Ιωάννης Καραβιδόπουλος, Οι βιβλικές σπουδές και οι νεοελληνικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής

Άρθρο του ομότιμου καθηγητή της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. 

KaravidopΣτο ΒΗΜΑ της Κυριακής 23 Νοεμβρίου 2014 δημοσιεύτηκε στο τεύχος ΒΙΒΛΙΑ άρθρο της Λαμπρινής Κουζέλη στο οποίο, με τίτλο «Ο αλληλέγγυος άνθρωπος έχει βιβλική προέλευση», παρουσιάζονται οι απόψεις του Προέδρου του Ιδρύματος «Άρτος Ζωής» κ. Σταύρου Ζουμπουλάκη για τις βιβλικές σπουδές στην Ελλάδα και για τις Νεοελληνικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Υποστηρίζει ο κ. Ζουμπουλάκης και πολύ σωστά ότι «τα δυο πόδια επάνω στα οποία στηρίζεται ο δυτικός πολιτισμός, η αρχαιοελληνική και η ιουδαιοχριστιανική παράδοση, στην Ελλάδα είναι άνισα. Υπερτροφικό το πρώτο -για ευνόητους λόγους-, ατροφικό το δεύτερο». Για τη θεραπεία του δεύτερου ποδιού, συνεχίζει, το Ίδρυμα Άρτος Ζωής οργανώνει τα τελευταία χρόνια συνέδρια, σεμινάρια, μαθήματα εβραϊκής γλώσσας, και προβαίνει σε ποιοτικές εκδόσεις. Ως εδώ όλα καλά και ωραία, και δεν μπορεί παρά να χαίρει κανείς για τη δραστηριότητα του «Άρτου Ζωής» και να συγχαίρει τον πρόεδρό του κ. Σταύρο Ζουμπουλάκη, άνθρωπο των γραμμάτων, γνωστό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Δυο όμως σημεία στη συνέχεια του άρθρου ας επιτραπεί να σχολιάσουμε εδώ αποκαθιστώντας την αλήθεια.

1. Ενώ οι βιβλικές σπουδές, γράφει, «ακμάζουν στη Γερμανία του 19ου και 20ου αιώνα και ανθούν σήμερα σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, καθολικά και προτεσταντικά, η νεότερη Ελλάδα δεν είχε ποτέ στενή σχέση με τη Βίβλο». Αυτό είναι αναληθές και προσβλητικό για τη μνήμη του διακεκριμένου καθηγητή της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης Σάββα Αγουρίδη, προέδρου επί τρεις δεκαετίες και πλέον του Άρτου Ζωής και υπευθύνου έκδοσης του ειδικού περιοδικού «Δελτίο Βιβλικών Μελετών». Ο αείμνηστος δάσκαλός μας Σ. Αγουρίδης προώθησε τις βιβλικές σπουδές στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα. Βέβαια, αυτό με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε την προσφορά των αειμνήστων Βασιλείου Ιωαννίδη και Μάρκου Σιώτη, καθώς και του νυν Ομοτίμου κ. Γεωργίου Γαλίτη (για να περιοριστώ στην Καινή Διαθήκη). Εάν ανέφερα πρώτον τον Σάββα Αγουρίδη, είναι για την ειδική σχέση του με τον «Άρτο Ζωής». Πέρα από τη συμβολή των παραπάνω καθηγητών  και των μαθητών τους, ίσως αναρωτηθεί κανείς ποιες άλλες εξωτερικές συνθήκες ευνόησαν τη ραγδαία άνθηση των βιβλικών σπουδών και την τεράστια σχετική βιβλιογραφία από τα μέσα του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα. Αυτές, κατά τη γνώμη μας, είναι:

α) Η ανάγκη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να αντιμετωπίσει κανείς τα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν στους ανθρώπους ξεκινώντας από μια στέρεη βάση, όπως είναι οι βιβλικές πηγές της πίστης. Αυτό υπήρξε ένα γενικότερο φαινόμενο στην Ευρώπη. Αναφέρω για παράδειγμα το Renouveau Biblique στον Ρωμαιοκαθολικό χώρο που προκλήθηκε από την ανάγκη διαλόγου με την ακμάζουσα Προτε­σταντική βιβλική ερμηνευτική και ενθαρρύνθηκε από αξιόλογες σχετικές παπικές Εγκυκλίους. Από τον Προτεσταντικό κόσμο αξίζει να μνημονευθούν οι ερμηνευτικές κατευ­θύνσεις της Μορφοϊστορίας (Formgeschichte), της Ιστορίας της Σύνταξης (Redaktionsgeschichte) και της πολυσυζητημένης και αμφιλεγόμενης Απομυθευτικής θεωρίας του R. Bultmann. Ανάλογες ήταν και οι απαιτήσεις στον Ορθόδοξο κόσμο, αφού οι ανάγκες που δημιουργήθηκαν μετά τη λήξη του Β΄παγκοσμίου πολέμου και, επί πλέον στη χώρα μας, μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (1946-49), υπήρξαν τεράστιες και ζητούσαν άμεση αντιμετώπιση.

β) Οι εξειδικευμένες σπουδές των Ελλήνων βιβλικών θεολόγων σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου δέχτηκαν ποικίλες προκλήσεις,  είχαν ως αποτέλεσμα τον επιστημονικό διάλογο μεταξύ της ερμηνευτικής παράδοσης της εκκλησίας μας και των σύγχρονων επιστημονικών ρευμάτων. Ακόμη και οι αρνητικές προκλήσεις δημιούργησαν γόνιμους προβληματισμούς με θετικά αποτελέσματα.

Και γ) η ίδρυση μιας δεύτερης Θεολογικής Σχολής στην Ελλάδα, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1943 (μετά από αυτήν της Αθήνας το 1837), αύξησε τον αριθμό των βιβλικών θεολόγων στη χώρα μας και συνεπώς και την εκπαίδευση των φοιτητών στην περιοχή της βιβλικής επιστήμης.

2. Το δεύτερο σημείο που έχουμε χρέος έναντι της αλήθειας να σχολιάσουμε είναι το ακόλουθο. «Η συζήτηση για τη Βίβλο, λέγει στη συνέντευξή του ο κ. Ζουμπουλάκης, δεν μπορεί βέβαια να γίνει ερήμην των πρωτογενών πηγών. Χρειαζόμαστε λοιπόν καλές μεταφράσεις όλης της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μεταφράσεις που δεν αφθονούν στην Ελλάδα» (η υπογράμμιση δική μας). Αυτό το «δεν αφθονούν στην Ελλάδα» είναι κυρίως που προκάλεσε αυτή την απάντησή μας. Δεν είναι δυνατόν να αγνοεί ο κ. Ζουμπουλάκης τις δυο μεταφράσεις του πολυγραφότατου καθηγητή Παν. Τρεμπέλα αφενός και του θεολόγου Ιω. Κολιτσάρα αφετέρου (ή μάλλον «ερμηνευτικές αποδόσεις» της Καινής Διαθήκης, όπως τις αποκαλούν οι συγγραφείς τους) που γνώρισαν επανειλημμένες εκδόσεις και διαβάστηκαν από χιλιάδες Έλληνες. Ας αναφέρουμε επίσης τις μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης των Αθ. Δεληκωστόπουλου (1995), Ν. Σωτηρόπουλου (2001), των Π. Δημητρόπουλου-Μ. Καψῆ, με γενική επιστασία Ν. Λούβαρι (1960), του Ν. Ψαρουδάκη (Το Ευαγγέλιο στη γλώσσα του λαού, 1978), την Ἁγία Γραφὴ-Βίβλος (εικονογραφημένη έκδ. Κουμουνδουρέα, με την ερμηνευτική απόδοση του Ἰ. Κολιτσάρα), τόμ. 1-7, 1981 εξ., του Επισκόπου Βελστίνου Δαμασκηνού Καζανάκη, (2004), του Σπ. Μακρή, στις εκδ. Χ. Πάτση, χ.χ., για να μην αναφέρουμε τις μεταφράσεις μεμονωμένων βιβλίων της Καινής Διαθήκης από τον μακαριστό Μητροπολίτη Πρεβέζης Μελέτιο και από γνωστούς και διάσημους λογοτέχνες όπως ο Οδ. Ελύτης, ο Γ. Σεφέρης, ο Άγγ. Βλάχος και ο Ντ. Χριστιανόπουλος.

Scripture_1

Τέλος, αναφέρουμε την τεράστια εκδοτική επιτυχία που γνώρισαν οι μεταφράσεις της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, τόσο της Παλαιάς Διαθήκης από το πρωτότυπο Εβραϊκό κείμενο από ομάδα καθηγητών της Ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης των πανεπιστημίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης (1997), όσο και της Καινής Διαθήκης των Νεοφύτου Βάμβα (από το 1844εξ, μέχρι και σήμερα), τη γνωστή ως «μετάφραση των τεσσάρων καθηγητών» (Β. Βέλλα, Ε. Ἀντωνιάδη, Α. Αλιβιζάτου, Γ. Κονιδάρη –κυρίως όμως του πρώτου) που εκδόθηκε από τη Βιβλική Εταιρεία το 1967 και επανεκδίδεται συνεχώς μέχρι σήμερα και από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (1981εξ.) και τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη Δημοτική από ομάδα καθηγητών των πανεπιστημίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης (1989, με συνεχείς επανεκδόσεις). Την τελευταία αυτή μετάφραση παραγγέλλουν πολλές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για τις ανάγκες του πληρώματός τους, καθώς επίσης Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης και Σύλλογοι για τη διάδοση της Αγίας Γραφής που τη διανέμουν δωρεάν σε Νοσοκομεία, Στρατό και κατοίκους πόλεων και χωριών.

Αν όλες αυτές οι μεταφράσεις δεν δηλώνουν αφθονία βιβλικών μεταφράσεων, τότε τι πάει να πει αφθονία; Ας αναφέρουμε και την αναμενόμενη μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας για την Παλαιά Διαθήκη από το ελληνικό κείμενο των Εβδομήκοντα, που τον 3ον π.Χ. αιώνα μετέφρασαν εβδομήντα δύο λόγιοι ελληνομαθείς Ιουδαίοι από τα Εβραϊκά στα Ελληνικά της εποχής τους μετά από πρόσκληση του βασιλιά Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου.

Όλα τα παραπάνω γράφονται μόνο για την αποκατάσταση της αλήθειας δυο σημείων της κατά τα άλλα πολύ ενδιαφέρουσας και αξιόλογης συνέντευξης του κ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, χωρίς καμία διάθεση υποτίμησης για το πρόσωπό του και για το λαμπρό έργο που επιτελεί ως πρόεδρος του «Άρτου Ζωής» και του «Δελτίου Βιβλικών Μελετών», για τα οποία αισθάνονται υπερήφανοι οι Έλληνες θεολόγοι και ιδιαίτερα οι ασχολούμενοι με την Αγία Γραφή.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.