Δρ. Ελένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο), Η Elisabeth Behr Sigel και το θέμα των διακονισσών

Deaconesses_307

Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο με θέμα: «Διακόνισσες, Χειροτονία των Γυναικών και Ορθόδοξη Θεολογία»

Επιτρέψτε να κάνω μια σύντομη παρένθεση πριν ξεκινήσω την ανάγνωση της εισήγησής μου. Ανάμεσα στα πράγματα για τα οποία  θα πρέπει να ευγνωμονούμε τις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες, μεταξύ των οποίων και τη θεολογία, είναι το γεγονός ότι μετά τη δεκαετία του 60 αρχίζουν και θέτουν ως προϋπόθεση και παράγοντα έρευνας την εμπειρία. Η εμπειρία, ως παράγοντας της ερευνητικής διαδικασίας, από τη μια αναδεικνύει τις προϋποθέσεις του ερευνητή και από την άλλη άγνωστες διαστάσεις του προς έρευνα αντικειμένου. Η εμπειρία θα αποτελέσει εν συντομία παράγοντα σημαντικό και στη δική μου ανάλυση.

Εισαγωγή

«Πρέπει άραγε να υποχωρήσει κανείς; Πρέπει να συμβιβαστεί με τις άχρηστες προσμείξεις που παραμορφώνουν το πρόσωπο της Εκκλησίας όπως συμβιβάζεται κανείς με τις ρυτίδες που χαράζει ο καιρός στο αγαπημένο πρόσωπο;». Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να μην συμβιβαστούν είναι αυτοί που οδηγούν τους άλλους σε νέες κατηγορίες σκέψεις, που μαθαίνουν στους νεώτερους ότι ο συμβιβασμός και ο εφησυχασμός είναι ένα είδος προδοσίας του παρελθόντος, του παρόντος αλλά κυρίως και πρωτίστως του μέλλοντος. Οι άνθρωποι που δεν συμβιβάζονται είναι συνήθως οραματιστές. Οραματίζονται έναν καλύτερο κόσμο, μια καλύτερη πραγματικότητα και στην περίπτωσή μας μια εκκλησία του Χριστού χωρίς το ήθος και την αμαρτία του κόσμου να την πληγώνει και να την διαιρεί. Οι άνθρωποι αυτοί συνεχίζουν να καταγγέλλουν την αδικία, να χαίρονται με την αλήθεια, να αγωνιούν και να αναζητούν την ειρήνη.

Είναι τυχερός κι ευλογημένος αυτός ή αυτή που στη ζωή του ανταμώνει τέτοιους ανθρώπους. Μέσα από τα μάτια τους ξεχνά τις πίκρες και τις ματαιώσεις του. Βγάζει φτερά, αλλάζει βλέμμα και όψη, και ταξιδεύει μαζί τους στο όραμα. Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε τρεις τέτοιους ανθρώπους της δικής μου ζωής. Ο πρώτος είναι ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης, τον οποίο κι ευχαριστώ για τη δυνατότητα να κοινωνήσω τόσο στη σπουδαία εμπειρία του σεμιναρίου όσο και στο παρόν συνέδριο. Είναι προφανές ότι σταθερά και με συνέπεια υπηρετεί τις ιδέες, τις απόψεις και τα οράματά του, ανεξάρτητα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις αντιδράσεις και τα όποια κάθε φορά προβλήματα. Το δεύτερο πρόσωπο ήταν η κ. Χριστίνα Βάγια. Αναφέρθηκε εχθές η κ. Αδαμτζίλογλου στο πρόσωπό της. Επειδή, όμως, η φιλία και η σχέση μας ήταν στενή και, για μένα τουλάχιστον πηγή χαράς κι έμπνευσης, επιτρέψτε μου να της αφιερώσω αυτή μου την εισήγηση.  Η κ. Βάγια, ως μέλος και ψυχή της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Γυναικείων Θεμάτων,  πίστευε πως ο αγώνας για την υπέρβαση των στερεοτύπων εντός της εκκλησίας, της αδικίας και της ασυνέπειας μεταξύ θεωρίας και πράξης, ήταν καταστάσεις για τις οποίες οι γυναίκες που διακονούν την εκκλησία του Χριστού θα έπρεπε να αγωνιστούν για να αλλάξουν. Θεωρούσε, δε, ότι οι δομές θα αλλάξουν όταν θα αλλάξει η αντίληψη των γυναικών για τα πράγματα και όταν όλες και όλοι, ως μέλη του σώματος του Χριστού, εγγραματιστούμε θεολογικά. Το τρίτο πρόσωπο ήταν η Elisabeth Behr Sigel. Συνάντησα την Elisabeth όταν ήμουν 26 ετών. Εκείνη ήδη ώριμη και αναγνωρισμένη θεολόγος, με σημαντική θεολογική διαδρομή στο χώρο του ΠΣΕ. Ήταν σε ένα σεμινάριο του ΠΣΕ στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey όπου είχα μια εισήγηση για τη θέση της γυναίκας στην ορθόδοξη λατρεία. Μετά το πέρας της συνεδρίας με πλησίασε μια μικρόσωμη, ηλικιωμένη κυρία, με κάτασπρα μαλλιά, πλατύ χαμόγελο και σπινθηροβόλο βλέμμα. Αν και είχα διαβάσει άρθρα και το γνωστό βιβλίο της Το λειτούργημα της γυναίκας στην εκκλησία δεν είχα δει ποτέ φωτογραφία της. Με πλησίασε, λοιπόν, και μου είπε κάτι που ακόμη και τώρα θεωρώ ότι ήταν από τα πιο γλυκά, τρυφερά και σημαντικά πράγματα που έχω ακούσει στην εικοσαετή και πλέον πορεία μου στο χώρο της Θεολογίας: «αγαπητή μου νεαρή κυρία, είναι η πρώτη φορά που ακούω κάποιον από την Ελλάδα να μιλά για το θέμα της συμμετοχής των γυναικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία και συμφωνώ απόλυτα με τα όσα λέει …και συνέχισε με μια φράση που μόνο στα αγγλικά μπορώ να αναφέρω και που δηλώνει τη συμβουλή και την παρότρυνση της να συνεχίσω…stickwithit….σκεφτείτε την έκπληξη και την συγκίνησή μου όταν ο π. Thomas FitzGerald και η σύζυγός του Κυριακή, οι οποίοι ήταν επίσης στο σεμινάριο, μου σύστησαν την Elisabeth Behr-Sigel. Tη συνάντησα, για δεύτερη και τελευταία φορά μια πενταετία αργότερα, εδώ στη Θεσσαλονίκη, όταν το οικουμενικό Forum Ευρωπαίων χριστιανών γυναικών πραγματοποίησε στην Περαία τη Γενική του Συνέλευση. Η συζήτηση μαζί της ήταν πάντα μια θεολογική διάλεξη κι ένα μάθημα ζωής. Ποια ήταν όμως η Elisabeth Behr Sigel και γιατί η παρουσία της αξιολογείται ως σημαντική όχι μόνο από Ορθόδοξους θεολόγους αλλά και από θεολόγους της Προτεσταντικής παράδοσης;

Ι. Βιογραφικά

Η Elisabeth Charlotte Sigel γεννήθηκε στο Στρασβούργο το 1907 και πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 98 ετών το 2005, περιτριγυρισμένη από τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα της. Στη διάρκεια της ζωής της βίωσε όλες τις μεγάλες τραγωδίες της Ευρώπης κατά τον 20ο αιώνα. Ήταν κόρη ενός Γάλλου Λουθηρανού  και  μια εβραίας Αυστριακής. Από πολύ μικρή ηλικία και λόγω της μικτής θρησκευτικά οικογένειας της, η Elisabeth ήταν ανοικτή και ανεκτική στο διαφορετικό και στη συνύπαρξη με αυτό. Μέλος της Λουθηρανικής εκκλησίας, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Αναφέρει η ίδια χαρακτηριστικά για εκείνη την εποχή: «Ήταν το 1927, και η θεολογική σχολή του πανεπιστημίου του Στρασβούργου, ακριβώς τότε, μόλις είχε ανοίξει τις σπουδές της στις πρώτες φοιτήτριες. Αν θυμάμαι καλά είμαστε μόνο τρία ή τέσσερα κορίτσια στο πρώτο έτος, και οι μελλοντικοί πάστορες συμφοιτητές μας μας δέχτηκαν, γενικά, αρκετά καλά. Μόνο οι γείτονες μας στις αίθουσες διδασκαλίας, οι ιεροσπουδαστές της καθολικής θεολογικής σχολής, όταν μας συναντούσαν στους διαδρόμους έμοιαζαν κάπως έκπληκτοι. Αλλά κι αυτοί συνήθισαν σιγά σιγά να μας βλέπουν. Φυσικά θέταμε στον εαυτό μας ερωτήματα: τι θα κάναμε όταν τελειώναμε τις σπουδές μας; Οι εκκλησίες θα δέχονταν άραγε τις υπηρεσίες μας; Και με ποια ιδιότητα; Είχαμε ωστόσο εμπιστοσύνη: Ο Κύριος μας είχε βοηθήσει να περάσουμε έναν πρώτο φραγμό. Αφού Εκείνος μας είχε καλέσει, εκείνος θα φρόντιζε και για τα υπόλοιπα».

Μετά το πέρας των σπουδών της η Elisabeth αναλαμβάνει ενοριακά λειτουργήματα σε Λουθηρανική ενορία, χωρίς χειροτονία, για οκτώ περίπου μήνες από 1931 έως το 1932. Εκεί είχε την ευθύνη για τη λατρεία της Κυριακής, για την εξαγγελία του λόγου του Θεού, για την κατήχηση των παιδιών και των εφήβων, για την επίσκεψη των αρρώστων και των μοναχικών ατόμων.

Στην συνέχεια η μετακίνησή της στο Παρίσι την φέρνει σε επαφή με τους Ρώσους της Διασποράς, με τη Θεολογική Σχολή του Αγίου Σεργίου, εκείνη την εποχή με Διευθυντή τον π. Sergei Bulgakov και στην συνέχεια με το Ρώσο σύζυγο της Andre Behr. Η Elisabeth γίνεται Ορθόδοξη στην ηλικία των 22. Αναφέρει χαρακτηριστικά η ίδια:

«Αποφάσισα να γίνω μέλος της Ορθόδοξης εκκλησίας γιατί είδα στην Μητέρα Εκκλησία ότι όλοι μπορούν να συμμετέχουν με αμοιβαίο σεβασμό και αναγνώριση και χωρίς να χάνουν τα ιδιαίτερα χαρίσματα τους. Εκεί ανακάλυψα την καθολικότητα του ευαγγελίου όπου η ελευθερία του κάθε προσώπου ήταν σεβαστή».

Η Elisabeth, τόσο λόγω του γάμου της αλλά και της δράσης της στην ρωσική κοινότητα του Παρισιού,  γνώριζε πολύ καλά τα όσα υπέφεραν οι Ρώσοι κατά την περίοδο του κομουνισμού και στη συνέχεια την περίοδο μετά την πτώση. Γνώριζε επίσης το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες στη διατήρηση των παραδόσεων και της θρησκευτικής μνήμης. Οι γνωστές ηλικιωμένες babunshkas κράτησαν ζωντανή τη λατρεία, συνέβαλαν στο να βαφτιστούν κρυφά τα εγγόνια τους και φρόντιζαν να τους διδάξουν όλα όσα γνώριζαν για τον Χριστό και την εκκλησία του. Το ίδιο συνέβη και μετά την πτώση όπου οι γυναίκες εργάζονται για την ανασύσταση των ενοριών και των τοπικών κοινοτήτων και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Elisabeth Behr-Sigel γίνονται «ουσιαστικές διακόνισσες, χωρίς τον τίτλο». Απλώς γυναίκες που κατανοούν τα «σημάδια των καιρών».

Η ζωή της Elisabeth Behr Sigel ήταν μια ζωή γεμάτη ευλογίες. Παράλληλα βέβαια και πολύ πόνο. Ο σύζυγος της Ανδρέας είχε ένα σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα, το οποίο προσπαθούσε να ξεπεράσει με το αλκοόλ. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δημιούργησε συναισθήματα ανασφάλειας και φόβου, εξαιτίας δύο βασικών παραγόντων: της μισής εβραϊκής της καταγωγής, όπως και της προστασίας των τριών μικρών παιδιών της: τη Nadime, Mariane & του Nicolas, που γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1944, κατά τη διάρκεια βομβαρδισμών. Στο ημερολόγιο που έγραφε διασώζονται γλαφυρά κάποιες από τις δύσκολες εκείνες ημέρες. Παρόλα αυτά, η Elisabeth ήταν μέλος μιας οικουμενικής αντιστασιακής ομάδας στην πόλη Nancy, όπου διέμενε κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Η Elisabeth αποτέλεσε έναν σημαντικό εκπρόσωπο της Ορθόδοξης Θεολογίας στη Δύση. Χωρίς ποτέ να διδάξει ως Καθηγήτρια σε κάποια Θεολογική Σχολή, αλλά ζώντας μέσα από τη δουλειά της ως δασκάλα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, υπήρξε συγγραφέας σημαντικών άρθρων, βιβλίων, βιβλιοκρισιών και μια από τους συνεκδότες του Γαλλικού Ορθόδοξου περιοδικού Contacts. Δημοσίευσε μελέτες για την Ρωσική πνευματικότητα, αγιογραφία και σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία και μια εκτενή βιογραφία του πνευματικού της πατέρα Lev Gillet (1893-1980), που είναι ευρύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο «ο μοναχός της Ανατολικής Εκκλησίας».

Στο τελευταίο τέταρτο της ζωής της έγινε ευρέως γνωστή για τις θαρραλέες παρεμβάσεις και συμβολές της, κυρίως μέσα από τις συναντήσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, για τη χειροτονία των γυναικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η δράση της ξεκινά ουσιαστικά από τη συμμετοχή της-μάλλον μετά από πρόταση του επί τέσσερις δεκαετίες στενού φίλου της οικογένειας Behr Παύλου Ευδοκίμωφ-στη διάσκεψη στη Μονή Agapia, της Ρουμανίας, το Σεπτέμβριο του 1976. «Η διάσκεψη των ορθοδόξων γυναικών» διοργανώθηκε από κοινού από το ΠΣΕ και τις ορθόδοξες εκκλησίες μέλη του. Ήταν η εποχή που το πρόβλημα της χειροτονίας των γυναικών, στο πλαίσιο του φεμινιστικού κινήματος της Βόρειας Αμερικής, εμφανιζόταν ξαφνικά ως ένας από τους ουσιώδης σκοπέλους στο διάλογο μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών. Η προσωπικότητα και το κύρος του Παύλου Ευδοκίμωφ βοήθησαν πολύ την Elisabeth να ξεπεράσει τους πρώτους της φόβους. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η πρόσκληση όταν την έλαβα την άνοιξη του 1976, μ’ άφησε άναυδη, γιατί με γέμισε χαρά και ταυτόχρονα φόβο. Με χαροποιούσε η είδηση ότι η αρχαία Ορθόδοξη εκκλησίας, κληρονόμος της παράδοσης της αδιαίρετης εκκλησίας, αποδείχτηκε έτοιμη να ακούσει ένα από τα μεγάλα ερωτήματα της σύγχρονης εποχής, ότι συγκέντρωσε γυναίκες, ως υπεύθυνα μέλη του χριστιανικού λαού, για να αναζητήσουν μια δημιουργική απάντηση. Αλλά, καθώς πλησιάζω στο τέρμα της ζωής μου, θα είχα δύναμη να αποδυθώ σε κάτι που προαισθανόμουν ότι θα ήταν ένας καινούργιος αγώνας; Ολιγόπιστη, σαν την ηλικιωμένη Σάρα όταν την ανήγγειλαν τη γέννηση του Ισαάκ, είχα τη διάθεση να γελάσω. Όταν όμως πέρασε η πρώτη έκπληξη, δέχτηκα: αυτή η πρόσκληση ήταν ένα νέο ξεκίνημα, αλλά σήμαινε ταυτόχρονα για μένα μια επιστροφή στις πηγές, ένα ξεκαθάρισμα με το δικό μου παρελθόν». Στη συνέχεια συμμετείχε σε παρόμοια συνάντηση στην Κρήτη (1989) και την Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου (1988).

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, χωρίς να έχει θέση μόνιμου προσωπικού, δίδαξε στον Άγιο Σέργιο, το Καθολικό Ινστιτούτο στο Παρίσι, το Κολλέγιο των Δομικανών στην Οττάβα, το Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey, και το Οικουμενικό Ινστιτούτο του Tantur κοντά στην Ιερουσαλήμ.

ΙΙ. Οι βασικοί άξονες της θεολογίας της και το θέμα των διακονισσών

Η Behr-Sigel κατανοούσε την εκκλησία ως μυστηριακή και προφητική. Ως την Εκκλησία του Ιησού Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησία, κατά την άποψή της,  δεν αποτελεί θεσμό αλλά καινή ζωή εν Χριστώ και με το Χριστό, που καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα. Η συμμετοχή στην ολότητα αυτής της νέας ζωής εν Χριστώ δηλώνει την ανθρωπότητα στο πλήρωμά της. Ο Χριστός ως η γέφυρα μεταξύ κτιστού και ακτίστου αποτελεί την μόνη οδό προς της θέωση. Η καρδιά της ύπαρξης μας δεν βρίσκεται στην έννοια του ατόμου αλλά στην έννοια του προσώπου, δηλαδή πάντα σε σχέση και πάντα σε αναφορά. Είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού και καλούμαστε να ομοιάσουμε σε αυτήν μέσω του Χριστού. Για την Elisabeth η εκκλησιολογία είναι προέκταση της ανθρωπολογίας. Το όραμα της είναι  η αναφορά του όλου ανθρώπου-σώμα, νους και πνεύμα-στο Θεό. Με βάση τη βαπτισματική ομολογία του Γαλ. 3,28 θεωρούσε ότι εν Χριστώ, δηλαδή στην Εκκλησία, δεν υπάρχουν οι κοινωνικοί συμβιβασμοί και διαφορές, αλλά γίνονται δεκτά όλα ανεξαιρέτως τα ιδιαίτερα χαρίσματα, ανδρών και γυναικών.

Το πιο γνωστό από τα βιβλία της Το λειτούργημα της γυναίκας στην εκκλησία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καλός τύπος, σε μετάφραση μιας άλλης σημαντικής ορθόδοξης γυναικείας παρουσίας στα οικουμενικά της Καίτης Χιωτέλλη. Στον πρόλογο του βιβλίου ο Αντώνιος, Μητροπολίτης Σουρόζ αναφέρει ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί το ‘πρώτο χελιδόνι που μας μηνά την άνοιξη΄. ‘Ανοίγει’ όπως λέει χαρακτηριστικά ‘καινούργιους ορίζοντες για πολλές εκκλησίες και για πολλά φοβισμένα πνεύματα που τρομάζουν στην ιδέα μιας αναθεώρησης ορισμένων ιδεών που τις δέχθηκαν χωρίς να τις σκεφτούν’. Και συνεχίζει: « οι λεγόμενες παραδοσιακές εκκλησίες αναφέρονται διαρκώς στο γεγονός ότι στο πρόσωπο του Χριστού, ο Θεός φανερώθηκε ως άνδρας (ανήρ, άρρην) ξεχνώντας ότι αυτός είναι ο πλήρης και τέλειος άνθρωπος που περιλαμβάνει και αποκαλύπτει το όλον του ανθρώπινου όντος και όχι την ανδρική πλευρά του. «Επειδή εκείνο που δεν το προσέλαβε δεν το έσωσε». Ανάμεσα στα θέματα που εξετάζει η EBS στο έργο της αυτό είναι και το σημαντικό επιχείρημα της παράδοσης: «χρειάζεται να τείνει κανείς προς τη νόηση της αληθινής σημασίας και κάτω από τα έθιμα τα εξαρτημένα από την ιστορία και τον πολιτισμό, να φέρει στο φως το νόημα της αυθεντικής παράδοσης».

Είναι σε αυτό το βιβλίο, επίσης, που η Elisabeth: α) στο δεύτερο κεφάλαιο μελετά την ανθρωπολογία των Πατέρων, κυρίως των Καππαδοκών και β) μελετώντας τις πηγές περί χειροτονίας και χειροθεσίας φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά τις θέσεις του καθηγητή Θεοδώρου. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «είναι αυτονόητο ότι μια καθαρά τυπική ανασύσταση της γυναικείας διακονίας όπως υπήρχε στο Βυζάντιο θα φαινόταν σήμερα αναχρονιστική και χωρίς νόημα. Μήπως θα πρέπει οι γυναίκες που αισθάνονταν ενδεχομένως αυτή την κλήση ν’ αφεθούν να εξερευνήσουν αυτή την αρχαία οδό, για να την προσαρμόσουν σε νέες καταστάσεις μέσα στο πνεύμα του Ευαγγελίου και της παράδοσης της Εκκλησίας;…μια διακονία ανοικτή στις γυναίκες, αλλά ίσως όχι αποκλειστικά γυναικεία, θα πρέπει να ξαναγίνει αντικείμενο σκέψεως με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Πρέπει να την ξανασκεφτεί κανείς ως αυθεντικό λειτούργημα. Σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως υποκατάστατο του λειτουργήματος του Πρεσβυτέρου. Μια διακονία που η εκκλησία της δίνει την ευλογία και την αυθεντία της, που συνδέεται με την ιεροσύνη του θυσιαστηρίου, αλλά που διακρίνεται απ’ αυτήν και τη συμπληρώνει, μια γνήσια διακονία που ανακαλύπτεται και πάλι, θα μπορούσε να έχει την αξία σημείου: σημείο της παρουσίας του παρακλήτου Πνεύματος κοντά στη Νύμφη που αναζητά το Νυμφίο «εν τη πόλει, εν ταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις», όπως λέει το Άσμα Ασμάτων».

Το 2002 η ESB με τον Kallistos Ware κυκλοφορούν από τις εκδόσεις του ΠΣΕ το βιβλίο The Ordination of women in the Orthodox Church. Το μικρό και συνοπτικό αυτό βιβλιαράκι θα φιλοξενήσει όχι μόνο τις απόψεις των δύο συγγραφέων, οι οποίες φιλοξενήθηκαν σε τόμους που είδαμε παραπάνω αλλά θα προσπαθήσει να αξιολογήσει θεολογικά τα επιχειρήματα που επί τρεις και πλέον δεκαετίες χρησιμοποίησαν οι ορθόδοξοι κατά της χειροτονίας των γυναικών. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι το επιχείρημα πως η χειροτονία των γυναικών δεν αφορά την ορθόδοξη εκκλησία ως εσωτερικό πρόβλημα- κάτι που έχει πολλές φορές ακουστεί και στο παρόν συνέδριο είτε σε χαιρετισμούς είτε σε εισηγήσεις- η ElisabethBehrSigelστο βιβλίο το ανατρέπει χρησιμοποιώντας τον τίτλο: «The ordination of women: also a question for the Orthodox Churches” ενώ για τον Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστο Ware συνεχίζει να είναι anopenquestion. Και για τους δύο συγγραφείς είναι κομβικής σημασίας οι ορθόδοξοι να μην δανείζονται άκριτα επιχειρήματα από τις άλλες παραδόσεις αλλά να ενσκύψουν στη δική τους παράδοση και να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους ερμηνευτικά εργαλεία. Ένα ερώτημα που συχνά έθετε η EBS, ιδιαίτερα μετά το συνέδριο της Ρόδου είναι το ακόλουθο: «εάν τα χέρια και η γλώσσα είναι απλώς όργανα μέσω των οποίων ο πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ολοκληρώνουν και επιτυγχάνουν τα‘πάντα, γιατί αυτά δεν μπορούν να είναι τα χέρια και η γλώσσα μιας γυναίκας;  Ή με άλλον τρόπο: «Αναγνωρίζουμε, ασφαλώς στους υπεύθυνους το χάρισμα και την ευθύνη να διακρίνουν, να δοκιμάζουν και, ενδεχομένως να προσανατολίζουν τις κλήσεις. Αλλά άραγε μπορούν, μπορούμε να θέτουμε ως αξίωμα ότι ο Θεός δεν καλεί ποτέ γυναίκες στη χριστιανική ιεροσύνη; Όταν αρνιόμαστε να εξετάσουμε μια κλήση επειδή είναι η κλήση μια γυναίκας, δεν κινδυνεύουμε να πέσουμε στην κρίση του Λόγου του Θεού που λέει: «το Πνεύμα μη σβέννυτε…πάντα δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε» (Α΄Θεσ. 5, 19-21).

Είτε αναφέρεται στο θεσμό των διακονισσών είτε στη χειροτονία των γυναικών στον επόμενο βαθμό ιεροσύνης, η Behr-Sigel πιστεύει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, λαμβάνοντας υπόψη της τα «σημεία των καιρών» και το πλαίσιο θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει και επανεξετάσει τα επιχειρήματά της για την προαγωγή της κοινότητας. Αναφέρει: «Στο επίπεδο των κατά τόπους εκκλησιών, εκείνο που συμφέρει εδώ μπορεί να μη συμφέρει αλλού, σε άλλους τόπους και περιστάσεις. Ο λαός του Θεού δε ζει και δεν προχωρά παντού με τον ίδιο ρυθμό. Μερικοί βρίσκονται ακόμη στο τέλος του Μεσαίωνα. Άλλη ζουν ήδη στην Τρίτη χιλιετία. Προκειμένου για ένα πρόβλημα όπως η χειροτονία των γυναικών, δεν μπορεί άραγε να φανταστεί κανείς διαφορετικά «ήθη» που οι κριτές τους θα είναι οι τοπικές Εκκλησίες; Μια αυτονομία που θα έπρεπε ωστόσο να συμβαδίζει με τη φροντίδα από μέρους όλων των Εκκλησιών να προάγουν την ελευθερία σύμφωνα με το Άγιο Πνεύμα και την αξιοπρέπεια όλων, ανδρών και γυναικών, στους κόλπους της νέας κοινότητας. Ένας πλουραλισμός πειθαρχίας στον τομέα αυτόν, δεν μπορεί τάχα να συνυπάρχει με την ενότητα της πίστεως και την εκκλησιαστική κοινωνία;».

Με τη ζωή, την προσφορά και το θεολογικό έργο της EBS έχουν ασχοληθεί η ορθόδοξη συγγραφέας Olga Lossky και η Λουθηρανή θεολόγος Sarah Hinlicky Wilson. Το Σεπτέμβριο του 2011 έλαβε χώρα διεθνές συνέδριο του Οικουμενικού Ινστιτούτου του Στρασβούργου σε συνεργασία με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στο Στρασβούργο την πόλη γέννησης της EBS. Στο συνέδριο μίλησαν ορθόδοξοι και Λουθηρανοί Θεολόγοι και τα δύο από τα τρία παιδιά της  EBS. Τα συμπεράσματα του συνεδρίου θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις του ΠΣΕ μέσα στο 2015.

Συμπερασματικά: Όπως πολύ ωραία αναφέρει ο π. Βασίλειος Θερμός όλα τα ερωτήματα που θέτουν σύγχρονοι ή παλαιότεροι θεολόγοι προς την Εκκλησία, ανάμεσα τους και η Elisabeth Behr-Sigel για τη συμμετοχή των γυναικών στη ζωή και τη λατρεία της δεν έχουν σκοπό «να εξιδανικεύσουν τη γυναίκα, διότι και αυτή υπόκειται στην κοινή ατέλεια της ανθρώπινης φύσης. Αποβλέπουν μόνο στη συζήτηση-κι εδώ συμπληρώνω εγώ που αφορά το είναι και την πράξη της εκκλησίας- περί το πώς θα αξιοποιηθεί καλύτερα η διπλή δωρεά του Αγίου Πνεύματος που της χαρίσθηκε, κατά τη δημιουργία και κατά το Άγιο Χρίσμα. Βασίζεται δε εκ ολοκλήρου στην εκκλησιαστική πεποίθηση πως «η αγάπη έξω βάλει τον φόβον» (Α΄Ιω. 4:18).

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.