Colin J. Humphreys, Η ημέρα που σταυρώθηκε ο Ιησούς. Ανασυνθέτοντας τις τελευταίες ημέρες του Πάθους, (μτφρ. Α. Κλήμη, επιμ. Μ. Γκουτζιούδης), εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2015 – Βιβλιοκρισία

Του φυσικού και Δρ. Θεολογίας του ΑΠΘ Πέτρου Παναγιωτόπουλου 

Η βιβλιοκρισία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θεολογία (τόμος 85, τεῦχος 4, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2014) 447-451

manfr_20Ξεκινώντας την ανάγνωση του έργου του Colin Humphreys «Η ημέρα που σταυρώθηκε ο Ιησούς», ομολογώ ότι το ενδιαφέρον μου ήταν ελάχιστο. Ο στόχος του έργου έδειχνε υπερβολικά σχολαστικός και εν πολλοίς απομακρυσμένος από τους προβληματισμούς της καθημερινότητας. Το ερώτημα που ανέκυπτε διαρκώς διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες ήταν σαφές: τι σημασία είχε ο ακριβής εντοπισμός της ημερομηνίας της Σταύρωσης του Χριστού και κατά πόσο η μία ή η άλλη ημερομηνία θα μπορούσε, για παράδειγμα, να επηρεάσει το βίο των πιστών μέσα στην Εκκλησία ή και τον τρόπο λατρείας τους; Σύντομα όμως έγινε σαφές ότι το περιεχόμενο του κειμένου είχε έναν εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό. Μπορεί όντως ο κεντρικός στόχος να ήταν αυτός, ο ακριβής προσδιορισμός της ημερομηνίας της Σταύρωσης, αλλά η προσέγγισή του κάθε άλλο παρά σχολαστική και άνευ νοήματος ήταν. Επρόκειτο, αντίθετα, για ένα συναρπαστικό ταξίδι στη γνώση, μια γοητευτική περιδιάβαση στην αρχαιογνωσία του κόσμου της Καινής Διαθήκης. Η «αναρρίχηση», με άλλα λόγια, προς το στόχο που τέθηκε, μεθοδεύτηκε με τρόπο πολυδιάστατο, πολύτροπο και άκρως ενδιαφέροντα. Συγκεκριμένα, ο αναγνώστης οδηγείται μέσα από μονοπάτια διεπιστημονικά και διακειμενικά σε βασικές πλευρές της ζωής κατά τη βιβλική περίοδο – οι οποίες μπορεί να άπτονται κατά κανόνα ζητημάτων χρονολόγησης, αλλά αυτά τα θέματα και γοητεία διαθέτουν και συνδέονται με ένα ευρύτερο φάσμα καινοδιαθηκικών ενδιαφερόντων τόσο σε πραγματολογικό όσο και σε θεολογικό επίπεδο.

Αναφορικά με το κεντρικό ζήτημα του βιβλίου, ο συγγραφέας δηλώνει ευθέως ότι το κίνητρο που τον ώθησε στη συγκεκριμένη έρευνα ανάγεται καθαρά στην προσωπική του ευσέβεια. Θεωρεί ότι το γεγονός της θανάτωσης του Θεού είναι το πιο σημαντικό της ανθρώπινης ιστορίας, επομένως δεν μπορεί να στερείται ενδιαφέροντος ο προσδιορισμός της ακριβούς ημερομηνίας που συνέβη αυτό. Η δε λεπτολογία που επιδεικνύεται στην επιχειρηματολογία του δικαιολογείται από τον ίδιο βάσει της βαρύτητας των ερευνούμενων γεγονότων.

Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει περιορισμένο ενδιαφέρον, αν θεωρήσουμε ότι αφορά αποκλειστικά τον ίδιο το συγγραφέα ή έστω το κοινό της δικής του παράδοσης προς το οποίο προφανώς απευθύνεται πρωτίστως. Όσοι όμως βρίσκονται σε θέσεις ποιμαντικής ευθύνης – κληρικοί, εκπαιδευτικοί, κατηχητές κ.λπ. – αντιμετωπίζουν πολύ συχνά παρόμοια ερωτήματα και γνωρίζουν το έντονο ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων για τα ζητήματα αυτά, και κυρίως όσων η αρχική τους τουλάχιστον επαφή με τη χριστιανική διδασκαλία περιστρέφεται γύρω από ερωτήματα αυτού του είδους. Εξάλλου, ο νους κάθε αναγνώστη των Γραφών αυθόρμητα ανατρέχει στα γεγονότα και διερωτάται για την αλήθεια τους.

Αναμφίβολα, το ενδιαφέρον του βιβλίου συνίσταται στο ότι το κεντρικό αυτό ερώτημα δεν αντιμετωπίζεται αυτόνομα, αλλά σε συνάρτηση με άλλα καινοδιαθηκικά ζητήματα, μάλλον περισσότερο ουσιώδη, όπως τις διαφωνίες μεταξύ των Συνοπτικών Ευαγγελιστών και του Ιωάννη σχετικά με την ημέρα τέλεσης του Μυστικού Δείπνου και το χαρακτήρα του (αν ήταν Πασχάλιο ή όχι) ή το χρονικό διάστημα της δράσης του. Ακόμη εξετάζονται και άλλα συναφή θέματα, όπως η ημέρα τέλεσης του τελευταίου αυτού δείπνου, η σειρά των γεγονότων του Πάθους, επιμέρους θέματα όπως οι αλεκτοροφωνίες, η συμπεριφορά του Πόντιου Πιλάτου ή ακόμη και άλλα δυσερμήνευτα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης. Σε κάθε ένα από τα ερευνητικά αυτά πεδία, η ανάλυση είναι εκτενής και ο στόχος του συγγραφέα προσεγγίζεται μεθοδικά, πολυεπίπεδα και πολύπλευρα.

Πιο αναλυτικά, ο κεντρικός ερμηνευτικός άξονας στον οποίο δομείται η επιχειρηματολογία του συγγραφέα συνίσταται στη χρήση διαφορετικών ημερολογίων για τον προσδιορισμό των γεγονότων που αναφέρουν οι Ευαγγελιστές: αλλού χρησιμοποιείται ένα προαιχμαλωσιακό ημερολόγιο, που διαμορφώθηκε στην Αίγυπτο, και αλλού ένα άλλο που υιοθετήθηκε κατά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία. Όπως διατείνεται πειστικά ο C. J. Humphreys, σε άλλες περιπτώσεις γίνεται χρήση του ενός ημερολογίου και στις υπόλοιπες του δεύτερου. Εστιάζοντας, συνεπώς, στο γεγονός της χρήσης διαφορετικών ημερολογίων από τους ιερούς συγγραφείς (και σε συνδυασμό με την καλή γνώση των ιουδαϊκών εθίμων), ισχυρίζεται ότι όλες οι ασυμφωνίες των ευαγγελικών κειμένων – ακόμη και αυτές που αναφέρονται σε κείμενα του ίδιου Ευαγγελιστή – είναι σε θέση να εναρμονιστούν σε ένα ενιαίο σύνολο.

Παράλληλα, επειδή σε κάθε περίπτωση η έναρξη της ημέρας γίνεται με διαφορετικό τρόπο (από ανατολή του ήλιου σε ανατολή για το πρώτο και από δύση σε δύση για το δεύτερο), προκύπτει αντίστοιχα και διαφορετικός προσδιορισμός της ημέρας του Πάσχα. Με άλλα λόγια, η 14η ημέρα του μήνα Νισάν δεν ταυτιζόταν για τα δύο ημερολόγια.

CERN_345Πριν αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο υποστηρίζει τα συμπεράσματά του ο συγγραφέας, αξίζει οπωσδήποτε να αφιερώσουμε δυο λόγια για τον ίδιο. Πρόκειται, λοιπόν, για καθηγητή Πολυτεχνείου και διευθυντή Έρευνας του Κέμπριτζ (!), στο Τμήμα Επιστήμης Υλικών και Μεταλλουργίας, και Καθηγητή Πειραματικής Φυσικής στο Βασιλικό Ινστιτούτο του Λονδίνου. Πριν βιαστούμε να αφήσουμε την καχυποψία μας να εκδιπλωθεί, ότι πρόκειται για κάποιον μη ειδικό, καλό θα είναι να γνωρίζουμε ότι ομιλούμε για κάποιον που προσδίδει στον όρο «ερασιτέχνης» την ακριβή ετυμολογική διάσταση του όρου: αυτόν που εράται την τέχνη του, που είναι παθιασμένα αφοσιωμένος σ’ αυτήν, ανεξάρτητα αν βιοπορίζεται από αυτήν ή όχι. Ο καθηγητής Humphreys, λοιπόν, ασχολείται με το συγκεκριμένο ζήτημα για πάνω από τρεις δεκαετίες (από το 1981, συγκεκριμένα) και ήδη έχει στο ενεργητικό του μία μελέτη για την ημερομηνία γέννησης του Ιησού (την οποία υπολογίζει κατά την 5η Απριλίου του 5 π.Χ.), καθώς και ένα έργο για τα θαύματα που αναφέρει η Βίβλος ότι συνέβησαν κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Για όλα αυτά, οι θέσεις του είναι ευρέως γνωστές στους κύκλους των ειδικών βιβλικών ερμηνευτών.

Με βάση το συγκεκριμένο υπόβαθρο, δεν εκπλήσσει ασφαλώς ότι οι υπολογισμοί του βασίζονται κατά κύριο λόγο σε αστρονομικές μεθόδους. Mε τη συνδρομή του συναδέλφου του αστροφυσικού της Οξφόρδης Graeme Waddington, προέβη σε πλήθος υπολογισμών για να οδηγηθεί στα συμπεράσματά του. Μάλιστα, το 1983 από κοινού με τον G. Waddingtonδημοσίευσαν τη μέθοδό τους στο έγκριτο περιοδικό για τις Θετικές Επιστήμες Nature, η οποία έτυχε πλήθους (1282 αναφέρει ο ίδιος) επαληθεύσεων. Οι μέθοδοί τους αξιοποιούν τις νεότερες επιστημονικές κατακτήσεις, με ελάχιστα περιθώρια αποκλίσεων, και είναι συνεπώς σε θέση να διορθώσουν παλαιότερα αντίστοιχα εγχειρήματα, όπως του διαπρεπούς φυσικού Ι. Newton (1642-1727), τα οποία είχαν περιορισμένη επιτυχία.

Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από τον ίδιο τον Humphreys ή από κοινού με τον Waddington, ήταν κάθε άλλο παρά γενικόλογες και αόριστες, με σαφή στοχοθεσία και προσαρμογή των υπολογισμών τους στα δεδομένα της Ιερουσαλήμ και με κατά το δυνατόν αναγωγές στην εποχή των Ευαγγελίων, ανασυνθέτοντας τα γεγονότα βάσει των αστρονομικών και άλλων (μετεωρολογικών ή γεωφυσικών) δεδομένων. Η δε ανάπτυξη των συμπερασμάτων καθίσταται προσιτή προς το ευρύ κοινό με χρήση διαγραμμάτων και εικόνων (λ.χ. για τις θέσεις του ήλιου και της σελήνης), ώστε να γίνουν ευρύτερα κατανοητά τα επιχειρήματά του. Η στέρεα επιστημονική μεθοδολογία του εκτείνεται όμως και σε άλλες κατευθύνσεις, όπως τη χρήση στατιστικής ανάλυσης.

Είναι αξιοσημείωτο πάντως, ότι ο καθ. Humphreys παραθέτει τις αντιρρήσεις για τη δική του μέθοδο και προς τιμήν του δέχεται το βάσιμο των επιφυλάξεων προς αυτές. Μάλιστα, δε διστάζει να δικαιώσει τη δυσκολία που έχουν οι βιβλικοί ερμηνευτές έναντι της αποδοχής των αστρονομικών ανασυνθέσεων, καίτοι ο ίδιος προέρχεται από τις θετικές επιστήμες, αναγνωρίζοντας την απόσταση των γνωστικών πεδίων. Ωστόσο, εντοπίζει ταυτόχρονα τα λάθη στα οποία υποπίπτουν οι βιβλικοί ερευνητές λόγω άγνοιας των αστρονομικών δεδομένων.

Τα αποτελέσματα των ερευνών του είναι ιδιαίτερα σημαντικά, δεδομένης της σημασίας που διαθέτει ένα ημερολόγιο σε κάθε πολιτισμό, αλλά και στον προσδιορισμό των γεγονότων του παρελθόντος. Είναι όμως και συναρπαστικά, καθώς μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν πλήθος πληροφορίες για τα αρχαία ημερολόγια που εμπλέκονται στις βιβλικές διηγήσεις και ορισμένα παρουσιάζονται ενδελεχώς: το ιουδαϊκό, της κοινότητας του Κουμράν, της Αιγύπτου, της Βαβυλώνας, του Βορείου Βασιλείου, των Σαμαρειτών, το Ρωμαϊκό, το Μακεδονικό, ακόμη και αυτό των Ζηλωτών!

Εντέλει, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει είναι σαφή: η Σταύρωση έγινε την Παρασκευή, 3 Απριλίου του 33 μ.Χ., ενώ ο Μυστικός Δείπνος έγινε δύο μέρες πριν, την Τετάρτη. Οι διαδρομές που ακολουθεί για τη συγκεκριμένη κατάληξη είναι ποικίλες και όλες συγκλίνουν στα ίδια αποτελέσματα. Προέρχονται από συνδυαστικές ερμηνείες βιβλικών και εξωβιβλικών πηγών, όπως της αποκαλυπτικής, της ραβινικής, της εσσαϊκής, της απόκρυφης και της πατερικής γραμματείας, και σε ένα φάσμα που εκτείνεται από τις αναφορές στον Παύλο μέχρι τους Σιβυλλικούς Xρησμούς. Πέρα από τη μελέτη των κειμένων, ο φιλομαθής αναγνώστης απολαμβάνει αναλύσεις σε διάφορα συναφή θέματα (καθένα από τα οποία υποστηρίζει την ορθότητα των επιχειρημάτων του συγγραφέα): την ετυμολογία των όρων, τις αναφορές στο κτίσιμο του Ναού των Ιεροσολύμων, τις μαρτυρίες για την κοινότητα των Εσσαίων, τη δριμύτητα που έχουν οι αμμοθύελλες της περιοχής (που είναι ικανές να κρύψουν τον ήλιο), ή τη σημασία της τοπογραφίας των Ιεροσολύμων.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή του πονήματος του Sir C. J. Humphreys είναι ο συστηματικός «διάλογος» που επιχειρεί με τη βιβλική έρευνα. Στο έργο συναντά κανείς εκτενείς αναφορές και συνόψεις στην έρευνα αλλά και στην ιστορία της, με αρκετές τυπολογικές ομαδοποιήσεις των ερμηνειών που έχουν δοθεί σε ζητήματα του συγκεκριμένου πεδίου και με συμπεράσματα, στα οποία δείχνουν να συμφωνούν οι ειδικοί του. Ο ίδιος δεν παραλείπει, ακόμη, να αναμιχθεί στην ευρύτερη συζήτηση, τολμώντας να καταθέσει τις δικές του προτάσεις και να μη μείνει στην ταξινόμηση των υφιστάμενων ερμηνευτικών σχημάτων.

Η προσέγγισή του φανερώνει μια διάθεση υπέρβασης της «στενής» ανάγνωσης των ευαγγελικών κειμένων. Για παράδειγμα, στέκεται ιδιαίτερα στους συμβολισμούς, χρωματίζοντας τους δαιδάλους των «στεγνών» επιστημονικών ερμηνειών. Βέβαια, δεν αρνείται την προσωπική του θρησκευτική τοποθέτηση, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να τηρήσει τις κατά το δυνατόν απαιτούμενες αποστάσεις των ατομικών του προτιμήσεων από τα αποτελέσματα της έρευνας. Τονίζει λ.χ. τις ομοιότητες μεταξύ Συνοπτικών και Ιωάννη (πέρα από τις αναφερθείσες ασυμφωνίες), αλλά δεν διστάζει να αναγνωρίσει και παρεμβάσεις χριστιανών σε αρχαιότερα κείμενα (τους Σιβυλλικούς Xρησμούς). Η προσωπική πίστη του εδράζεται εξ ολοκλήρου σε συναγωγές λογικών συμπερασμάτων. Εκδηλώνει ανοιχτά την εμπιστοσύνη του στην αλήθεια του ευαγγελικού κειμένου, αλλά συνάμα χρησιμοποιεί ευρέως ιστορικές πηγές, για να τονίσει τη συμφωνία των Ευαγγελίων μαζί τους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, συνεξετάζονται αυστηρά όλα τα ενδεχόμενα, όλες οι πιθανές περιπτώσεις, προτού αποφανθεί για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε.

Εξάλλου, η θητεία του στο χώρο των θετικών επιστημών, εκτός από τα εχέγγυα δεοντολογίας που του προσφέρει, του δίνει έναν επιπρόσθετο «αέρα» στη μεθοδολογική του θεώρηση. Όταν για παράδειγμα, διαπιστώνεται η σιωπή των Γραφών σε αστρονομικά γεγονότα, επισημαίνεται ο  κυρίαρχος για την εποχή φόβος των αστρολογικών δοξασιών. Έτσι, τα θετικο-επιστημονικά και τα ιστορικο-θεολογικά του ενδιαφέροντα συνδυάζονται με έναν πειστικό όσο και ερευνητικά λυσιτελή τρόπο.

Humphr

Από τα παραπάνω περιττεύει προφανώς να εξαρθεί περαιτέρω η αξία του έργου. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που εκπληρώνεται η καβάφεια ευχή, το ταξίδι να αξίζει περισσότερο από την Ιθάκη. Αναμφίβολα, αυτή η πανδαισία ευρυμάθειας απευθύνεται τόσο σε ειδικούς βιβλικούς επιστήμονες όσο και σε ένα ευρύτερο κοινό. Το πλήθος των γνώσεων που προσφέρει συνδυάζεται με μία ευχάριστη γλώσσα, λεπτό χιούμορ και χρήση παραδειγμάτων από την καθημερινότητα στην επιχειρηματολογία του. Η πληρότητα της παρουσίασής του αφήνει ελάχιστα σημεία του βιβλίου να απαιτούν περαιτέρω ανάλυση. Με ξεχωριστή φροντίδα για την ευχέρεια της ανάγνωσης και της κατανόησης όσων υποστηρίζονται,  στο τέλος κάθε κεφαλαίου τίθενται συνόψεις, με τρόπο επιγραμματικό αλλά σαφή, όσων προηγήθηκαν. Αξιοσημείωτο, τέλος, είναι ότι σε πλείστες περιπτώσεις ο συγγραφέας δείχνει να γνωρίζει καλά (αν και με κάποια κενά) την Ορθόδοξη λατρευτική παράδοση.

Ως ακροτελεύτια παρατήρηση, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι όλα αυτά θα είχαν μηδαμινή αξία χωρίς την εκδοτική επιμέλεια, που συνταίριαξε το εκλεκτό περιεχόμενο του βιβλίου με μια ιδιαίτερα καλαίσθητη μορφή. Η μεταφραστική συμβολή της κ. Ανίτας Κλήμη δε, πιστεύουμε πως προσέδωσε μία πρόσθετη αξία στο όλο εγχείρημα, χαρίζοντας στο ελληνόφωνο κοινό μια γλώσσα ρέουσα, που απέδωσε με τρόπο ικανό την όλη προβληματική του C. J. Humphreys. Ενδεχομένως, θα μπορούσε σε μία μελλοντική επανέκδοση να εξεταστεί η περίπτωση της κατάρτισης ενός ευρετηρίου ονομάτων, εννοιών και πραγμάτων, ώστε να αποθησαυριστεί ο όγκος των πληροφοριών που περιλαμβάνονται.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.