Ο χαιρετισμός του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα: "Θρησκεία και Βία" που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη

DSC_6911

Οι εξελίξεις της τελευταίας εικοσαετίας σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο επέφεραν, εκτός των άλλων, μια σημαντική αλλαγή στον πολιτισμικό χάρτη της Ευρώπης. Μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες από διάφορα μέρη της γης μετακινήθηκαν προς την Ευρώπη είτε ως πρόσφυγες είτε ως εργάτες και σήμερα βρίσκονται μόνιμα εγκατεστημένοι ως πολίτες των χωρών που τους φιλοξένησαν. Συνέπεια της πραγματικότητας αυτής είναι η βαθμιαία και με γοργούς ρυθμούς ανακατάταξη της πολυπολιτισμικότητας της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Παράλληλα προς την εξέλιξη αυτήν -και προφανώς σε σχέση με αυτήν- παρατηρείται μια ενίσχυση της ανάπτυξης φουνταμενταλιστικών τάσεων σε διάφορα κοινωνικά στρώματα και διαδικασιών περιχαράκωσης. Σε όλες τις παραπάνω αλλαγές σημαντικό ρόλο παίζουν ή καλούνται να παίξουν και οι θρησκείες. Το πιο εμφανές αποτέλεσμα των πρόσφατων πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων είναι η αύξηση του αριθμού των μη χριστιανών στην Ευρώπη και ιδιαίτερα των μουσουλμάνων, ώστε το Ισλάμ να συνιστά σήμερα τη δεύτερη, μετά τους χριστιανούς, μεγάλη θρησκευτική κοινότητα της Ευρώπης, με προφανείς τις συνέπειες στην πολιτισμική και κοινωνική ζωή της ηπείρου. Είναι, επομένως, αυταπόδεικτο ότι πολυπολιτισμική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει και, πολύ περισσότερο, να έχει ελπίδες επιβίωσης χωρίς τη συνεργασία των θρησκειών σε όλα τα επίπεδα. Από την άλλη, είναι παγκοίνως γνωστό το πόσο καταστροφικά για την κοινωνία αποτελέσματα μπορεί να έχει μια αντιπαράθεση των ανθρώπων σε θρησκευτικό επίπεδο και το πού μπορεί να οδηγήσει την ανθρωπότητα ο θρησκευτικός φανατισμός.

Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι το κατά πόσον ο χριστιανισμός, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως αποκεκαλυμμένη θρησκεία, είναι ως τέτοιος σε θέση να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Δεν είναι, άλλωστε, λίγοι εκείνοι οι οποίοι θεωρούν το χριστιανισμό ως ασύμβατο προς την πολυμορφία και την ανεκτικότητα. Και στην ιστορία της Εκκλησίας η μισαλλοδοξία και η με κάθε τρόπο προσπάθεια ισοπέδωσης ακόμη και των μικρότερων διαφορών κάθε άλλο παρά ως άγνωστα φαινόμενα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Η ιστορία, άλλωστε, του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), ενός οργανισμού που προέξυψε κυριολεκτικά μέσα από τα ερείπια που άφησε πίσω του ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος και τα διδάγματα που αντλήθηκαν από αυτόν, είναι αρκετή για να δείξει το πόσο δύσκολο είναι ακόμη και χριστιανικές Εκκλησίες να συνεργαστούν μεταξύ τους και, ακόμη χειρότερα, το πόσο επισφαλείς είναι κάποιες πρόοδοι που φαίνεται να επιτυγχάνονται προς αυτήν την κατεύθυνση, όταν στηρίζονται όχι σε ουσιαστική θεολογική βάση αλλά σε διπλωματικές σχέσεις θεσμικών οργάνων.

DSC_6957

Από την άλλη μεριά, όλες οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών καταβάλλουν σοβαρές προσπάθειες τόσο προς την κατεύθυνση της εφαρμογής ενός μοντέλου ουδετερόθρησκου κράτους σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης, εκπαίδευσης, κλπ όσο και προς την κατεύθυνση του σεβασμού των θρησκευτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η Ευρώπη σήμερα φοβάται τις θρησκείες και εν πολλοίς όχι άδικα. Η θρησκεία από τη στιγμή που δεν συνδέεται με την εξουσία παύει να λειτουργεί ως παράγοντας πολιτισμικής παραγωγής. Ο Παρθενώνας, η Αγία Σοφία, το Τέμενος του Ομάρ ή ο Άγιος Πέτρος δεν θα μπορούσαν ποτέ να χτιστούν σε συνθήκες σημερινής δημοκρατίας. Χωρίς την υποστήριξη όμως της εξουσίας η θρησκεία, και με δεδομένη την καχυποψία του πνευματικού κόσμου απέναντί της, αναγκάζεται να στραφεί σε κατώτερου μορφωτικού και πνευματικού επιπέδου πληθυσμιακές ομάδες, οπότε όχι μόνον αδυνατεί να παράξει πολιτισμό, αλλά συχνά εκφράζεται ως μισαλλοδοξία, χωρίς να αποκλείονται υπό ορισμένες συνθήκες και οι εκδηλώσεις βίας, καθώς η θρησκεία θωρακίζει το ψυχολογικό εγώ είτε του “γνήσιου ορθόδοξου” είτε του “τζιχαντιστή” με τη σιγουριά ότι κατέχει την αλήθεια και δικαιούται να την επιβάλλει.

Αν η παραπάνω περιγραφή της κατάστασης είναι σωστή, οι χριστιανικές Εκκλησίες στην Ευρώπη βρίσκονται σήμερα μπροστά σε ένα δίλημμα· ή θα ενισχύσουν τα θρησκευτικά στοιχεία, εκμεταλλευόμενες τις φοβίες και ανασφάλειες του ποιμνίου τους σε μια προσπάθεια να το συσπειρώσουν, ή θα προσπαθήσουν να τονίσουν τα πιο αυθεντικά στοιχεία της χριστιανικής πίστης, προκειμένου να αυξήσουν το κύρος τους στην κοινωνία, ρισκάροντας, βέβαια, την απολυτότητα της ιεραρχικής τους οργάνωσης.

DSC_6930

Στον βαθμό που γίνεται αποδεκτό πως οι θρησκευτικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις επιδρούν στον δημόσιο και στον ιδιωτικό χώρο και επηρεάζουν τη λειτουργία των θεσμών, τη διαμόρφωση ταυτοτήτων και τη συνάντηση μας με τον Άλλο, είναι προφανές πως η μελέτη του θρησκευτικού φαινομένου και των σχέσεων της θρησκείας με τον πολιτισμό και την πολιτική στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον απαιτεί τη συνεργασία επιστημόνων από διαφορετικές ειδικότητες.

Από την άποψη αυτή το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε από επιστήμονες διάφορων ειδικοτήτων για συμμετοχή στο παρόν συνέδριο προοιωνίζει, όχι μόνον την επιτυχία του αλλά και, την ανάπτυξη της διεπιστημονικότητας στο Πανεπιστήμιό μας. Για τον λόγο αυτό επιθυμώ να εκφράσω και από τη θέση αυτήν τα συγχαρητήρια και την αμέριστη υποστήριξη της Κοσμητείας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. στα μέλη της ομάδας των Ακαδημαϊκών Αναζητήσεων για την πρωτοβουλία τους.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.