Η προσφώνηση των τιμωμένων καθηγητών από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο

EBE_39

Με ιδιαίτερη χαρά σας καλωσορίζω εκ μέρους της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας στο σημαντικό αυτό συνέδριο με θέμα: «Η μετάφραση τη Βίβλου στην Εκκλησία και την Εκπαίδευση». Πρόκειται για μια εξαίρετη πρωτοβουλία που έχει, μεταξύ άλλων, σκοπό να τιμηθούν οι πρωτεργάτες της νεοελληνικής μετάφρασης της Βίβλου, αλλά και ταυτόχρονα να αξιολογηθεί η συμβολή της Βιβλικής Εταιρίας προς την κατεύθυνση της μετάφρασης και διάδοσης του ευαγγελικού λόγου, τόσο στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών του τόπου μας όσο και στον ευαίσθητο χώρο της θρησκευτικής και θεολογικής εκπαίδευσης.

Συμπληρώνονται φέτος 25 χρόνια από την οριστική έκδοση (1989) της νεοελληνικής μετάφρασης της Βίβλου από την Ελληνική Βιβλική Εταιρία, αποτέλεσμα της μεταφραστικής προσπάθειας καθηγητών από τις Θεολογικές Σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται σήμερα ανάμεσά μας. Η προσπάθεια αυτή, που ξεκίνησε ήδη από το 1978 με σχετική πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων, του αείμνηστου πρωτοπόρου της βιβλικής επιστήμης στη χώρα μας, καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, πλαισιώθηκε σύντομα από τους επιφανέστερους βιβλικούς επιστήμονες του τόπου μας, τους καθηγητές Γεώργιο Γαλίτη, Ιωάννη Καραβιδόπουλο, Βασίλειο Στογιάννο, Ιωάννη Γαλάνη και Πέτρο Βασιλειάδη, δίνοντας αρχικά το 1985 και οριστικά μετά τις σχετικές αναθεωρήσεις το 1989 (αφότου είχε αποχωρήσει από την ομάδα αυτή ο Καθηγητής Αγουρίδης και είχε εκδημήσει ο Καθηγητής Στογιάννος) τους καρπούς μιας πολύχρονης, ιδιαίτερα επίπονης, και υψηλού ακαδημαϊκού και επιστημονικού επιπέδου δουλειάς, με την έκδοση μιας μετάφρασης, η οποία έμελλε να αφήσει ανεξίτηλη της σφραγίδα της στα νεώτερα εκκλησιαστικά και θεολογικά χρονικά, παρά τις όποιες συχνά αυστηρές, αν όχι άδικες ή βεβιασμένες, κριτικές. Πρόκειται για ένα έργο τιτάνιο το οποίο έμελλε να επαινεθεί από όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες και παραδόσεις, οι οποίες άλλες περισσότερο και άλλες, λιγότερο την υιοθέτησαν τελικά στη λατρεία, το κήρυγμα και την κατήχηση για την προσέγγιση του λόγου του Θεού από την πλευρά των πιστών, σε ένα γλωσσικό ιδίωμα περισσότερο προσιτό και συμβατό με την εποχή μας.

EBE_44_FC

Είναι λίγο πολύ γνωστές σε όλους μας οι περιπέτειες που έχουν συναντήσει ειδικά στη χώρα μας οι όποιες προσπάθειες μετάφρασης ή μεταγλώττισης της Βίβλου, έχοντας μάλιστα συχνά οδηγήσει σε τραγικά γεγονότα που ξεπερνούν τη σοβαρή και καλοδεχούμενη κριτική ή τις ενίοτε δικαιολογημένες επιφυλάξεις. Αρκεί κάποιος να φέρει στο νου του λ.χ. τα τραγικά αιματηρά γεγονότα των «Ευαγγελικών» στην Αθήνα, στις αρχές του 20ου αιώνα, και που είχαν ως αιτία και αφορμή απόπειρες μετάφρασης της Βίβλου. Είναι αλήθεια ότι ο παραδοσιακός χαρακτήρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και οι κάποτε άστοχες ενέργειες των Ηνωμένων Βιβλικών Εταιριών και η συσχέτιση των μεταφράσεων με προσηλυτιστικές ενέργειες, οδήγησαν στη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων σε μια διστακτική, επιφυλακτική ή και κάποτε ριζικά αρνητική στάση έναντι κάθε απόπειρας απόδοσης του ευαγγελικού λόγου σε νεώτερο γλωσσικό ιδίωμα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν έπαψαν να υπάρχουν και εκείνοι, όπως οι τιμώμενοι καθηγητές, που με ένα βαθύ εκκλησιαστικό φρόνημα και απαράμιλλη ακαδημαϊκή υπευθυνότητα και επιστημονικό θάρρος δεν δίστασαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της μετάφρασης της Βίβλου, οι οποίες ίσως στην αρχή να αντιμετωπίστηκαν με ορισμένη καχυποψία, εντέλει όμως δικαιώθηκαν. Με το μεταφραστικό τους έργο οι τιμώμενοι σήμερα καθηγητές διακόνησαν ολόψυχα το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας και την ανάγκη ο λόγος του Θεού, όπως έχει καταγραφεί στα Ευαγγέλια και ολάκερη τη Βίβλο, να σαρκωθεί εκ νέου στην εκάστοτε νέα ιστορική πραγματικότητα, προκειμένου να θρέψει τον άνθρωπο, ικανώνοντάς τον να αντιμετωπίσει τις βαθιές υπαρξιακές προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου.

Έχει υποστηριχθεί από τον πρύτανη των ορθόδοξων θεολόγων, τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ότι αν και η μετάφραση του βιβλικού κειμένου είναι κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις θεμιτή, δεν παύει να είναι πάντοτε μετάφραση από την πρωτότυπη ελληνική γλώσσα των ευαγγελίων. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την προφανή αυτή αλήθεια, η οποία οφείλει να κατανοηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της εμμονής του Ρώσου θεολόγου στην ιστορικότητα της χριστιανικής πίστης, και σε καμιά περίπτωση ως επιβεβαίωση της καθαρότητας, ανωτερότητας και τελικά ιερότητας μιας εθνικής γλώσσας ή ενός ορισμένου, υψηλού είναι αλήθεια, πολιτισμού. Αν και η Ορθοδοξία ποτέ δεν υιοθέτησε την αρχή των «ιερών γλωσσών», εντούτοις συχνά, λόγω μιας κακώς εννοούμενης παραδοσιοκρατίας που στρέφεται αποκλειστικά στο παρελθόν ιεροποιώντας τις παλιότερες μορφές ανθρώπινης παράδοσης, χωρίς προφητική και κριτική ματιά, στάθηκε επιφυλακτική, αν όχι αρνητική, σε κάθε προσπάθεια μετάφρασης ή μεταγλώττισης του βιβλικού κειμένου σε νεώτερη γλώσσα, περισσότερο κατανοητή και προσβάσιμη από τους ανθρώπους κάθε ηλικίας.

EBE_276

Είναι αλήθεια ότι το έργο της μετάφρασης της Βίβλου σε νεώτερο γλωσσικό ιδίωμα δεν αποτελεί έργο εύκολο. Πρόκειται για ένα έργο επίπονο και απαιτητικό, το οποίο οφείλει να εκκινεί εξάπαντος από την Εκκλησία και να σκοπεύει στη διακονία του λαού του Θεού, στο βαθμό που αποτελεί κοινό τόπο ότι η Αγία Γραφή, ως ο λόγος του Θεού, καθορίζει με τρόπο μοναδικό κάθε πτυχή της εκκλησιαστικής ζωής (θεολογία, δόγματα, λειτουργική, ασκητική ζωή κ.λπ.), αποτελώντας πάντοτε το κριτήριο ανάδειξης της αλήθειας και της πιστότητας του λαού του Θεού στο αποστολικό κήρυγμα. Η μετάφραση αποτελεί ένα έργο που λαμβάνει χώρα εντός της Εκκλησίας, όπως άλλωστε και κάθε θεολογική δραστηριότητα, ένα έργο εκκλησιαστικό που εμπνέεται και καθοδηγείται από την παρουσία του αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, την ιστορία και τον κόσμο ολάκερο. Στην προοπτική αυτή, όσοι αναλαμβάνουν το επίπονο έργο της μετάφρασης επιδιώκουν με τη βοήθεια του Πνεύματος να αφουγκραστούν τον λόγο του Θεού, ενσαρκώνοντας τον εκ νέου στο εκάστοτε χωρο-χρονικό πλαίσιο, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τα καταλληλότερα και ποιοτικότερα γλωσσικά υλικά της ανθρώπινης δημιουργίας. Τούτο είναι αναγκαίο, καθώς ο Χριστός επιθυμεί «πάντας ανθρώπους σωθήναι» σε κάθε εποχή και σε κάθε πολιτισμό και όχι μονάχα εκείνους που είναι σε θέση να προσπελάσουν το πρωτότυπο ευαγγελικό κείμενο. Την ίδια στιγμή, βεβαίως, η κάθε μεταφραστική απόπειρα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, πέραν του εκκλησιαστικού χαρακτήρα κάθε έργου που περιστρέφεται γύρω από τον λόγο του Θεού και ορισμένες άλλες παραμέτρους, που θα συμβάλουν καταρχάς στη χριστοποίηση και τελικά στην εκκλησιοποίηση του εκάστοτε μεταφραστικού έργου. Από την μια μεριά βασική προϋπόθεση του μεταφραστικού έργου οφείλει να είναι η διαφύλαξη του ιστορικού πυρήνα του ευαγγελικού μηνύματος, όπως επισημάνθηκε από τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, στο βαθμό που η Βίβλος δεν αφορά σε κάποιες άσαρκες μεταφυσικές αλήθειες ή πλατωνικού τύπου ιδέες, αλλά στα μεγαλεία του Τριαδικού Θεού στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Λόγου του, με σκοπό τη σωτηρία της Δημιουργίας και όχι απλώς την έλλογη προσέγγιση ή μυστική θέαση της αλήθειας (βλ. «ποιείν την αλήθειαν»). Όπως έχει δείξει η ιστορία της πρόσφατης βιβλικής επιστήμης, η ιστορικότητα της ευαγγελικής αφήγησης δεν διαφυλάσσεται απαραίτητα από κάποια τυφλή και συχνά απροϋπόθετη πιστότητα στο «γράμμα» του βιβλικού κειμένου. Αντίθετα, και η μετάφραση του λόγου του Θεού, όταν, υπό την «επιστασία» του αληθεύοντος Πνεύματος, συλλαμβάνει το «πνεύμα» του, σαρκώνοντας το σε νέο γλωσσικό κώδικα, σε συμφωνία πάντοτε με το πρωτότυπο, είναι σε θέση, και το παράδειγμα της μετάφρασης της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας το αποδεικνύει αυτό, ως άλλη εικόνα που «διαβαίνει επί το πρωτότυπον», να εκφράσει τον «νουν Χριστού», ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τις βαθιές υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου.

EBE_106

Εξάλλου, εάν δεχόμαστε ότι η ταυτότητα της Εκκλησίας απορρέει από τα έσχατα, από αυτό που πρόκειται να γίνει και όχι από κάποιο ένδοξο ιστορικό παρελθόν, αν με άλλα λόγια η ερχόμενη Βασιλεία του Θεού αποτελεί τον κεντρικό άξονα του ευαγγελίου της σωτηρίας που ενσάρκωσε στο πρόσωπό του ο Χριστός, τότε η εσχατολογική προοπτική της εκκλησιαστικής ζωής, που διακρίνεται από την ελευθερία και την ανοικτότητα του Πνεύματος, δεν μπορεί παρά να καθορίζει και την όποια μεταφραστική απόπειρα αναλαμβάνεται σχετικά με τα βιβλικά κείμενα. Στο βαθμό που η Βίβλος, όπως και κάθε τι μέσα από μια ευχαριστιακή προοπτική, εικονίζει την εσχατολογική πραγματικότητα, η δυνατότητα μεταφραστικής ενσαρκώσεως του λόγου του Θεού, σε κάθε νέο γλωσσικό ιδίωμα, αποτελεί αναγκαία συνθήκη και επιταγή, και σε καμιά περίπτωση πάρεργο για τα μέλη του Σώματος του Χριστού, που σκοπό έχουν, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, τον ευαγγελισμό πάντων των εθνών. Η ιεραποστολική πλευρά της Εκκλησίας δεν θα πρέπει στο σημείο αυτό να κατανοείται μονάχα ότι αφορά στους ανθρώπους που δεν γνώρισαν ακόμη το μήνυμα του Ευαγγελίου, αλλά πρωτίστως και ως διαρκής (επαν)ευαγγελισμός του ίδιου του λαού του Θεού. Συχνά, στο βωμό της «τηρήσεως» μιας δήθεν παράδοσης, ξεχνάμε ότι ο Χριστός δεν ταυτίζεται με το όποιο ωραιοποιημένο παρελθόν ή την αρχαιότητα, αλλά με την αλήθεια, όπως σημειώνουν πλειάδα Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι επιχείρησαν με τα βιβλικά υπομνήματά τους το διαρκή εμπολιτισμό του «πνεύματος» αλλά και συχνά και του «γράμματος» του βιβλικού λόγου στην εποχή τους, εκεί όπου ζούσε ο καθένας.

Είναι προφανές, επομένως, ότι η μετάφραση και η μεταγλώττιση της Βίβλου σε νεώτερο γλωσσικό ιδίωμα αποτελεί βασικό επακόλουθο της ταυτότητας και της θεολογίας της Εκκλησίας μας, όπως με συντομία και εντελώς σχηματικά σημειώσαμε παραπάνω, και σε καμιά περίπτωση δεν επιβάλλεται έξωθεν από πολιτισμικούς ή άλλους παράγοντες, που τυχόν επιδιώκουν να νοθεύσουν ή αλλοιώσουν το πνεύμα του Ευαγγελίου. Η κατάλληλη μετάφραση, λαμπρό παράδειγμα της οποίας αποτελεί η μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας από τους τέσσερις τιμώμενους σήμερα καθηγητές, αναδεικνύει, υπό την καθοδήγηση του Πνεύματος, την ελευθερία των «υιών του Θεού», οι οποίοι, ζώντας σε μια εποχή, όπου οι άνθρωποι βιώνουν βαθιές υπαρξιακές αγωνίες και κρίσεις, τόλμησαν με μεγάλη επιτυχία να πραγματοποιήσουν ένα τιτάνιο έργο εκ νέου σάρκωσης του λόγου του Θεού, σκοπεύοντας στη σωτηριώδη αντιμετώπιση των προβλημάτων του ανθρώπου κάθε ηλικίας (όπως λ.χ. της μαθητικής νεολαίας), που διψώντας για απαντήσεις στα υπαρξιακά δράματα που βιώνουν, αντιμετώπισαν τις περισσότερες φορές με ιδιαίτερα θετικό τρόπο το εγχείρημα αυτό.

Αξίζει, λοιπόν, έπαινος και συγχαρητήρια στους επιφανείς αυτούς βιβλικούς θεολόγους, οι οποίοι μαζί με τους εκλιπόντες πρωτεργάτες, μας έδωσαν αυτό το μνημειώδες μεταφραστικό έργο, το οποίο όχι μόνο στοιχείται με το επίσημο πατριαρχικό κείμενο του 1904, και έχει γίνει θερμά αποδεκτό από τις χριστιανικές Εκκλησίες στη χώρα μας, αλλά και πιστοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την στέρεη οικουμενική στράτευση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, η οποία, παρά τις όποιες δυσκολίες και εμπόδια, δεν σταμάτησε χρόνια τώρα να εργάζεται προς την κατεύθυνση της διάδοσης και εμπέδωσης του λόγου του Θεού στη χώρα μας.

EBE_77

Εύχομαι ολόψυχα με το παρόν συνέδριο να αναδειχθεί αφενός μεν η σημασία του μεταφραστικού έργου της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, αφετέρου δε ο ρόλος της στην επιζητούμενη βιβλική ανανέωση, παράγοντες οι οποίοι, σε συνδυασμό με την εδώ και χρόνια επιχειρούμενη λειτουργική αναγέννηση, είναι δυνατό να συμβάλουν στη πραγματική άνθηση του εκκλησιαστικού φρονήματος μεταξύ των μελών του Κυριακού Σώματος, στο βαθμό που θα ανταποκρίνεται και θα εκφράζει το αποστολικό κήρυγμα, όπως μας διασώζεται και επιτυχώς μεταγλωττίζεται ή μεταφράζεται στον κάθε σύγχρονο γλωσσικό κώδικα.

Το κείμενο του Σεβασμιωτάτου κ. Ιγνατίου προέρχεται από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.