαζί και του αρμού που συγκροτεί τον οίκο της βαρβαρότητας, της πρόθεσης,  θα είναι εκ των πραγμάτων υπαινικτική και εξόχως εισαγωγική. Και είναι αυτή η βαρβαρότητα, που τη βλέπουμε καταπώς λέγει ο ποιητής «να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις», προκειμένου να καθυποτάξει, να εξευτελίσει και να ατιμώσει τον άνθρωπο[1].

Ως εκ τούτου, ο φονταμενταλισμός δεν είναι, καθώς πιστεύουν πολλοί, μια ακόμη επιλογή στα πλαίσια της ελευθερίας του ανθρώπου. Πρόκειται στ’ αλήθεια για εκείνη τη στάση, η οποία στοχεύει την κατάργηση οποιασδήποτε διαφορετικής θεώρησης των πραγμάτων και την ολοκληρωτική, βίαιη εγκατάσταση της μίας και μόνης άποψης∙ της άποψης  του εκλεκτού ή των εκλεκτών. Τελικός του σκοπός η φυσική εξόντωση του υποκειμένου της διαφορετικότητας. Αναγκαία προϋπόθεση μιας τέτοιας ασθμαίνουσας εγκαθίδρυσης  «νέας τάξης πραγμάτων» είναι οπωσδήποτε η ενοχοποίηση του «αντιπάλου» μέσα από την παρουσίαση πραγματωμένων ενεργειών του, αλλά κυρίως και κατεξοχήν μέσα από την ανάδειξη προθέσεών του, τις οποίες ο ίδιος δεν είχε ποτέ φανταστεί και διανοηθεί. Άμεσος στόχος η διέγερση του λαϊκού αισθήματος απέναντι στις υβριστικές καινοτομίες μιας κάποιας ανερμάτιστης ελίτ, η οποία απειλεί τη σταθερότητα του σώματος -πολιτικού, κοινωνικού, εκκλησιαστικού ή άλλου- και η τιμωρητική και εξάπαντος παραδειγματική  ματαίωση των στόχων της. Προϋπόθεση μιας τέτοιας αντιμυθολογίας η εξαρχής και διαπαντός κατάθεση της ευθύνης των μελών στον αυτοπροσδιοριζόμενο σωτήρα και τα όργανά του.

Οι καταγωγικές αιτίες γέννησης ενός τέτοιου φαινομένου θα μπορούσαν να είναι πολλές και εξάπαντος είναι πολλές. Ξεχωρίζουν ανάμεσά τους εκείνες που θέλουν τον φονταμενταλισμό γέννημα των αντιδράσεων απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, από τη μια και απέναντι στη νεωτερικότητα, από την άλλη. Πραγματικότητες, που ο φονταμενταλισμός αρνείται και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί, προκειμένου να επιβάλλει τον εαυτό του. Κλασικό το παράδειγμα της εκ μέρους του χρήσης του διαδικτύου, αλλά και του συνόλου των «νέων επικοινωνιακών τεχνολογιών», που επιστρατεύονται προκειμένου να σκηνοθετηθεί η δράση του και να εισέλθει με τρόπο αμεσότερο και βιαιότερο στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Άμεσος στόχος η γιγάντωση του φόβου -η εγκαθίδρυση  πολιτεύματος φόβου-,  και ταυτόχρονα η στρατολόγηση νέων μελών, από το σώμα των «χαμένων πολιτών», οι οποίοι  απογοητευμένοι από τις παλιές μυθολογίες, όπως για παράδειγμα η πολιτική και η θρησκεία, αναζητούν χώρο συγκρότησης κοινού οράματος και νοηματοδότησης της άδειας ζωής. Έτσι στη θέση των διαλυμένων ή εκτροχιασμένων παλαιών  μυθολογιών εμφανίζονται νέες μυθολογίες, μυθολογίες της υποκατάστασης, με εμφανή σημάδια «εγγυημένης προφητείας», και «σφραγίδα καθολικότητας». Βέβαια, εκείνο που ξεχωρίζει τελικά τον φονταμενταλισμό από τις παλιές μυθολογίες, δεν είναι η ουσία της πίστης, αλλά όπως εύστοχα σημειώνεται, η πολεμική διάθεση των μυθολογιών υποκατάστασης και ο βίαιος τρόπος αντιπαράθεσης και υπεράσπισης αυτής της αλήθειας της πίστης τους.

ΘκΒ_184

Με δεδομένη μια τέτοια κατανόηση των πραγμάτων, κάποιοι σήμερα σπεύδουν να πουν, πως «ο φονταμενταλισμός είναι αδιανόητος έξω από τον ορίζοντα της νεωτερικότητας». Και θα μπορούσε να είναι έτσι, εάν μέναμε στην επιφάνεια των μορφολογικών και νοηματικών δεδομένων που συνδέονται με τους όρους. Φαινόμενα, όμως, φονταμενταλισμού -χωρίς να ονομάζονται έτσι- είχαμε και στο παρελθόν. Έλειπε προφανώς το όνομα, αλλά η ουσία των πραγμάτων μένει ίδια. Και το λέγω τούτο για να μη χαθούμε μέσα σε καταστροφολογικές υπερβολές της καθημερινότητας που θεωρεί σε πολλές περιπτώσεις το παρελθόν, το κάθε παρελθόν καλύτερο από το παρόν. Η κάθε ιστορική εποχή έχει τις δικές της στιγμές δημιουργίας, αλλά και τις δικές της στιγμές βαρβαρότητας. Αυτό που διαφέρει είναι η ένταση των φαινομένων και η διαλεκτική τους σχέση  με τη λειτουργία του κανόνα και της εξαίρεσης.

Και έρχομαι τώρα στα καθ’ ημάς. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι ο φονταμενταλισμός και τα λειτουργικά του συμπαρομαρτούντα, ο λαϊκισμός ως κατασκευή του λαού σύμφωνα με τους ιδεολογικούς στόχους του λαϊκιστή, ο μεσσιανισμός ως αίσθηση δυνατότητας και διάθεση αποκλειστικής σωτηρίας του λαού και τέλος η βία, σχετίζονται άμεσα και κυρίως αποκλειστικά με το Ισλάμ. Γεγονός για το οποίο ευθύνεται ανάμεσα στα άλλα, η εμφάνιση εσχάτως του ISIS, αλλά και όλων όσων προοδοποίησαν την είσοδο του στη σκηνή της ιστορίας και οι τραγικές συνέπειες για το σύνολο του πολιτισμού της δράσης του. Μια πραγματικότητα, που χρησιμοποιείται ως άλλοθι, προκειμένου να κρυφτούν κάτω από το χαλί οι αστοχίες του Χριστιανικού και ιδιαίτερα Ορθόδοξου τρόπου και να μείνουν στο απυρόβλητο. Με πορνικές γενικεύσεις, όμως, και υπεκφυγές δεν συγκροτείται κοινωνία και οπωσδήποτε δεν δίνεται νόημα στην έτσι κι αλλιώς θρυμματισμένη πραγματικότητα του κόσμου και της ζωής.

Το παρήγορο βέβαια είναι, πως πληθαίνουν εσχάτως οι φωνές που βάζουν τον δάκτυλο επί των ήλων και υπενθυμίζουν την ανάγκη κατάβασης στον οικείο τόπο, τουτέστιν στο γκρέμισμα του σπιτιού προκειμένου να βρεθεί η κάτω από αυτό κρυμμένη Εκκλησία.

Όχι πολλά χρόνια πριν, μόλις το 1997, είχα επιλέξει, προκειμένου να εμφανιστώ ενώπιον πανεπιστημιακού ακροατηρίου στη Lundτης Σουηδίας, να μιλήσω για τάσεις στο χώρο της Ορθοδοξίας. Συνάδελφος έμπειρος και προσεκτικός προσπαθώντας να με προστατεύσει μου είπε πως αυτό θα ήταν επικίνδυνο∙ όχι για τους ακροατές μου στο εξωτερικό, αλλά για τους αναγνώστες μου στο εσωτερικό. Δεν τον άκουσα, διότι η νεότητα δεν έχει αίσθηση κινδύνου. Η μελέτη γράφτηκε και μία από τις παρουσιαζόμενες τάσεις, η πρώτη τάση που περιέγραφα, ήταν αυτή της παραδοσιαρχίας. Σημείωνα, σχετικά: «Ἡ πρώτη τάση θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ παραδοσιαρχική, γιὰ νὰ διαφοροποιηθεῖ εὐθέως ἀπὸ τὴν κίνηση τῆς παραδοσιακότητας ποὺ θὰ προσπαθήσω νὰ περιγράψω στὴν πορεία καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τῆς θεολογίας ποὺ αὐτὴ γεννᾶ. Στὴν παραδοσιαρχικὴ τάση θὰ μποροῦσα νὰ τοποθετήσω ὅσους παραμένουν στὸ γράμμα τοῦ νόμου, ἀγνοώντας τὸ πνεῦμα του. Ἔτσι παρατηρεῖται μία ἐξωτερικὴ κυρίως σκλήρυνση, ποὺ ἀπαιτεῖ ὑποταγὴ τῶνμελῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ νόρμες, κανόνες καὶ τύπους. Τούτη ἡ τάση ἀγγίζει τόσο τὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τὸ χῶρο τῆς θεολογίας. Εἶναι κοινὸς τόπος ἄλλωστε τὸ γεγονὸς ποὺ θέλει ἡ θεολογικὴ μονομέρεια νὰ ὁδηγεῖ σὲ ἐπικίνδυνες μορφὲς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἢ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ νὰ θεωρητικοποιεῖται θεολογικὰ γιὰ νὰ δικαιωθεῖ. Πάντως,  καί στὴ μία καί στὴν ἄλλη περίπτωση, οἱ κραυγὲς γιὰ τὴν παράδοση μοιάζουν παραπλανητικές, καθὼς ἡ παράδοση ἀπομονώνεται ἀπὸ τὸ παρόν, ἡ θεολογία ξεκόβει ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ ἡ ζωὴ ἐκφυλίζεται σὲ μορφὲς ἠθικισμοῦ καὶ εὐσεβισμοῦ. Καὶ τοῦτο εἶναι τὸ παράξενο· οἱ παραδοσιαρχικοί, ποὺ ἐπικεντρώνουν τὸ ἐνδιαφέρον τους στὴν παράδοση, ἀλλοιώνουν τὴν ἴδια τὴν παράδοση στὴν πράξη. Πραγματώνουν τὴν μὴ παράδοση,  ὁμιλώντας μόνο γιὰ τὴν παράδοση.

D90_02 (2)

Εἶναι εὐνόητο ὅτι οἱ θιασῶτες αὐτῆς τῆς τάσης ἀρνοῦνται ὁποιαδήποτε ἐπαφὴ ὄχι μόνο μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ σύγχρονα ρεύματα ποὺ ἀναπτύσσονται στὴ σύγχρονη κοινωνία. Ἔτσι καταλήγουν σὲ ἕναν ἀπομονωτισμό, ἀποτέλεσμα ἠθελημένης ἐπιλογῆς καὶ στάσης ζωῆς. Ἡ θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀφορᾶ τοὺς λίγους, τοὺς ἐκλεκτούς καὶ ἐξάπαντος ὄχι ὅλον τὸν κόσμο». Ο χρόνος που παρήλθε από τότε έως σήμερα φαίνεται πως όχι μόνον δεν άλλαξε τα πράγματα, αλλά τα οδήγησε στα άκρα.

Γεγονός, που επιβεβαιώνει την  κοινή για πολλούς μας διαπίστωση, πως η Ορθοδοξία μοιάζει σήμερα σε πολλές περιπτώσεις μαλωμένη με την αλλαγή και την κίνηση. Μια σύγκρουση, μια αντίθεση, που σχετίζεται καταρχήν με την πολύχρονη αιχμαλωσία της στα παιχνίδια της ιστορίας και η οποία αγνοεί ή μηδενίζει ετσιθελικά τη θεολογική της οντολογία, όπως για παράδειγμα την περί κινήσεως διδασκαλία ενός Μαξίμου Ομολογητή -τελείωση των όντων χωρίς κίνηση στην ορθόδοξη θεολογία δεν υφίσταται- ή τις μεθοδολογικές σταθερές  διαλόγου θεολογίας και επιστήμης ενός Βασιλείου Καισαρείας, οι οποίες προϋποθέτουν γνώση και λειτουργική πρόσληψη των επιστημολογικών αρχών, αλλά και των αγαθών καρπών του πολιτισμού στο σύνολό τους.  Στην ίδια κατεύθυνση αλλοτρίωσης και η υποτίμηση της θέσης του πλησίον, του ξένου, του άλλου και του διαφορετικού στα όρια της εκκλησιολογικής της μη αυτοσυνειδησίας. Δομικές παραδοχές που οδηγούν φορείς και πρόσωπα, στο όνομα της παράδοσης και της επιστροφής στα θεμέλια της πίστης, να απομακρύνονται ταχύτατα από τη βιβλική τους κοιτίδα και την ελευθερία του προσώπου, μαζί και την οικουμενική κατανόηση της εκκλησιαστικής τους υπόστασης, που αυτή προϋποθέτει. Ο αγώνας, δυναμικός και ακατάπαυστος, γίνεται ως εκ τούτου υπέρ της παραδόσεως ερήμην της παραδόσεως. Τα επαναλαμβανόμενα και πολύμορφα σήμερον της λειτουργικής της αμεσότητας -σήμερον κρεμάται, σήμερον γεννάται, σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις-, μένουν α-νόητα σύμβολα ενός εξόριστου τρόπου που έδωσε τη θέση του στα είδωλα και τον φετιχισμό. Α-νόητα σύμβολα ενός εξόριστου Χριστού, που αντικαταστάθηκε με τις προσωπικές ιδεολογίες, τους γεροντισμούς και εξάπαντος την επιδιωκόμενη και επιβαλλόμενη άγνοια, που αποτελεί την προϋπόθεση των «εμπειριών της σαγιονάρας». Μεθοδεύσεις, που δένουν δυναμικά με τη διάθεση  εξουσιασμού  της λαϊκής συνείδησης, της ύπαρξης απλών ανθρώπων, οι οποίοι έμαθαν -τους οποίους έμαθαν οι αυτοχειροτονημένοι κριτές της Ορθοδοξίας- να ζουν  χαμένοι μέσα στο πέλαγος του φόβου και της ενοχικότητας. Παντού και πάντα εχθροί. Η συγκρότηση του εαυτού απαιτεί το γκρέμισμα του άλλου, του απέναντι, ο οποίος δεν είναι εγώ. Την εξαφάνιση της οποιαδήποτε ετερότητας.

D90_01 (2)

Άμεσο αποτέλεσμα όλων των παραπάνω η έκρηξη του εθνοφυλετισμού και η συνακόλουθη άρνηση της οικουμενικότητας, η ανερυθρίαστη συμπόρευση με τον φασισμό, οι πράξεις βίας και ο σεχταρισμός. Μοναδική επιδίωξη η «θρησκευτική κλωνοποίηση» του προσώπου, που ισοδυναμεί με την οριστική κατάργησή του. Την κατάργηση, δηλαδή, εκείνης της πρωτοτυπίας που κατανοεί τον άνθρωπο ως  την ύπαρξη που είναι «όλοι οι άλλοι μαζί και ταυτόχρονα ο εαυτός του». Μια διαπίστωση που οδήγησε τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη να ομολογήσει πως «το εγώ μου είναι ένας άλλος». Και επειδή τελευταία, με αφορμή την περί άλλου συζήτηση,  μεγάλος λόγος γίνεται για τη νομιμότητα χρήσης αυτού του όρου στα πλαίσια της Ορθόδοξης θεολογίας, θα πρέπει να θυμίσω στους αντιδρώντες, πως ο άλλος και το άλλο, αποτελούν συστατικά στοιχεία του συνολικού τρόπου της  Ορθοδοξίας, δίχως τα οποία είναι αδύνατη η κατανόηση της τριαδολογίας, της χριστολογίας και  εξόχως της εκκλησιολογίας. Τουτέστιν η κατανόηση και πολύ περισσότερο η βίωση της ζωής.

Βέβαια,  για όλους εκείνους που αγνοούν το μυστήριο του αυτοπροσδιορισμού και χάνονται στην έρημο του απόλυτου ετεροπροσδιορισμού -πότε αντιδυτικοί, πότε αντιμουσουλμάνοι, πότε αντισυνοδικοί, πότε αντιακαδημαϊκοί, πότε αντί στο αντί-, «οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις»,  καθώς τονίζει ο αλεξανδρινός. Μια λύση που αποδεικνύει την τραγικότητα της απουσίας του «ευαγγελίου της αγάπης» και δείχνει μεμιάς το «τραυματισμένο κορμί, τον τραυματισμένο τόπο και τον τραυματισμένο καιρό». Και είναι αυτές οι εποχές που γεννούν και ξαναγεννούν περιπλανώμενους προφήτες και θαυματοποιούς, που υπόσχονται εξουσία, δύναμη και ολοκληρωτική κυριαρχία. Είναι αυτές οι εποχές που βυθίζονται μέσα στον λαϊκιστικό θρησκευτικό φονταμενταλισμό, που εκβάλλει στον βίαιο μεσσιανισμό. Στη βία της δύναμης, στη βία της εξουσίας, στη βία της κυριαρχικότητας, στη σωματική βία, στη βία του συναισθήματος, αλλά και στη βία του βλέμματος και των συμβόλων. Πραγματικότητες ανέραστες, αντιδημιουργικές και ως εκ τούτου άκρως αντι-ανθρωπιστικές, που αποκαλύπτουν το «πρόσωπο του τέρατος», αλλά και τον «φόβο μήπως το συνηθίσουμε». «Από την ώρα που ο Φραγκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου», γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις, «ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται».

Και φτάνουμε έτσι, στο μετέωρο βήμα της πρόθεσης. Ξέρετε και όλοι έχετε καταλάβει το δάνειο του τίτλου της εισήγησής μου. Βέβαια, εάν το μετέωρο βήμα του πελαργού πασχίζει να αποκαλύψει τον «αναγεννημένο άνθρωπο», ο οποίος μετά το μακρύ ταξίδι, «είναι έτοιμος να συγχωρήσει κι όχι να μισήσει, είναι έτοιμος ν’ αγαπήσει, να καταλάβει και να δεχτεί του άλλους όπως είναι, με όλες τους τις διαφορές απ’ όπου κι αν προέρχονται», αλλάζοντας κυριολεκτικά τον εαυτό του, το μετέωρο βήμα της πρόθεσης θέλει να αλλάξει τον κόσμο εμμένοντας στον ακίνητο και ως εκ τούτου νεκρό εαυτό. Απειλεί τον εγκλωβισμό του κόσμου ολάκερου σε έναν κόσμο ανύπαρκτο, σε έναν κόσμο αναιμικό, στον οποίο τελικά και το ίδιο αυτοεγκλωβίζεται.

«Υπάρχουν άνθρωποι», σημειώνει ο Αντρέ Ζιντ στα Τέλματα, «που βρίσκονται έξω μονομιάς. Η φύση χτυπάει το κατώφλι τους: η πόρτα τους ανοίγει στην αχανή πεδιάδα όπου, αμέσως μόλις κατέβουν, η κατοικία τους ξεχνιέται και χάνεται. Την ξαναβρίσκουν το βράδυ, όταν τη χρειάζονται για να κοιμηθούν∙ την ξαναβρίσκουν εύκολα. Θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να κοιμηθούν κάτω απ’ τα αστέρια, ν’ αφήσουν το σπίτι τους για μια ολάκερη μέρα, ακόμα και να το ξεχάσουν για καιρό. -Αν αυτό το βρίσκετε φυσιολογικό, σημαίνει ότι δεν με καταλαβαίνετε. Θα έπρεπε να σας εκπλήσσουν περισσότερο τα πράγματα… Σας διαβεβαιώ ότι -όσο μας αφορά- αν ζηλεύουμε αυτούς τους τόσο ελεύθερους κατοίκους, είναι επειδή, κάθε φορά που χτίζαμε με κόπο μια στέγη για να προφυλαχτούμε, αυτή η στέγη μας ακολουθούσε, κι ύστερα παρέμενε πάνω από τα κεφάλια μας∙ μας προστάτευε από τη βροχή, είναι αλήθεια, αλλά μας έκρυβε τον ήλιο. Κοιμηθήκαμε στη σκιά της∙ δουλέψαμε, χορέψαμε, αγαπηθήκαμε, στοχαστήκαμε στη σκιά της∙ καμιά φορά, η λαμπρότητα της αυγής ήταν τόσο μεγάλη, που πιστέψαμε ότι μπορούσαμε να ξεφύγουμε το πρωί∙  θελήσαμε να τη λησμονήσουμε∙ γλιστρήσαμε σαν κλέφτες κάτω από την αχυρένια σκεπή, όχι για να μπούμε, εμείς, αλλά για να βγούμε -λαθραία-  και τρέξαμε προς την πεδιάδα. Κι η στέγη έτρεχε ξωπίσω μας. Αναπηδούσε, σαν την καμπάνα του παραμυθιού, ξωπίσω από εκείνους που προσπαθούσαν να το σκάσουν από τη λειτουργία. Συνέχεια νιώθαμε το βάρος της πάνω από τα κεφάλια μας. Για να τη φτιάξουμε, είχαμε ήδη μεταφέρει όλα τα υλικά∙ κάναμε μια εκτίμηση του συνολικού βάρους. Το κεφάλι μας έσκυβε, οι ώμοι μας καμπούριαζαν -σαν τον Σεβάχ κάτω από το βάρος του Γέρου της Θάλασσας. Στην αρχή δεν το προσέχει κανείς∙  έπειτα, είναι φριχτό∙  δένεται μαζί μας μόνο χάρη στο βάρος της. Δεν μπορείς ν’ απαλλαγείς απ’ αυτή. Πρέπει να φέρεις μέχρι τέλους όλες τις ιδέες που συλλαμβάνεις…».

ΘκΒ_186

[1] Από συνέντευξη στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, «Η Καθημερινή» (2/11/1975).

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.