Τρεις βιβλιοπροτάσεις σχετικά με τον ιστορικό Ιησού με αφορμή την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως

SGH

Ed Parish Sanders, Τo Ιστορικό Πρόσωπο του Ιησού, (μτφρ. Γ. Βλάχου), Αθήνα, εκδόσεις Φιλίστωρ, 1996

Από την εισαγωγή του βιβλίου

Η αναζήτηση για το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού έχει ήδη παρελθόν 200 χρόνων. Προς τα τέλη του 18ου αιώνα μερικοί τολμηροί Ευρωπαίοι άρχισαν να εφαρμόζουν τη φιλολογική και ιστορική κριτική στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, κάτι που ως τότε ήταν απαγορευμένο μιας κι επρόκειτο για κείμενα πολύ ιερά για τις κοσμικές σπουδές της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Διαβάζοντας τις αναφορές σχετικά με τον Ιησού, αναφορές που γράφτηκαν από επίμονους και αφοσιωμένους μελετητές στη διάρκεια αυτής της περιόδου των 200 χρόνων, ανακαλύπτουμε πως τα συμπεράσματά τους υπήρξαν εξαιρετικά διαφοροποιημένα. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει πολλούς στην άποψη ότι ουσιαστικά δε γνωρίζουμε τίποτε. πρόκειται όμως για υπερβολική αντίδραση αφού στην πραγματικότητα γνωρίζουμε αρκετά. Το πρόβλημα έγκειται στο να συμφιλιώσουμε τη γνώση με τις ελπίδες και τις επιθυμίες μας. Εξαιτίας της μεταγενέστερης σπουδαιότητας του Ιησού και του κινήματος που αυτός θεμελίωσε, θέλουμε να ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτόν, ιδιαίτερα τις βαθύτερες σκέψεις του, όπως για παράδειγμα το τι σκεφτόταν για τον εαυτό του. Όπως υπέδειξα και παραπάνω, νομίζω πως έχουμε αρκετά στοιχεία για ορισμένα από όσα σκεφτόταν ο Ιησούς. Οι ενδόμυχες σκέψεις, όμως, ακόμα και ανθρώπων που η δημόσια ζωή τους είναι καλά τεκμηριωμένη, είναι συνήθως απροσδιόριστες. Τι πίστευε ο Λίνκολν στην πραγματικότητα, βαθιά μέσα στην καρδιά του, για την απελευθέρωση των σκλάβων; Πρόκειται για δύσκολο ερώτημα, έστω και αν έχουμε πολύ υλικό για τον ίδιο και γνωρίζουμε τι έκανε και ποια ήταν τα αποτελέσματα. Το ίδιο ισχύει για τον Ιησού. Αν και η τεκμηρίωση είναι λιγότερο πλήρης, ξέρουμε ως ένα βαθμό για τα πράγματα που έκανε, αρκετά για όσα δίδαξε, και πολλά σχετικά με τα αποτελέσματα. Πρέπει, λοιπόν, να προσπαθήσουμε να συμπεράνουμε το τι σκεφτόταν βαθιά μέσα του. Δεν πρέπει να φοβηθούμε να προχωρήσουμε σε τέτοιου είδους συμπεράσματα. οφείλουμε, ωστόσο, να γνωρίζουμε ότι αυτά είναι λιγότερο βέβαια από ό,τι τα λόγια και τα έργα του, τα οποία ήδη είναι αρκετά δύσκολο να εξακριβωθούν απόλυτα.

Ο σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να εκθέσει, όσο γίνεται πιο καθαρά, τι μπορούμε να γνωρίζουμε, χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της ιστορικής έρευνας, και αυτό να το διαχωρίσει από τις εικασίες, κατονομάζοντας ποιες ακριβώς είναι. Η γενική συζήτηση γύρω από τα θαύματα και τη διδασκαλία του Ιησού θα συμπεριλάβει ορισμένα αποσπάσματα, για την αξιοπιστία των οποίων προσωπικά αμφιβάλλω (όπως θα κάνω σαφές στα ανάλογα σημεία), τα στοιχεία, όμως, που θεωρώ ασφαλή θα επαληθεύσουν τα διάφορα ζητήματα, τις κατηγορίες και τα συμπεράσματα.

Αν και αυτός καθαυτός ο σκοπός δεν είναι φιλόδοξος, η επίτευξή του είναι δύσκολη. Συχνά οι συγγραφείς επικαλούνται την πολυπλοκότητα του αντικειμένου τους έτσι ώστε να εκμαιεύσουν τη συμπάθεια των αναγνωστών. Και βέβαια προσβλέπω στην εύνοια των αναγνωστών, ταυτόχρονα όμως πιστεύω ότι είναι πράγματι πιο δύσκολο να γραφτούν βιβλία για τον Ιησού απ’ ό,τι βιβλία για άλλα πρόσωπα για τα οποία υπάρχει ανάλογη τεκμηρίωση. Έχω ήδη αναφέρει ότι άνθρωποι που μένουν ικανοποιημένοι με γενικές πληροφορίες για άλλα πρόσωπα της αρχαιότητας, σχετικά με τον Ιησού θέλουν να ξέρουν πολύ περισσότερα. Υπάρχουν, όμως, και άλλα ιδιαίτερα προβλήματα. Ένα είναι ότι οι πρωτογενείς πηγές, δηλαδή τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, έχουν διαβαστεί ευρέως και είναι άμεσα προσιτά στο αναγνωστικό κοινό. Αυτό απαιτεί από το συγγραφέα να εξηγήσει με λεπτομέρεια πώς αυτός χρησιμοποιεί τις πηγές του, κάτι που ο βιογράφος άλλων αρχαίων προσώπων το κάνει πολύ πιο σύντομα, αν δεν το παραλείψει κιόλας εντελώς. Όλοι οι ιστορικοί έχουν άποψη για τις πηγές τους, συνήθως όμως υποχρεώνονται να την αναπτύξουν μόνο όταν απευθύνονται σε άλλους ερευνητές. Η συζήτηση για τα προβλήματα που δημιουργούν οι αρχαίες πηγές είναι σχεδόν αναγκαστικά τεχνικής φύσης και αυτό βαραίνει με ένα επί πλέον φορτίο το συγγραφέα και τον αναγνώστη. Ένα άλλο ακόμη πιο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι σχεδόν όλοι έχουν προσωπική άποψη για τον Ιησού, έτσι, λοιπόν, είναι προκατειλημμένοι για το τι θα έπρεπε να λέει ένα βιβλίο σχετικό με αυτόν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι απόψεις αυτές είναι υπερβολικά θετικές. Όλοι θέλουν να συμφωνούν με τον Ιησού και αυτό συχνά σημαίνει ότι θεωρούν πως κι εκείνος συμφωνεί μαζί τους.

***

Shimon Gibson, Οι τελευταίες ημέρες του Ιησού με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, (μτφρ. Σ. Δεσπότη-Ι. Γρηγοράκη), Αθήνα, εκδόσεις Ουρανός, 2010

Από τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση

Ο Shimon Gibson, με πολυετή εμπειρία στο χώρο της βιβλικής αρχαιολογίας και ιδιαίτερα στις ανασκαφές της Ιερουσαλήμ, απεικονίζει με «ανάγλυφο» τρόπο και παραστατική γλώσσα τους χώρους στους οποίους πάτησε ο Ιησούς κατά την τελική πορεία Του προς το Πάθος και την Ανάσταση. Αυτό συμβαίνει επειδή αναφέρεται σε ευρήματα τα οποία ανακάλυψε και άγγιζε ο ίδιος εργαζόμενος επί δεκαετίες ως μέλος ή και διευθυντής ανασκαφικής Ομάδας. Καλύπτει, έτσι, ένα κενό στη σύγχρονη βιβλιογραφία, αφού τα αναρίθμητα βιβλία που κυκλοφορούνται σχετικά με τον Ιησού και ιδιαίτερα την τελευταία Μεγάλη Εβδομάδα της ζωής Του στηρίζονται στις φιλολογικές μαρτυρίες των Ευαγγελίων και άλλων Πηγών, χωρίς να δίνουν τη δέουσα προσοχή στην Αρχαιολογία. Έτσι, ο αναγνώστης του συγκεκριμένου πονήματος έχει τη δυνατότητα να ανακαλύψει την πραγματική εικόνα της Αγίας Πόλης και όχι αυτή που έχει εντυπωθεί στο νου των περισσοτέρων, κατεξοχήν από τις ταινίες αναφορικά με τον Ιησού τον Ναζωραίο. Επιπλέον, καταγράφονται νέα ευρήματα που διαφωτίζουν ακόμη περισσότερο τις ευαγγελικές αφηγήσεις. Τεκμαίρεται η ύπαρξη λοιμικής λέπρας (νόσος Χάνσεν) τον 1ο αι. μ.Χ. στην Ιουδαία. Διαφωτίζεται η λειτουργικότητα της χρίσης των ποδών αλλά και του σώματος ολόκληρου σε συνδυασμό με το τελετουργικό του βαπτίσματος σε μια εποχή που εξαίρεται η διάκριση καθαρού και ακαθάρτου, ιερού και βέβηλου, ως μηχανισμός αυτοάμυνας απέναντι στην εισβολή της «παγκοσμιοποίησης» της Δύσης. Μάλιστα, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι οι κολυμβήθρες Σιλωάμ και Βηθεσδά δεν χρησίμευαν για την ύδρευση, αλλά λειτουργούσαν ως χώροι τέλεσης των απαραίτητων καθαρμών προκειμένου οι πολυάριθμοι προσκυνητές-επισκέπτες της πόλης να ανέβουν καθαρμένοι στο Ναό, το «προπύργιο» της αγιότητας. Αυτούς τους πολυσύχναστους χώρους χρησιμοποίησε και ο Ιησούς σε συνδυασμό με την επιτέλεση θαυμάτων για να διαδώσει το μήνυμα της ελπίδας, το ευαγγέλιό Του. Η δίκη του Ιησού από τον Ρωμαίο ηγεμόνα δεν έγινε στον Πύργο Αντωνία από όπου ξεκινά η Οδός του Πάθους (Via dolorosa), την οποία σήμερα ακολουθούν οι πολυάριθμοι προσκυνητές πραγματοποιώντας μάλιστα και τις αντίστοιχες στάσεις. Διαδραματίστηκε στο Παλάτι του Ηρώδη (στον δυτικό τομέα της Ιερουσαλήμ), που ταυτίζεται με το Πραιτώριο και ειδικότερα με την πύλη εισόδου προς αυτό και την πόλη. Έτσι, το βήμα όπου εκφωνείται από τον Πόντιο Πιλάτο η τελική ετυμηγορία μάλλον πρέπει να τοποθετηθεί στην Πύλη των Εσσαίων, η οποία μέχρι σήμερα εντοπιζόταν σε άλλα σημεία του τείχους, αφού κυκλοφορούνταν και η λανθασμένη άποψη ότι η συγκεκριμένη «αίρεση», που ήταν φίλα προσκείμενη προς τον Ηρώδη, διέθετε ξεχωριστό τετράγωνο στην πρωτεύουσα του Ισραήλ. Ο συγγραφέας υπερασπίζεται την άποψη ότι ο Ιησούς τελικά σταυρώθηκε στην ευρύτερη περιοχή του έχοντος το σχήμα κρανίου Γολγοθά (όπου κατασκήνωναν και προσκυνητές, όπως και στο όρος των Ελαιών) και ετάφη πλησίον αυτού (και όχι σε άλλες τοποθεσίες, όπως εικάζουν κάποιοι) σε καινό τάφο του Ιωσήφ, όπου δεν είχαν ταφεί έτεροι συγγενείς του, αφού η οικογένειά του καταγόταν από την Αριμαθαία. Ιδιαιτέρως εντυπωσιακή είναι η περιγραφή των τάφων που έχουν ευρεθεί στην Αγία Πόλη και του τρόπου με τον οποίο κήδευαν οι Ιουδαίοι τους νεκρούς τους. Παρότι δεν είναι απόλυτα ομοιόμορφοι, δεν ομοιάζουν με τους δικούς μας τάφους-τάφρους, αλλά είναι οικογενειακά κτίσματα λαξευμένα σε βράχους με ειδικά διαμορφωμένους χώρους. Λαμβάνονταν μάλιστα όλες οι αναγκαίες προφυλάξεις προκειμένου κάποιος να επιβιώσει εάν δεν είχε πραγματικά αποθάνει. Γι’ αυτό επισκέπτονταν τον νεκρό τρεις ημέρες μετά την ταφή, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι πραγματικά έχει αναπαυθεί και προστεθεί στους πατέρες τους.

***

Colin J. Humphreys, Η ημέρα που σταυρώθηκε ο Ιησούς. Ανασυνθέτοντας τις τελευταίες ημέρες του πάθους, (μτφρ. Α. Κλήμη-επιστ. επιμ. Μ. Γκουτζιούδης), εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2015

Από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου

Οι βιβλικοί ερευνητές διαφοροποιούνται ως προς το ποια ερμηνευτική θεωρία του τελευταίου δείπνου υποστηρίζουν. Αυτές οι θεωρίες εγείρουν δύο επιλογές για την ημέρα της σταύρωσης, την 14η ή 15η του μήνα Νισάν, και οι ερευνητές δεν γνωρίζουν με σιγουριά ποια είναι η σωστή. Επίσης έχουμε ένα μεγάλο χρονικό εύρος (26-36 μ.Χ.), από τo οποίο θα πρέπει να επιλέξουμε. Μπορούμε να περιορίσουμε αυτές τις επιλογές; Αν μπορέσουμε να περιορίσουμε τις επιλογές για τις πιθανές ημερομηνίες της σταύρωσης, ίσως καταφέρουμε να αποκλείσουμε μία ή και περισσότερες από τις προτεινόμενες θεωρίες για το τελευταίο δείπνο του Ιησού με τους μαθητές του.

Επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το πρόβλημα. Ας υποθέσουμε ότι η αστυνομία βρίσκει το σκελετό ενός άντρα που δολοφονήθηκε κατά τον προηγούμενο αιώνα. Ζητούν τη βοήθεια των ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι αποφαίνονται ότι ο άντρας δολοφονήθηκε κατά την περίοδο 1926-1936. Ανακαλύπτουν επίσης διάφορα στοιχεία που υποδεικνύουν ότι ο άντρας πέθανε ημέρα Παρασκευή. Τότε προκύπτουν μερικά αντικρουόμενα στοιχεία, μερικά από τα οποία δείχνουν ότι πέθανε στις 14 Απριλίου, ενώ άλλα στις 15 Απριλίου. Πως μπορούμε να περιορίσουμε τις πιθανές ημερομηνίες του θανάτου του;

Ο πιο απλός τρόπος, τον οποίο και ακολούθησα, είναι να χρησιμοποιήσουμε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και μια μηχανή αναζήτησης, όπως η Google, και να γράψουμε τη λέξη «ημερολόγιο». Ο πρώτος ιστότοπος που εμφανίστηκε παρείχε το ημερολόγιο για οποιοδήποτε έτος από το 1900. Γράφοντας «1926», ανακάλυψα ότι η 14η Απριλίου του 1926 ήταν Τετάρτη και η 15η Απριλίου ήταν Πέμπτη, επομένως, αν ο άντρας πέθανε Παρασκευή, το 1926 δεν θα ήταν το έτος του φόνου. Μάλιστα υπάρχουν μόνο τρεις πιθανότητες: Η 14η Απριλίου έπεσε Παρασκευή το 1933 και η 15η Απριλίου έπεσε Παρασκευή το 1927 και το 1932. Τα ημερολόγια αυτά δείχνουν ότι αυτές είναι οι μόνες ημερομηνίες κατά τις οποίες είναι πιθανό να έγινε ο φόνος. Αν οι αστυνομικοί επιθεωρητές της φανταστικής αυτής υπόθεσης επέλεγαν να συνεχίσουν την έρευνα, ίσως να ανακάλυπταν άλλα στοιχεία που θα τους καθιστούσαν ικανούς να πουν για παράδειγμα, ότι το 1927 ήταν υπερβολικά νωρίς και το 1933 υπερβολικά αργά για τον θάνατο του άντρα, αφήνοντας την Παρασκευή 15 Απριλίου του 1932, ως την μόνη πιθανή ημερομηνία για τον φόνο. Αυτή είναι η μεθοδολογία που θα χρησιμοποιήσω στο επόμενο κεφάλαιο προκειμένου να περιορίσω τις πιθανές ημερομηνίες της σταύρωσης. Πρώτα, λαμβάνουμε υπόψη τα τρία σημαντικά στοιχεία που ανακαλύψαμε σε αυτό το κεφάλαιο και στο προηγούμενο για να βρούμε τις πιθανές ημερομηνίες της σταύρωσης. Αυτά είναι ότι ο Ιησούς πέθανε την περίοδο 26-36 μ.Χ., ότι ήταν ημέρα Παρασκευή και ότι ήταν στις 14 ή στις 15 Νισάν. Αν ενώσουμε αυτά τα στοιχεία καταλήγουμε στην ερώτηση που ακολουθεί: Σε ποια από τα έτη του χρονικού διαστήματος 26-36 μ.Χ., η 14η ή η 15η Νισάν έπεφτε ημέρα Παρασκευή;

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.